Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Αφιέρωμα στον Φοίβο Σταυρίδη και Μικροφιλολογικά





Ο λογιότατος φαρμακοποιός της Λάρνακος





Κατά δυσάρεστη σύμπτωση, τρεις φίλοι του Γ. Π. Σαββίδη πέθαναν μέσα σε ένα χρόνο. Πρώτος ο μεγαλύτερος των τριών, ο Φοίβος Σταυρίδης, στις 6 Μαρτίου 2012, από “καλπάζουσας” μορφής νόσο, στα 74. Δεύτερος ο νεότερος, ο Μίμης Σουλιώτης, στις 27 Νοεμβρίου 2012, από ασθένεια με την ίδια ραγδαία εξέλιξη, στα 63. Τρίτωσε με τη Νίκη Μαραγκού, στις 7 Φεβρουαρίου 2013, σε αυτοκινητιστικό ατύχημα στο δρόμο για την πόλη του Φαγιούμ, στα 65. Ήταν ένα χρόνο μικρότερη από τον Σαββίδη όταν πέθανε, στις 11 Ιουνίου 1995, επίσης ταξιδεύοντας. Τυχερότερος εκείνος, πρόλαβε το ταξίδι, καθώς το μοιραίο επήλθε επιστρέφοντας από Λευκάδα. Είναι τρεις μακροχρόνιες φιλίες, που δεν γνωρίζουμε το ιστορικό τους. Για μια φιλία είκοσι σχεδόν ετών, κάνει λόγο η Μαραγκού, σε ομιλία της, στις 11 Μαρτίου 1998. Είναι γνωστό ότι η προτροπή του στάθηκε καθοριστική για να ανοίξει εκείνη το Βιβλιοπωλείο «Κοχλίας» στη Λευκωσία. Παλαιότερος ακόμη φίλος ο Σουλιώτης, ίσως μαθητής του στο Αριστοτέλειο, πάντως ο Σαββίδης στάθηκε συμπαραστάτης στο ξεκίνημα του περιοδικού «Τραμ» το 1971. Δεν είμαστε σίγουροι, αν θα ταίριαζε να αποκληθούν και οι δυο τους, λόγω της εικοσαετούς ηλικιακής διαφοράς, “υιοθετημένοι φίλοι”, όπως χαρακτήριζε ο Σαββίδης τη σχέση του με τον κατά εικοσιεννέα χρόνια μεγαλύτερό του Σεφέρη.
Λίγο μεταγενέστερος φίλος ήταν ο ηλικιακά πλησιέστερός του Σταυρίδης. Η πρώτη συνάντησή τους τοποθετείται στο Πρώτο Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας, Ιούλιο 1981, ακολούθησε η γνωριμία τους στις 14 Σεπτεμβρίου στην Κύπρο. Ήταν επτά χρόνια μετά το πρώτο ταξίδι στη Μεγαλόνησο του Σαββίδη οικογενειακώς, μετά συζύγου και δευτερότοκου γιου, του Μανόλη. Σε επιφυλλίδα του, μετά εκείνο το πρώτο ταξίδι, Αύγουστο 1974, έγραφε πως, “τις προάλλες, ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος φίλος τού είχε ψιθυρίσει”: «Ξέρεις, κάθε φορά που συλλογίζομαι την Κύπρο ή που ακούω το όνομά της, νιώθω σαν μια πινέζα στην καρδιά.» Αυτή η “πινέζα” θα πρέπει να αρχίσει πάλι να κεντά τους Ελλαδίτες. Αν και σήμερα, αυτοί περιορίζονται ακόμη περισσότερο στα του οίκου τους. Προ δεκαπενταετίας ο Μανόλης Σαββίδης παρατηρούσε τη φυλετική διάκριση, με την οποία οι Ελλαδίτες αντιμετωπίζουν τους Κύπριους. Γιατί όχι, υπεροψία, λίγο σαν επαρχιώτες. Κι όμως, τα πρόσφατα οικονομικά γεγονότα έδειξαν για ακόμη μια φορά ότι οι Κύπριοι έχουν βαθύτερη συναίσθηση και αγάπη προς την πατρίδα τους. Επίσης, ως πολίτες επιδεικνύουν συμπεριφορά κεντροευρωπαίου μακράν εκείνης του όχλου, που συχνά χαρακτηρίζει τους κατοίκους της Ελλάδος.

Λογιότατος, ευαίσθητος, εγρήγορος
Την αφορμή για τη μνεία στους τρεις φίλους του Γ. Π. Σαββίδη μας την έδωσε το περιοδικό του Σταυρίδη και των δυο νεότερων φίλων του, Σάββα Παύλου και Λευτέρη Παπαλεοντίου, τα «Μικροφιλολογικά», που ξεκίνησε Άνοιξη 1997, με συχνότητα, δυο τεύχη κατ’ έτος. Από το 2006, ως υπεύθυνος έκδοσης, έμεινε ο τελευταίος, πλαισιωμένος με τριμελή συντακτική επιτροπή, όπου εισχώρησαν και δυο Θεσσαλονικείς. Το 2001, το περιοδικό απόκτησε ως παράρτημα ένα δεύτερο περιοδικό, τα «Τετράδια», που είναι κάθε φορά αφιερωμένο σε κάποιο πνευματικό άνθρωπο της Κύπρου. Το 13ο είναι “εις μνήμην” Φοίβου Σταυρίδη, «Ένα έτος από την αποδημία του». Μια παρουσίαση “του λογιότατου φαρμακοποιού της Λάρνακος”, όπως τον είχε αποκαλέσει ο Σαββίδης στην κριτική παρουσίαση της τρίτης και τελευταίας ποιητικής του συλλογής, η οποία αναδημοσιεύεται στο τεύχος.
Πλήρες το αφιέρωμα, με λεπτομερές χρονολόγιο, εργογραφία που ξεκινά από τα σχολικά δημοσιεύματα του 1955, την οποία είχε καταρτίσει ο ίδιος, ανθολόγηση ποιημάτων του, κείμενα από το ιστολόγιό του και εκτενή παρουσίαση του πρώτου περιοδικού, που είχε εκδώσει, «Ο Κύκλος». “Διμηνιαία έκδοση τέχνης και προβληματισμού”, που κυκλοφόρησε από τον Ιανουάριο 1980 μέχρι τον Αύγουστο 1986, συνολικά 22 τεύχη. Γίνεται αποδελτίωση των τευχών, δίνεται ευρετήριο συγγραφέων, ενώ αναπαράγονται τα εξώφυλλα. Πρόκειται για αξιόλογο περιοδικό, με αφιερωματικά τεύχη και επίλεκτα κείμενα, που αποτελεί συμβολή όχι μόνο στην κυπριακή, αλλά γενικώς στην ελληνική λογοτεχνία. Το αφιέρωμα συμπληρώνεται με φωτογραφίες και κείμενα τρίτων. Τα δυο εκτενέστερα είναι των Γιώργου Κεχαγιόγλου και Πέτρου Παπαπολυβίου, ενώ ακολουθούν συντομότερες αναφορές, μαρτυρίες και επικήδειοι λόγοι. Όπως συμβαίνει συνήθως με παρόμοια κείμενα, μαθαίνεις καμιά φορά περισσότερα για τον γράφοντα και τη σχέση του με τον αποθανόντα παρά για τον ίδιο τον τιμώμενο, για τον οποίο οι αναφορές αλληλοεπικαλύπτονται. Ουσιαστικά απουσιάζουν οι Ελλαδίτες, αλλά και οι γνωστοί στους Ελλαδίτες Κύπριοι.
Ως “λογιότατο, ευαίσθητο και πάντοτε εγρήγορο φαρμακοποιό της Λάρνακας”, αναφέρει τον Σταυρίδη ο Κεχαγιόγλου, που τον γνώρισε σε εκείνο το ίδιο Συνέδριο της Πάτρας και παρέμεινε φίλος και συνεργάτης στα περιοδικά του μέχρι σήμερα. Δυστυχώς, στο κείμενό του δεν τον παρουσιάζει, αλλά σχολιάζει χειρόγραφο σημαντικού έργου, το οποίο είχε εξασφαλίσει χάρις σε εκείνον. Να θυμίσουμε ότι η παλαιότερη ελληνική πεζογραφία οφείλει στον Σταυρίδη την παρουσίαση του πεζογράφου Επαμεινώνδα Ι. Φραγκούδη (περ. 1825-1897), με εμπεριστατωμένο λήμμα στη γραμματολογία Σοκόλη και την έκδοση του βιβλίου του «Οδοιπορικόν Μαυροβουνίου», καθώς και την έκδοση του απομνημονεύματος, «Ημερολόγιον του βίου μου», του Σάββα Τσερκεζή (1874-1963). Επίσης, ως τελευταία προσφορά, τη «Βιβλιογραφία Κυπριακής Λαϊκής Ποίησης: Φυλλάδες και αυτοτελείς εκδόσεις (1884-1960)».

«Μικροφιλολογικά»
Από το τεύχος των «Μικροφιλολογικών» πληροφορούμαστε έναν ακόμη θάνατο, που θα πρέπει να πέρασε στα ψιλά των αθηναϊκών εφημερίδων. Του φιλόλογου Ξενοφώντα Αστερίου Κοκόλη, στις 17 Οκτωβρίου 2012, στα 73. Να θυμίσουμε, ανάμεσα σε πολλές αξιόλογες μελέτες του, τα δυο μελετήματα για τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη και προ εξαετίας, τις «Τριάντα παρωδίες ποιημάτων του Κ. Π. Καβάφη». Κατά τα άλλα, τα κείμενα του τεύχους μοιράζονται σε Κύπριους και Ελλαδίτες συγγραφείς. Τρία κείμενα για τον ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη, συνομήλικο του Βιζυηνού. Δυο για τον Νίκο Νικολαΐδη τον κύπριο διηγηματογράφο, συνομήλικο Σικελιανού και Βάρναλη, που αποτελεί μια από τις σημαντικότερες παραλείψεις της Γραμματολογίας Σοκόλη. Ένα για τον κατά δυο χρόνια μεγαλύτερο και λιγότερο γνωστό στα καθ’ ημάς ποιητή Ιωάννη Περδίο. Επίσης, παρουσίαση του περιοδικού «Φλόγα» ενός τρίτου κύπριου ποιητή, του Τεύκρου Ανθία. Κι αυτός σημαντικός, αλλά το έργο του, εκτός από εκείνη την πρώτη συλλογή τού 1929, «Τα σφυρίγματα του αλήτη», μένει σχεδόν άγνωστο στους Ελλαδίτες.
Ένα τελευταίο «Μικροφιλολογικό» για Κύπριο συγγραφέα αφορά τον λαϊκό ποιητή Χαράλαμπο Μ. Άζινο. Το 1957, που ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, φάνηκε ύποπτος σε κάποιον αστυνομικό στον Πειραιά, που τον οδήγησε στο τμήμα. Μετά την όποια απολογία του, κρίθηκε αθώος και ο ίδιος τον έφερε πίσω στο σημείο που τον είχε συλλάβει. Έχοντας μάθει ότι ήταν ποιητάρης, του ζήτησε να του φτιάξει ένα αυτοσχέδιο δίστιχο. Εκείνος αποδέχτηκε, αλλά με τον όρο να του το απαγγείλει αφού θα έχει επιβιβασθεί. Εύστοχο το δίστιχο στο διηνεκές:
«Έλληνες είσεν, φίλε μου, τότες το Εικοσιένα,
τώρα εκαταντήσετε τσογλάνια ως τον έναν

   Περισσότερα είναι τα «Μικροφιλολογικά» για Ελλαδίτες. Μεταξύ άλλων, δυο αθησαύριστα δημοσιεύματα του Ροΐδη, κείμενο για τον Καρυωτάκη, όπου δημοσιεύεται άγνωστη φωτογραφία του με τον πρώτο του εξάδελφο Κωνσταντίνο Επαμεινώνδα Καρυωτάκη, επιστολές Τέλλου Άγρα προς Καίσαρα Εμμανουήλ και ακόμη, περί Ελύτη, Παναγή Λεκατσά και Παλαμά. Η Μ. Καραμπίνη-Ιατρού, στην οποία οφείλουμε την καταγραφική μελέτη, «Βιβλιοθήκη Καβάφη», αναδιφώντας τα υπολείμματα της Βιβλιοθήκης του Τζόϋς, ανακάλυψε πως εκείνος είχε διαβάσει μάλλον επιμελώς τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» του Κωστή Παλαμά, στη μετάφραση των Θ. Στεφανίδη και Γ. Κ. Κατσίμπαλη. Το πιθανότερο, του το είχε στείλει ο Κατσίμπαλης, χωρίς να αποκλείεται να του το είχε δώσει προσωπικά.
Θα επανέλθουμε σε ένα «Μικροφιλολογικό», όχι τόσο για το κυρίως θέμα του, αλλά γιατί δίνει την ευκαιρία να σταθμίσουμε την αξιοπιστία των αυτοβιογραφικών κειμένων των Ξενόπουλου και Νιρβάνα, τα οποία συχνά χρησιμοποιούνται προς τεκμηρίωση γεγονότων. Κι όμως αμφότεροι φαίνεται πως είχαν κύριο μέλημα τη γλαφυρότητα των απομνημονευμάτων τους. Ιδιαίτερα ο Ξενόπουλος, όταν το θέμα διέθετε χαρακτηριστικά κάπως πρωτότυπα, που θα μπορούσαν να κινήσουν την περιέργεια ενός ευρύτερου αναγνωστικού κοινού, δείχνει να επιτρέπει στον εαυτό του και κάποια μυθοπλασία.

 Μ. Θεοδοσοπούλου
Εποχή, Αθήνα, 9 Ιουνίου 2013