Ἡ κυπριακή ἀζαγιά - ἀσγαγιά - ’γαγιά , ἡ θρακική σφαλαγγιά – παλιαγγιά – παγιαγγιά καί ἡ ὁμηρική ἄζα.
Τό Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν (ΙΛΝΕ) στό λ. ἀζαγιά [= 1) Αἰθάλη 2) Τέφρα 3) «Ἱστὸς ἀράχνης καὶ δὴ ἐρρυπωμένος: Καθάρισε τὸν τοῖχον ‘ποὺ τὲς ‘γαγιές.» 4) Ἀράχνη], πού παρουσιάζει στό ἐσωτερικό τῆς ἴδιας τῆς κυπριακῆς διαλέκτου καί τούς τύπους ἀζ-ζαγιά, ἀσγαγιά καί ‘γαγιά, ἐνῷ ὀρθά ἐπισημαίνει τήν σχέση τῆς λέξης μέ τό ἀ.ἑ. ἄζα (= θερμότης, ἀκαθαρσία, εὐρώς), ἀναφέρεται σέ «ἄγνωστο β΄ συνθετικό», τή στιγμή πού ἡ συσχέτιση μέ ἄλλους ἐναλλακτικούς τύπους τῆς λέξης, ἐγκατεσπαρμένους σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς ἑλληνικῆς γλωσσικῆς ἐπικράτειας, θά ἦταν σέ θέση νά ἀποδείξῃ ὅτι τό θεωρούμενο «β΄ συνθετικό» εἶναι παλαιότατο στοιχεῖο τῆς ἀρχικῆς ρίζας, πού ἀπουσιάζει ἀκόμα καί ἀπό τό ἤδη ὁμηρικό ἄζα.
Ὁ ὑποφαινόμενος, στό ἔργο του «Ἡ παλαιότητα τῆς νέας ἑλληνικῆς», 2011, (σ. 52-54), ἀναφερόμενος στήν ἀρχαία ἑλληνική λέξη φάλαγξ, ἐπεσήμαινε, μεταξύ ἄλλων, καί τά ἑξῆς:
«Ἡ ἀρχαία λέξη φάλαγξ καί φαλάγγιον (= εἶδος ἰοβόλου ἀράχνης, κοινῶς σφαλάγγι ἤ σφελάγγι κ.λπ.), ἀπαντᾷ καί μέ τούς τύπους φάλαγγας Ἤπ. Θεσσ. Θράκ. Στερελλ. φάλαγγος Καππ. φέλεγγος Καππ. σφάλαγγας Ἤπ. Θράκ. Κέρκ. Κύπρ. Ὀθων. Πελοπν. Στερελλ. σφάλαγγος Σύμ. σπάλαγγας Πελοπν. ἀφιάλακας, φιάλαγγας Ἰκαρ. ἀσπάλακας Κῶς σάλανgας Κύπρ. σφαλάgα, σπαλάgα, ἡ Πελοπν. σ΄πίλακα, ὁ Τσακων.
Σέ ὡρισμένες περιοχές τῆς Θράκης καί τῆς Μακεδονίας τό ὑγρό παθαίνει οὐράνωση: πάλιαγγας, πάλιαgας Θράκ. Μακεδ. bάλιαgας Μακεδ. παλιαγγιά (= ἀραχνιά) Θράκ. παλιαντζίδα (= ἱστός ἀράχνης) Μακεδ. παλιαγγουφουλιά Μακεδ. [πρβλ. σφαλαgοφωλιά Ἤπ. Πελοπν. σφαλαγγουφουλιά Ἤπ. σφαλαγγοφουλιά Πελοπν. σφαλαgοφωλέα Κορσ. Πελοπν. (Μάν.) σφαραgοφωλέα Κορσ.].
Τό ἑπόμενο βῆμα στήν φωνητική ἐξέλιξη εἶναι ἡ τροπή λ΄ > j (ἤ ἡμιφωνικό i): πάγιαγγας Θράκ. Μακεδ. bάγιακας, πάγιογγας, πάϊανgας, μπάϊαγγας, μπάϊανgας, μπάϊενgας, πάϊγγας Μακεδ. μπαϊαγγουφουλιά (= ἱστός ἀράχνης), παϊανgουφουλιά, παϊγγουφουλιά, μπαενgοφωλιά, παγιαντζίδα (= ἀράχνη), bαγιατζίνα (= ἱστός ἀράχνης) Μακεδ. παγιαγγιά (= ἀραχνιά, αἰθάλη τῆς καπνοδόχου) Θράκ. μπαϊαγγιά Μακεδ. [πρβλ. σφαλαgιά Θράκ. Πελοπν. Προπ. Χίος].»
Δέν θά ἀναφερθῶ ἐδῶ σέ περαιτέρω συσχετίσεις πού γίνονται μέ ἑλληνικούς τύπους ὅπως πάγγους, σπάgους, παγουΐδιασμα, κ.λπ., σλαβικούς ὅπως паяак, pajek, paọkŭ, паýк, τό ἀρωμουνικό pángu ἤ τό ρουμανικό păianjen, γιατί ἐπιθυμῶ νά ἐπιστήσω τήν προσοχή στούς θρακιώτικους τύπους σφαλαγγιά, παλιαγγιά καί παγιαγγιά, πού μέ τήν σημασία τους «ἀραχνιά, αἰθάλη τῆς καπνοδόχου», τήν ταυτιζόμενη πλήρως μέ αὐτήν τῆς κυπριακῆς ἀζαγιᾶς (καί ἀζ-ζαγιᾶς, ἀσγαγιᾶς, ‘γαγιᾶς) δείχνουν ὅτι, ὅσο κι ἄν μᾶς φαίνεται ἀπίστευτο καί ἀδιανόητο, ὁ κυπριακός τύπος ἐπήγασε ἀπό τόν τύπο σφαλαγγιά (= ὁ ἱστός τοῦ σφελαγγιοῦ ἤ φάλαγγος, τῆς ἀράχνης).
Οἱ φωνητικές ἐξελίξεις πού πιστοποιοῦνται καί σ’ αὐτήν τήν περίπτωση εἶναι ἡ οὐράνωση τοῦ ὑγροῦ (λ΄ > j) καί ἡ πτώση τοῦ φ, πού παρατηρεῖται ἄλλωστε καί στό κυπριακό σάλανgας (< σφάλαγγας), ὅμως ὁ τύπος ἀσγαγιά δείχνει, ἄν δέν ἀπατώμεθα, ὅτι πρῶτα ἐπεσυνέβη ἡ ἀντιμετάθεση φθόγγων (*σφαγαγιά > *φασγαγιά) καί κατόπιν ἡ πτώση τοῦ ἀρκτικοῦ συμφώνου: *φασγαγιά > ἀσγαγιά.
Τό πιό καταπληκτικό ὅμως στό ζήτημα τῆς ἐτυμολόγησης τοῦ κυπριακοῦ ἀζαγιά ἀπό τό (σ)φαλαγγιά εἶναι ὅτι, ἐφ’ ὅσον τό «β΄ συνθετικό» τῆς λέξης ἀποδεικνύεται ὀργανικό στοιχεῖο τῆς ρίζας, ἕπεται ὅτι τό ὁμηρικό καί νεοελληνικό ἄζα προῆλθε ἐκ τοῦ ἀζαγιά καί ὄχι τό ἀντίστροφο. Κάτι τέτοιο σημαίνει ὅτι στό ἐσωτερικό τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ἔχει ἤδη ἐπισυμβῆ ἡ οὐράνωση τοῦ γ ἤ γι πρό τοῦ α (ἤτοι φαλαγγιά > *φαγαγιά / *φαγιαγιά > *ἀγαγιά / *ἀγιαγιά > ἀζαγιά > ἄζα), κάτι πού δέν πρέπει νά μᾶς ἐκπλήττῃ, ἄν ἀναλογισθοῦμε ὅτι στό ἐσωτερικό τῆς τσακωνικῆς διαλέκτου ἡ ρίζα φαλαγγ- ἐξελίσσεται σέ σ΄πίλακ- καί φαγγ-: ὁ σ΄πίλακα φτακώ φαλαγγούνα ἤ φλαγγούνα ἤ φοαγγούνα ἤ φαγγούνα (= ὁ σφάλαγγας ἔφτειαξε δίχτυ) Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.).
Μάλιστα, ἡ νέα ἑλληνική, μέ τήν τεραστίων διαστάσεων πολυδιάσπαση πού ἐμφανίζει στό ἐσωτερικό της –καί τήν βαθύτερη ἑνότητα πού ἀναδεικνύει αὐτή ἡ πολυδιάσπαση- εἶναι σέ θέση, λόγῳ τῆς ποικιλίας τῶν μαρτυριῶν καί πρωτογενῶν σημασιολογικῶν ἀποχρώσεων πού παίρνει ἡ ρίζα, ἡ ὑποκείμενη τῆς λέξης ἄζα, νά διαφωτίσῃ πλήρως ἀρχαῖα χωρία ὅπως τό ὁμηρικό «σάκος εὐρὺ γέρον, πεπαλαγμένον ἄζῃ» (χ 184), πού σημαίνει τήν παλαιά, ἀραχνιασμένη ἀσπίδα.
Οἱ πάμπολλες σημασίες πού παίρνει στήν νέα ἑλληνική ἡ λέξη ἄζα (= αἰθάλη, ἅλμη, ὕφασμα παλαιό ἤ κακῆς ποιότητος, ἔναυσμα, λεπτοτάτη κόνις ἀνθράκων καί ἀχύρων, τά ὑπολείμματα τοῦ γεννήματος ἐν τῷ ἁλωνίῳ κ.λπ.) δείχνουν τήν μεγάλη σημασία πού ἔχει ἡ μελέτη καί ἀξιοποίηση τοῦ ἀμύθητου γλωσσικοῦ μας θησαυροῦ στήν ἰχνηλάτηση τῆς πορείας τῶν φωνητικῶν ἐξελίξεων καί τῶν σημασιολογικῶν συνειρμῶν πού ὡδήγησαν στήν σταδιακή οἰκοδόμηση τοῦ θαύματος πού λέγεται ὄχι μόνο ἑλληνική ἀλλά καί ἀνθρώπινη ἐν γένει γλῶσσα.
Τό θαυμάσιο καί γοητευτικό ταξίδι στά πελάγη τῆς γλώσσας μας, πολύ πιό πέρα ἀπό τίς ἀμμουδιές τοῦ Ὁμήρου, τώρα μόλις ἀρχίζει. Ὥς πότε, δέσμιοι ἀσύγγνωστων προλήψεων καί προκαταλήψεων, θά καθυστεροῦμε νά ἀνοίξουμε πανιά;
Χρίστος Δάλκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου