ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ
Υπεράσπιση και εύκλεια της Κυπριακής Λογοτεχνίας
(Défence et illustration de la littérature chypriote)
Το σημείωμα αυτό θα μπορούσε άνετα να επιγράφεται: «Υπέρ της Κυπριακής Λογοτεχνίας και κατά του επαρχιώτικου αθηνοκεντρισμού: μια πρώτη απάντηση στα ψευδοεπιστημονικά ιδεολογήματα του κ. Π. Βουτουρή».
Πράγματι, αφορμή του είναι μια διεξοδική «κριτική» για ένα βιβλίο του 2010, την ογκώδη Ιστορία της νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας των Γ. Κεχαγιόγλου και Λ. Παπαλεοντίου, σελ. 960, Λευκωσία, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2010, «κριτική» που δημοσίευσε ο κ. Παντελεήμων Βουτουρής [στο εξής: Π. Β.] στα τέλη του 2011 και στο άσημο αθηναϊκό λογοτεχνικό περ. Πλανόδιον, τ. ΙΒ΄, αρ. 51 (Δεκ. 2011) 742-770. Η «κριτική» αυτή θα απαντηθεί, φυσικά, αναλυτικά – όπως ταιριάζει όχι στην ίδια μα στο αντικείμενό της – σε καθαρά φιλολογικό περιοδικό, όπου θα αναιρεθεί σε όλα τα σημεία της (αφού περιλαμβάνει μόνον ιδεολογικά φληναφήματα, φιλολογικές, ιστορικές και γλωσσικές ανακρίβειες, πραγματολογικά και άλλα λάθη, παραπειστικά και με προκρούστειο τρόπο ακρωτηριασμένα παραθέματα, και καμία επιστημονική βιώσιμη πρόταση). Καθώς, όμως, η δημοσιευμένη «κριτική» του Π. Β. κυκλοφόρησε τους τελευταίους τρεις μήνες σε ποικίλους ομοϊδεατικούς του κύκλους στην Κύπρο, με αποτέλεσμα δημόσιες εκδηλώσεις-ταρατατζούμ, δήθεν «ζυμώσεις ιδεών» και επιπόλαια «προνουντσιαμέντα» ατόμων, ακόμη και συλλόγων, που δεν έκαναν καν τον κόπο να διαβάσουν πρώτα το βιβλίο-αντικείμενό της, κρίνουμε αναγκαία εδώ μια πρώτη γραπτή απάντηση.*
Στη σύντομη αυτή πρώτη απάντησή μου, οφειλόμενη σ’ ένα τόπο και στους ανθρώπους του που θαυμάζω και αγαπώ τουλάχιστον από φοιτητής, χρειάζεται να ειπωθεί καταρχήν το εξής: Ότι ο παράτυπα εκλεγμένος (αφού ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη ειδική έρευνα των αρμόδιων οργάνων) ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Π. Β. δεν έχει μόνο μια μακρά προϊστορία αντίθεσης απέναντι στον δόκιμο και καθιερωμένο από παλιά όρο Κυπριακή Λογοτεχνία (που χρησιμοποιούν εξαρχής στα δημοσιεύματά τους – και όχι μόνον πρόσφατα – οι δύο συγγραφείς της Ιστορίας της νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας), ούτε είναι ο πρώτος που μεταχειρίστηκε για τη λογοτεχνία της ιδιαίτερης πατρίδας του, και για όσους την αγαπούν και την προβάλλουν ευρύτερα, τον υποτιμητικό και καθαρά παραπλανητικό όρο «νεοκυπριακός» και όλα του τα παράγωγα. Ο Π. Β. βρίσκεται και σε έντονη προσωπική διαμάχη με τους δύο συγγραφείς του γραμματολογικού αυτού έργου, αφού αφενός συμμετείχε ενεργά και ενόρκως σε σχετικά πρόσφατη κατασυκοφάντηση και δικαστική αγωγή εναντίον του Γ. Κεχαγιόγλου, η οποία απορρίφθηκε πανηγυρικά από τα ελληνικά δικαστήρια, αφετέρου πρωταγωνίστησε στην αυθαίρετη, και ήδη στιγματισμένη από μεγάλη μερίδα του πανεπιστημιακού και πνευματικού κόσμου διεθνώς, μη εξέλιξη και μη ανανέωση της πανεπιστημιακής θητείας του πανάξιου ερευνητή και δασκάλου Λ. Παπαλεοντίου.
Άρα, ακόμη και όσοι δεν γνωρίζουν τον υπόλοιπο βίο και την πολιτεία, τις αντιλήψεις και τις ιδεολογικές αγκυλώσεις του Π. Β. στα (έως τώρα ποτέ βιβλιοκριτικά, με την πραγματική σημασία του όρου) δημοσιεύματά του, ήταν λογικό να περιμένουν ως αναμενόμενη την οξεία αντίδραση και τη μη συγκρατούμενη οργή και χολή του, αφορμισμένη κιόλας από τα κακά – γι’ αυτόν – μαντάτα της πρόσφατης βράβευσης της Ιστορίας της νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας από κορυφαίους πνευματικούς ή κρατικούς φορείς στην Ελλάδα και στην Κύπρο (την Ακαδημία Αθηνών και το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας).
Εννοείται πως δεν επιθυμώ επί του παρόντος να ταλανίσω τους αναγνώστες εξαερώνοντας ένα προς ένα όλα τα «νεοκυπριακά φαντάσματα» από τα οποία κατατρύχεται μόνιμα, από την αρχή σχεδόν της συγγραφικής του «καριέρας», ο Π. Β. Θα ήταν, επίσης, άχαρο να κάνω εδώ το ίδιο και για όλες τις υπόλοιπες διασκεδαστικές κουτοπονηριές, διαστρεβλώσεις, παρερμηνείες, αποσιωπήσεις και τα απαράδεκτα, ακόμη και για μαθητή γυμνασίου, σφάλματα της ημιμάθειάς του, που κατακλύζουν σχεδόν κάθε παράγραφο του εκτενέστατου κειμένου του στην «πλανοδιακή» φυλλάδα των Αθηνών (το διασκεδαστικότερο παράδειγμα είναι ο κατάλογος δήθεν ακυριολεξιών, σολοικισμών, λαθών κτλ. που νομίζει πως βρίσκει στην Ιστορία της νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας: κανένα από τα παραδείγματά του δεν στέκει, ενώ όλες οι φράσεις που παραθέτει, και που τις αποσπά καραγκιοζλίδικα από τα συμφραζόμενά τους, είναι ορθές και βρίσκονται στην αρμόδια θέση τους. Μνημειώδες, π.χ., για την «ελληνομάθεια» και για τη γλωσσική αναισθησία του Π. Β. είναι το ότι ...κατηγορεί τους συγγραφείς του βιβλίου πως κάνουν λάθος χρησιμοποιώντας το επίθετο «μπορχεσικός» με βάση το επώνυμο του αργεντινού λογοτέχνη Μπόρχες = Borges· πώς νομίζει άραγε ο ίδιος πως πρέπει να γράφει κανείς, μήπως «μπορτζεζικός» ή και «μπορδελικός»;).
Ούτε, βέβαια, έχω σκοπό να βασανίσω εδώ και τον ίδιο, στρίβοντας το μαχαίρι βαθιά μέσα σε κάθε αράδα των παραλογισμών του και δείχνοντας τη φοβερή άγνοιά του όχι μόνο στον χώρο της παλιότερης, υστερομεσαιωνικής, αναγεννησιακής, αντιμεταρρυθμιστικής, διαφωτιστικής και ρομαντικής κ.ε. Κυπριακής Λογοτεχνίας, αλλά και στους ευρύτερους χώρους της Νεοελληνικής και της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τον ύστερο Μεσαίωνα ώς σήμερα: είναι τόσο εκκωφαντικές στο πόνημά του η άγνοια της παλαιογραφίας (αφού πιστεύει, π.χ., ότι χειρόγραφα κείμενα που σαφώς γράφτηκαν στην Κύπρο δεν δικαιούνται να ανήκουν στη γραμματεία της!), της εκδοτικής και της ιστορίας του βιβλίου, της ιστορίας των κύπριων συγγραφέων της Αποδημίας και της Διασποράς (την οποία αρνείται με παιδαριώδη επιχειρήματα, παρερμηνεύοντας μάλιστα δημοσιογραφικό ευφυολόγημα του Γ. Π. Σαββίδη, και αφαιρώντας έτσι, ουσιαστικά, από την Κυπριακή Λογοτεχνία αναστήματα όπως των Ι. Καρατζά, Ε. Φραγκούδη, Ν. Νικολαΐδη, Τ. Ανθία, Θ. και Γ. Φ. Πιερίδη, και πάμπολλων άλλων), των γλωσσικών παραμέτρων και επιδιώξεων του έργου τους, της ιστορίας των ιδεών και των νοοτροπιών, καθώς και η παντελής έλλειψη θεωρητικής και μεθοδολογικής κατάρτισης (πού να την αποκτήσει άλλωστε, και με ποιους, αφού ποτέ δεν σπούδασε έξω από ελληνικό χώρο;), είναι τόσο εκκωφαντικές στο πόνημά του, ώστε θα έπρεπε να συνταράξουν όχι μόνον τους παλιούς ελλαδικούς μέντορές του (ανάμεσα στους οποίους, δυστυχώς, και ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, υπερευαίσθητος πάντα, και έτοιμος να υποστηρίξει κάθε κατακαημένον που του κλαιγόταν), αλλά και όλους τους νοήμονες συναδέλφους του στο (δυστυχώς) κακορίζικο πανεπιστήμιο στο οποίο υπηρετεί για την ώρα. Διότι για το υπόλοιπο πανεπιστημιακό κατεστημένο του τόπου του ισχύει ό,τι είχε γράψει ο Παλαμάς για έναν «ιδεολόγο»-υβριστή (όπως ο Π. Β.) καθηγητή πανεπιστημίου στον Μεσοπόλεμο: «ας τον χαίρεται το πανεπιστήμιο που τον έχει».
Αλλά το κερασάκι στην τούρτα είναι άλλο: Ο Π. Β. είχε εξαγγείλει το καλοκαίρι του 2010 – άρα λίγους μόνο μήνες πριν από την κυκλοφορία της Ιστορίας της νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών – την έκδοση μιας δικής του «συνοπτικής» Ιστορίας της «Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Κύπρου» (βλ. εφ. Ο Φιλελεύθερος της Λευκωσίας, 22.8.2010). Η εξαγγελία αυτή δεν έρχεται απλώς σε αντίφαση με ό,τι διακήρυσσε τόσα χρόνια, και διακηρύσσει και στην «κριτική» του, ότι δηλαδή δεν πρέπει να ασχολείται κανείς «χωριστά» με την Κυπριακή Λογοτεχνία και να την «αποκόπτει», κατά τους ισχυρισμούς του, από την ευρύτερη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Δείχνει και το ακριβές κίνητρο της πλανόδιας «κριτικής» του, κίνητρο που είναι απλούστατα ιδιοτελές και ασφαλώς έχει και οικονομική παράμετρο, ουσιώδη, καθώς φαίνεται, για εκείνον. Ιδού για ποιο πάπλωμα είναι ο καβγάς που ξεσήκωσε.
* Ο κ. Λ. Παπαλεοντίου έχει στείλει στο περ. Πλανόδιον αναλυτική απάντησή του στην «κριτική» του Π. Β., που θα δημοσιευτεί στο τεύχος Ιουνίου του περιοδικού αυτού. Εδώ, το σημείωμα ανήκει σε μένα.
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Μάρτιος 2012
Πολίτης, 21.3.2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου