Φοίβος Σταυρίδης
Στα πολλά θλιβερά μαντάτα που ακούμε τον τελευταίο καιρό, στους πολλούς αποχαιρετισμούς σε πρόσωπα αγαπητά της δημόσιας ή της ιδιωτικής μας σφαίρας (σα να μην έφτανε το τέλος που τίθεται σε μια σειρά υλικές και άυλες παραδοχές της ζωής μας), ένα ακόμα φευγιό ήρθε να πάρει τη δική του θέση «στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου», όπως θα έλεγε κι ο αφηγητής στην «Αγέλαστο Πέτρα». Έφυγε από τη ζωή πριν από μόλις τρεις ημέρες, αδόκητα για όσους δεν είχαν νέα του τελευταία, ο Φοίβος Σταυρίδης, εξέχουσα φυσιογνωμία των κυπριακών γραμμάτων και πατέρας του εκλεκτού φίλου Χάρη Σταυρίδη. Μια καλπάζουσα ασθένεια, λένε τα νέα, του έκοψε με βιάση το νήμα της ζωής σε μια ηλικία που είχε ακόμα πολλά να προσφέρει σε όλα όσα αγαπούσε αυτός ο άνθρωπος μιας άλλης εποχής, ο απλός, ευγενής και βαθύτατα πολιτισμένος, με όλη τη σημασία της λέξης. Αν όλη η Κύπρος, όπως και αν τη δει κανείς, είναι μια ατέλειωτη σμίξη αντιθέσεων (ενίοτε, ίσως, και αντιφάσεων), ο κύριος Φοίβος, όπως ακόμα και τώρα θέλω να τον σκέφτομαι και να τον φέρνω στο μυαλό μου, ήταν η εφαρμογή αυτού του κανόνα στην πιο γόνιμη, στην πιο γοητευτική του εκδοχή. Βαθύτατα Έλληνας στη συνείδησή του, αλλά ταυτόχρονα αφοσιωμένος λάτρης και μελετητής του γενεθλίου τόπου του, άνθρωπος που είχε προσωπική εμπειρία από την Εγγύς Ανατολή και την έφερνε πάντα με τρόπο όμορφο στην ψυχή του, συνδυάζοντάς την γόνιμα με τον ευρωπαϊκό ορθολογισμό, θεράπων των θετικών επιστημών (φαρμακοποιός στις σπουδές και στο επάγγελμα) αλλά παντοτινός και ακαταπόνητος εραστής των γραμμάτων και των τεχνών, με αποτελεσματικότητα που θα ζήλευαν και οι πιο συστηματικοί φιλόλογοι, με μεράκι που θύμιζε ιστοριοδίφη του 19ου αιώνα, ο Φοίβος Σταυρίδης, τον οποίο πρωτοσυνάντησα μερικά χρόνια αφότου είχα γνωρίσει τον Χάρη, συνδέθηκε με μερικές ανεξίτηλες αναμνήσεις από τα ταξίδια μου στην Κύπρο. Δεν ξεχνώ το τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας, δυο απανωτές χρονιές, στο απέριττο σπίτι του στη Λάρνακα, που περιλάμβανε εκλεκτές λιχουδιές της γης και της θάλασσας και τελείωνε πάντα υποχρεωτικά με χαλβά ανατολής, δυσεύρετο στα ελλαδίτικα μέρη μας, μοναδικό στην υφή και τη γεύση. Με πόση συγκίνηση, ένα από εκείνα τα Καθαροδεύτερα, μας είχε πάρει μετά το φαγητό και μας είχε πάει στη βιβλιοθήκη του και μας έβαλε να ακούσουμε τον «Ύμνο στην Ελευθερία» στην πλήρη εκτέλεσή του (με όλες τις στροφές τραγουδισμένες από χορωδία), από δίσκο που είχε εξασφαλίσει μετά από μακρά έρευνα στην Αθήνα (πόσοι ξέρουμε άραγε την ύπαρξη αυτής ή κάποιας παρεμφερούς ηχογράφησης; και πόσοι την έχουμε στα σπίτια μας;). Βιώνοντας και ο ίδιος τον βαθύ δεσμό που υπόγεια ενώνει κάθε Κύπριο με το αθηναϊκό κέντρο του ελληνισμού (δυστυχώς τείνουμε να αντικρίζουμε αυτόν τον δεσμό ή να τον ανακαλούμε μόνο στις πιο ευτελείς εκδοχές του), διατηρούσε σπίτι στην Αθήνα, σε ένα ήσυχο δρομάκι των Εξαρχείων, και επισκεπτόταν τακτικά την πρωτεύουσα σε αναζήτηση πνευματικής τροφής στα θέατρα και στα βιβλιοπωλεία. Μετά από ένα τέτοιο ταξίδι του θυμάμαι τον φίλο Χάρη να μου εξομολογείται ότι ο πατέρας του είχε δακρύσει βλέποντας στον κινηματογράφο την «Αγέλαστο Πέτρα», που και νωρίτερα ανέφερα. Ο πόνος του για τις ρωγμές στην ψυχή του ελληνισμού ήταν ίδιος, είτε αντίκριζε τις γιγάντιες ρεκλάμες του “real estate” σχεδόν σε κάθε σπιθαμή της γενέθλιας γης του, είτε έβλεπε στην οθόνη την ισοπέδωση της μνήμης στην ιστορική Ελευσίνα. Διέθετε μια τεράστια συλλογή βιβλίων και λοιπού υλικού που αφορούσε την Κύπρο και τη λογοτεχνία της κι ακόμα περισσότερο την πόλη του τη Λάρνακα. Πέρα από το πλούσιο συγγραφικό του έργο είχε μια αξιοπρόσεκτη δραστηριότητα ως εκδότης/επιμελητής περιοδικών εκδόσεων και, τα τελευταία χρόνια, ως διαχειριστής ιστοσελίδων για θέματα της Κύπρου και ειδικότερα της Λάρνακας – μια ματιά σε αυτές δείχνει ότι ήταν δραστήριος στην ενημέρωσή τους μέχρι και λίγες εβδομάδες πριν από το θάνατό του. Τελευταία φορά τον είχα δει στην Αθήνα – τέλη του 2010 πρέπει να ήταν, στα εγκαίνια μιας έκθεσης στηριγμένης στο δικό του αρχείο, στον φιλόξενο χώρο του Σπιτιού της Κύπρου στην οδό Ηρακλείτου – δεν ξέρω αν αισθανόταν ήδη κοντά τα σημάδια του τέλους, γεγονός είναι ότι στη σύντομη κουβέντα μας έδειχνε να τον απασχολεί πολύ η τύχη της βιβλιοθήκης και του αρχείου του μετά το θάνατό του, μου εκμυστηρεύτηκε την αγωνία να περιέλθει αυτός ο θησαυρός σε χέρια που θα τον εκτιμήσουν και θα τον αξιοποιήσουν προς όφελος των ερευνητών του μέλλοντος.
Τα αλλόκοτα παιχνίδια της μοίρας θέλησαν να πληροφορηθώ το θάνατό του προχθές το βράδυ, την ώρα που η τηλεόραση μετέδιδε τον ποδοσφαιρικό αγώνα του ΑΠΟΕΛ ενάντια στη Λιόν. Ήταν μια βραδιά που κι εγώ και πολλοί άλλοι Ελλαδίτες νιώσαμε πολύ κοντά στη Μεγαλόνησο, που καρδιοχτυπήσαμε για αυτό το απίθανο συνονθύλευμα από απόκληρους του ελληνικού πρωταθλήματος και τριτοκλασάτους λατινοαμερικάνους που στα χέρια ενός επίσης απόκληρου από την Ελλάδα προπονητή έχουν γίνει μια ΟΜΑΔΑ-σιδηρογροθιά, που δίνει κάθε φορά, με πίστη και λεβεντιά ελληνικότατη, και την τελευταία ικμάδα της ψυχής και των σωματικών της δυνάμεων απέναντι σε εμφανώς ανώτερους αντιπάλους κι έχει καταφέρει να φτάσει εκεί από όπου ήδη έχουν αποκλειστεί ζάπλουτες ομάδες με πολλά τρόπαια στο ενεργητικό τους, κάνοντας πράξη το κυνήγι του (φαινομενικά) ανέφικτου και δίνοντας μια χαραμάδα ονείρου και πίστης στη χειμαζόμενη και γεμάτη έγνοιες πατρίδα. Η οδύνη για το χαμό ενός ανθρώπου όπως ο Φοίβος Σταυρίδης συνάντησε αναπάντεχα εκείνο το βράδυ ένα χαμόγελο πολύτιμο με ξεχωριστή συμβολική σημασία – ήταν ίσως ένας τρόπος κι αυτός να πουν η Κύπρος κι όλος ο ελληνισμός ένα τελευταίο ευχαριστήριο αντίο σε ένα αληθινά εκλεκτό τέκνο τους.
Χρήστος Αποστολόπουλος
Από το Ιστολόγιο Βλέποντας και γραφοντας, ९.३.२०१२
http://vlepontaskaigrafontas.blogspot.com/2012/03/blog-post_09.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου