Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

9. Kυπριακή λογοτεχνία

"ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ"
'Η "ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ";

[Το κείμενο με τίτλο "Κυπριακή λογοτεχνία» ή «Νεοελληνική λογοτεχνία της Κύπρου;" που ακολουθεί δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφ. Ο Φιλελεύθερος (ημ. 16.5.1990). Κρίνω σκόπιμο να το αναδημοσιεύσω εδώ σχεδόν αυτούσιο, με ελάχιστες δηλ. προσθήκες και σημειώσεις, που περικλείονται σε ορθογώνιες αγκύλες [ ], γιατί φρονώ ότι μπορεί να παράσχει τροφή για συζήτηση, παρ’ όλο ότι πέρασαν δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια από την πρώτη του δημοσίευση, ενώ από τότε άλλαξαν πολλά].

Σημείωση ΜΦ: Δυστυχώς οι υποσημειώσεις δεν εμφανίζονται.


Αφορμή για τη συγγραφή του σύντομου αυτού άρθρου μου έδωσε μια σειρά κειμένων που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας και που συζητούν τους όρους "Κυπριακή λογοτεχνία", "Νεοελληνική λογοτεχνία της Κύπρου" και "Λογοτεχνία της Κύπρου". Η τάση που διαφαίνεται από τα πιο πάνω κείμενα είναι ν' αντικατασταθεί οπωσδήποτε ο όρος "Κυπριακή λογοτεχνία" με τον προσφορότερο "Νεοελληνική λογοτεχνία της Κύπρου". Οι εισηγητές του όρου, που, ομολογώ, δεν είναι τυχαίοι αλλά σοβαροί ερευνητές και ιστορικοί της λογοτεχνίας μας, στηρίζουν την άποψή τους στα εξής:

α) Η λογοτεχνία της Κύπρου δεν είναι παρά αναπόσπαστο κομμάτι της ευρύτερης νεοελληνικής λογοτεχνίας, στα πλαίσια της οποίας και μόνο πρέπει να εξετάζεται.

β) Το επίθετο "Κυπριακή" του όρου "Κυπριακή λογοτεχνία" έχει γεωγραφική μόνο έννοια και όχι αξιολογική, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Επτανησιακής" ή της "Κρητικής" λογοτεχνίας και, ως εκ τούτου, η χρήση του όρου "Κυπριακή λογοτεχνία" αποτελεί φιλολογικό λάθος.

γ) Ο όρος "Κυπριακή λογοτεχνία" περιλαμβάνει και την Τουρκοκυπριακή λογοτεχνία και δεν μπορούμε να μιλάμε για ενιαία Κυπριακή λογοτεχνία.

δ) Η χρήση του όρου "Κυπριακή λογοτεχνία" συνηγορεί συνειδητά ή ασυνείδητα στην καλλιέργεια μιας χωριστικής τάσης στην πολιτισμική οντότητα Ελλαδιτών και Κυπρίων.

Η πιο πάνω συζήτηση για τον όρο που πρέπει να χρησιμοποιείται για την πνευματική δημιουργία των Κυπρίων στον τομέα της λογοτεχνίας μού θύμισε ένα άλλο πολυσυζητημένο και "πολυθρύλητο" θέμα, αν πρέπει να χρησιμοποιείται ή όχι από τους λογοτέχνες μας η κυπριακή διάλεκτος. Δε θα παραπέμψω εδώ στις απόψεις που ακούστηκαν για το θέμα αυτό στις αρχές του αιώνα μας, απ’ αφορμή την εισήγηση του Άγγλου Διευθυντή της Παιδείας Josiah Spencer προς τον Αποικιακό Γραμματέα Λόρδο Kimberley "όπως η αγγλική γλώσσα είναι κύριο όργανον της εκπαιδεύσεως των Ελληνοπαίδων εν Κύπρω", γιατί η προσπάθεια αυτή των Άγγλων απέβλεπε στον αφελληνισμό του νησιού και είχε στο στόχαστρό της τόσο την ελληνική γλώσσα όσο και το κυπριακό ιδίωμα, αν βασιστούμε τουλάχιστον στο ποίημα "Ρωμιός και Τζον Πουλλής" (στ. 195-206) του Βασ. Μιχαηλίδη. Μια κάποια έξαρση της "κινδυνολογίας" γύρω από τη γλώσσα μας και συγκεκριμένα την κυπριακή διάλεκτο είχαμε στα χρόνια λίγο πριν από τον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1955-59. Να θυμίσω εδώ τρεις δηλώσεις που έγιναν σχετικά με το θέμα αυτό:

α) "Το να γράφει κανείς στίχους στο τοπικό ιδίωμα αποτελεί χαμένη υπόθεση και "άσκοπη πολυτέλεια" (Γλ. Αλιθέρσης, 1949).

β) "Μα εμείς πολεμούμε τώρα αυτή την τακτική [σ.σ. εννοεί τη χρήση της διαλέκτου]. Αν κάποτε λόγοι ιστορικοί επέβαλαν τη δημιουργία κυπριακής ιδιωματικής ποίησης, σήμερα, ιστορικοί λόγοι επιβάλλουν ακριβώς το αντίθετο. Δε θέλουμε να ενισχύσουμε την προσπάθεια της Κυβέρνησης να μας παρουσιάζη σαν "ιδιάζουσαν εθνικότητα" -εμάς τους Κυπρίους- με ιδιαίτερη γλώσσα, ιδιαίτερη λογοτεχνία, ιδιαίτερες παραδόσεις κλπ." (Ν. Κρανιδιώτης, 1953).

γ) "Μήπως ο Χίτλερ, στον τελευταίο πόλεμο, δεν αποκαλύφθηκε αυτόκλητος προστάτης της λο-γοτεχνίας στις διαλέκτους της Προβηγκίας και της Βρετάνης; Ό,τι μπορούσε να διασπάσει την εθνική ενότητα της καταχτημένης Γαλλίας ήτανε καλό και συμφέρο. Κι από τους ανθρώπους του Χάρτινγκ και του Κρις όλα κανείς να τα περιμένει" (Στρ. Τσίρκας, 1957).

"Χάριν της ελληνικότητος", λοιπόν, όχι στην κυπριακή διάλεκτο! [Μερικοί μας είπαν ότι είναι μπαστάρδα και ότι τουρκοφέρνει!] Και η ελληνικότητα της Κύπρου αποδείχτηκε ότι καμιά δεν υπέστη ζημιά από τη διάλεκτο. Η ελληνικότητα της Κύπρου στα πικρά χρόνια της σκλαβιάς τραγουδήθηκε και διαλαλήθηκε κυρίως με στίχους γραμμένους στην κυπριακή διάλεκτο! Την ελληνική μας καταγωγή και συνείδηση δεν την υπέσκαψαν ούτε ο Βασ. Μιχαηλίδης, ο Δημ. Λιπέρτης, ο Π. Λιασίδης, ο Χρ. Παλαίσης, ούτε ο Κ. Μόντης, ο Μιχ. Πασιαρδής, ο Ν. Χατζηγαβριήλ, ο Λευτ. Μηλιώτης κ.ά. Όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι καλλιέργησαν σε καιρούς δύσκολους και χαλεπούς την εθνική μας συνείδηση και μας υπέδειξαν το δρόμο του εθνικού χρέους. Τις διαχωριστικές και αποσχιστικές από τον εθνικό κορμό τάσεις άλλοι είναι που τις ενίσχυσαν και τις υπηρέτησαν με πάθος!

Και τώρα, "χάριν της ελληνικότητος" και πάλι, όχι στον όρο "Κυπριακή λογοτεχνία"! Έχω τη γνώμη ότι ο χρόνος που ηγέρθη το πρόβλημα αυτό δεν ήταν ο κατάλληλος. Θα μπορούσε, βέβαια, να παρατηρήσει κά-ποιος ότι οι προθέσεις είναι καθαρά και μόνο φιλολογικές. Οπωσδήποτε όμως υπάρχουν αναπόφευκτες πολιτικές προεκτάσεις τις οποίες επισημαίνω και οι οποίες δεν πρέπει ν’ αγνοηθούν. Οι καιροί είναι χαλεποί και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Γιατί, τηρουμένων των αναλογιών, αν είναι λάθος να μιλούμε για "Κυπριακή λογοτεχνία", είναι λάθος να μιλούμε και για "Κυπριακούς χορούς". Ο όρος "Ελληνικοί χοροί της Κύπρου " (κατά το (Νεο)ελληνική λογοτεχνία της Κύπρου), που ισοδυναμεί με το "Ελληνοκυπριακοί χοροί", είναι προσφορότερος! Τη στιγμή που εμείς φιλολογούμε και απερίσκεπτα τυρβάζουμε περί πολλά, οι Τούρκοι σφετερίζονται την πολιτιστική μας κληρονομιά , πράγμα που προσωπικά θεωρώ πιο επικίνδυνο και από το σφετερισμό της πατρώας γης, γιατί, κατά τον ποιητή, "Το χώμαν έντζε τρώεται, μήτε λαχτά να φύει!" Από καιρό ο Bayrak προβάλλει από την τηλεόραση τους Κυπριακούς χορούς ως "Τουρκοκυπριακούς χο-ρούς" (Kibris Türküleri Danslari). Το ίδιο συμβαίνει και με τα τραγούδια μας. "Τουρκοκυπριακά τραγούδια και χοροί" (Kibris Türküleri ve oyun havalari) τιτλοφορούν το βιβλίο τους οι Yilmaz Taner και Mahmut Islâmoglu. Όλα αυτά δεν αποτελούν αποκυήματα φαντασίας, αλλά γεγονότα που τα ζούμε καθημερινά. Αύριο θα μιλήσουμε και για Ελληνική Ιστορία της Κύπρου (= Ελληνoκυπριακή Ιστορία) ή Ιστορία της νότιας Κύπρου, για Ελληνική Αρχαιολογία της Κύπρου, για Ελληνική Γλώσσα και Πολιτισμό της Κύπρου, χωρίς ν’ αντιλαμβανόμαστε ότι με τους όρους αυτούς περιορίζουμε την Ιστορία, την Αρχαιολογία, τη Γλώσσα -Λογοτεχνία και Πολιτισμό μας, τα οποία αντιδιαστέλλουμε προς μιαν (ανύπαρκτη) τουρκοκυπριακή ιστορία, αρχαιολογία, λογοτεχνία κ.ά. Την εδαφική διχοτόμηση της πατρίδας μας ακολουθεί η πολιτισμική διχοτόμηση, με πρωταγωνιστές εμάς τους ίδιους! Νεοελληνική (γρ. Ελληνοκυπριακή) - Τουρκοκυπριακή, λοιπόν, ιστορία, αρχαιολογία, λογοτεχνία, πολιτισμός, αδιάφορο αν ως χτες ακόμα Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι τραγουδούσαμε και χορεύαμε μαζί, αδιάφορο αν ως χτες ακόμα πλείστοι Τουρκοκύπριοι δε γνώριζαν την τουρκική γλώσσα, αδιάφορο αν Τουρκοκύπριοι ποιητάρηδες [Μεχμέτ Μ. Αλή, Μουσταφά Γιακκούλλας, Μουσταφάς Χουλουσής] έγραφαν στα ελληνικά ή δικοί μας ποιητάρηδες έγραφαν στα ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες [Χ. Άζινος], για να τους διαβάζουν οι ελληνόφωνοι Τουρκοκύπριοι, αδιάφορο αν πλείστα δημοτικά μας τραγούδια καταγράφτηκαν από το Φαρμακίδη, την Αγγ. Πιερίδου κ.ά. καθ’ υπαγόρευση Τουρκοκυπρίων [Ασίμ Μουλλά Οσμάν, Ιμπραχίμ Κάζαλη, Τσελεπής Χασάν κ.ά.], αδιάφορο, τέλος, αν Ελληνοκύπριοι καραγκιοζοπαίχτες αλώνιζαν τα τουρκοκυπριακά χωριά και έδιναν παραστάσεις στα ελληνικά [Χρ. Πάφιος, Ηρ. Κισσονέργης, Α. Ιδαλίας].

Στην κοινή συνείδηση ο όρος "Κυπριακή λογοτεχνία", για να περιοριστώ μονάχα σ’ αυτήν, σημαίνει κυρίως την ελληνική λογοτεχνία της Κύπρου, και τη σημασία αυτή είχε ανέκαθεν, χωρίς αυτό ν’ αποτελεί λάθος. Από το 1878, που μας ήρθε μαζί με τους Άγγλους το πρώτο τυπογραφείο στο νησί, μέχρι το 1974, που εισέβαλαν στην πατρίδα μας οι γκρίζοι λύκοι του Αττίλα, δεν έχουμε παρά απειροελάχιστους Τουρκο-κύπριους λογοτέχνες.

Όπως έδειξα σε μια πρόσφατη εργασία μου, στην πιο πάνω περίοδο τα μόνα τουρκοκυπριακά βιβλία που εκδίδονταν ήταν κυρίως σχολικά (αριθμητική, γεωγραφία, θρησκευτικά) και καμιά σχεδόν δεν είχαν σχέση με τη λογοτεχνία. Πλείστοι Τουρκοκύπριοι μέχρι τελευταία (πριν φανατιστούν και πριν καλλιεργηθεί σ’ αυτούς το ανθελληνικό μένος) ό,τι είχαν να τυπώσουν το τύπωναν κυρίως σε δικά μας τυπογραφεία. Από το 1963 και κυρίως από το 1974 κ.ε. τα πράγματα αλλάζουν άρδην, αρνούνται ό,τι τους ένωνε με τους Ελλη-νοκύπριους, σφετερίζονται τα πάντα, τα οποία ανάγουν σ’ εθνικό επίπεδο (πάγια προσπάθεια παραμένει η κατάκτηση μιας θέσης της τουρκοκυπριακής λογοτεχνικής παραγωγής στην ευρύτερη παντουρκική), ενώ οι πηγές δηλώνουν ότι, τουλάχιστον στον τομέα του λαϊκού πολιτισμού, τα πάντα ήταν κοινά "τοις τε Μω-αμεθανοίς και τοις λοιποίς εν Κύπρω έθνεσιν".

Προσωπικά και επί του παρόντος με εκφράζει ο όρος "Κυπριακή λογοτεχνία", χωρίς να με τρομάζει ο όρος "Νεοελληνική λογοτεχνία της Κύπρου", που δέχομαι και υποστηρίζω ότι εντάσσεται στα πλαίσια της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, όμως, νομίζω ότι δεν πρέπει να σπεύδουμε (αλήθεια, γιατί πάντα πρώτοι εμείς;) και να λαμβάνουμε υπόψη την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Οι δεσμοί μας με την Ελλάδα δεν υπάρχει φόβος ν’ ατονήσουν. Συσφίγγονται μέρα με τη μέρα. Προς τι, λοιπόν, η κινδυνολογία; Από την άλλη γιατί δε μας προβληματίζει το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι ή οθωμανοί της Κύπρου κατόρθωσαν να μετονομαστούν σε Τουρκοκύπριους και το γεγονός η Τουρκική μειονότητα (minority) της Κύπρου κατόρθωσε μέσα σε λίγα χρόνια ν’ αναγνωριστεί ως κοινότητα (community) και τώρα, κάτω από τις ευλογίες επιτήδειων ξένων, να (αυτο)παρουσιάζεται ως λαός (people); Προς τι, λοιπόν, αυτή η σπουδή για αντικατάσταση του όρου "Κυπριακή λογοτεχνία", που αναφέρεται, σε τελευταία ανάλυση, στο σύνολο της λογοτεχνίας της Κύπρου;

Κ.Γ. Γιαγκουλλής
16.5.1990

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

8. Cypriot literature

Theoretical Problems in the Study
of Cypriot Literature

Stephanos Constantinides

RÉSUMÉ
Cet article se concentre sur les concepts qui s'appliquent dans l'étude de la littérature
chypriote. L'auteur explore l'identité de la littérature chypriote qui est reliée à la discussion de
l'identité chypriote. Il suggère une identité républicaine civile commune pour tous les
Chypriotes qui pourrait aussi abriter la littérature grecque et turque de l'île. Il est également en
faveur de l'utilisation du terme littérature chypriote pour ce qui est écrit en grec, la considérant
comme faisant partie de la littérature néohellénique.

ABSTRACT
This article focuses on concepts that apply to the study of Cypriot literature. The author
explores the identity of Cyprus's literary output in relation to the Cypriot identity. He suggests
a common republican civil identity for all Cypriots which could embrace the island's Greek and
Turkish literatures. He also argues that Cypriot literature could only be in Greek, and considers
it as part of the neohellenic literature.

The Concepts
Discussions of Cypriot literature, its place, name, autonomy and
specificity in the broader Greek literature remain fragmentary. There is
almost a fear to tackle these problems as well as a series of others related to
it, because they are not only philological, but ideological and political,
because Cypriot literature has always evolved in a social context that
exercised a very decisive influence on it.
There is no doubt that the study of every national literature is confronted
with problems of ideological and political nature. However in the case of
Cypriot literature these problems are more complex and difficult because they
don’t concern a literature that could be qualified as national, whilst even the
use of the term Cypriot literature is contested. Even if the problem of the name
already existed and was discussed in a certain way from the time of the British
colonial era 1 it took an even more explosive dimension after independence.
At that time step by step began to be formulated the question whether the
Cypriot state would dispose its own national symbols. And if among these
symbols one could speak of the existence of a national Cypriot literature. It
was during the same period that some people began speaking about the
creation of a national Cypriot identity. For the Greeks of Cyprus such
discussions were questioning the long struggles for national restitution i.e.
union with the Greek motherland. That’s why these efforts had been
identified with the old propaganda used by the British rulers either
contesting the Cypriots’ Greek identity or promoting the idea of their
dissimilarities from the rest of the Greeks.
Yet beyond all these questions was the problem of the strong Turkish
community, which of course identified itself with Turkey. If one was to
consider a national Cypriot literature, what this term would include? The
Greek or the Turkish literary production, or both? Given that language is the
main substratum of a national literature, it would be impossible to combine
Greek and Turkish Cypriot literature to form a single national literature.
This doesn’t mean that their coexistence would be impossible in the context
of a Cypriot state, in the context of a secular democratic society. Otherwise,
a national Cypriot identity or conscience wouldn’t exist. But it would be
possible that a common civil identity could exist, without bring into
question the composing ethnic identities of its parts. It is understood that
one cannot exclude shared cultural practices and traditions. More
problematic, if not utopian, is also the idea of the existence of two “Cypriot
literatures” or of one Cypriot literature having as starting point Cyprus’ two
“languages and literary productions”2.
In any case the term Cypriot literature was regarded as one of the Greek
peripheral literatures, like those of Crete, Ionian Isles, Alexandria, which
have gradually eclipsed because the heavy Athenian dominance did not leave
enough space for them. Nowadays Cypriot is the main peripheral literature
together with that of the Greek Diaspora3, although some particular literary
voices are still heard from Salonika. Of course the phenomenon of the
Athenian centralist model which barely admits the traditional cultural
polycentrism of the late Ottoman Empire and the first period of the national
Greek state, doesn’t concern only literature but all aspects of Greek
contemporary life, ranging from economics to politics and from nurture to
culture. Nevertheless the concentration of everything in the national capital
is not only a Greek phenomenon. We meet it also in most European
countries. Only in the English speaking world, i.e. America, Australia and
Canada, we meet, for reasons which are not going to be examined in this
article, an important decentralization in all fields of human activity. In these
countries there is a relatively strong multicentrism and their capitals are
rather administrative centres than anything else.
In the case of Cypriot literature, one extreme opinion is that it does not exist
independently but only as part of contemporary Greek literary production, in
the same sense as those of the other Greek regions. The difference, though, lies
in the fact that today we can hardly speak about a peripheral literary
production in Greek territory, if we accept the general rule that a Greek writer
must live, work and produce in Athens or be related with it. On the contrary,
Cypriot writers, with some exceptions, live, produce and publish their work in
the precise geographical space of their island. In other words Kazantzakis may
be Cretan, Ritsos or Vretakos Peloponnesians, but they had not been
recognised in their region of origin, but at the Athenian centre.
Thus linguistically speaking, there is a Cypriot literature as this term has
been used for the Greek literature of Cyprus. It is the last peripheral literature
of the Greek space with its own specificities, thematic and at a certain point its
relative autonomy and particularity, as part of it has been written in the
Cypriot dialect. It is natural that this literature has links with the Turkish
Cypriot literature of the island. I suppose that the Turkish Cypriot literature is
included in the larger context frame of Turkish literature, even if some want it
to be included together with the Greek Cypriot one.
One realises that the terms used to define Cypriot literature are fluid. And
they are so because the same applies to the terms related to Cypriot identity,
especially those used by intellectuals, rather than in reality. For many years,
from the end of the Ottoman Empire to the end of English rule, the term
Greeks of Cyprus was standard. After independence the term Greek Cypriots
was gradually imposed. But at the same time, the term Hellenism of Cyprus
was emphasized.
Same discussions seem to exist also among the Turkish Cypriot community.
Rauf Denktash’s position about the non existence of Cypriots but of Greeks
and Turks of Cyprus is well known. Of course to be Greek or Turk doesn’t
exclude to be also Cypriot. Other people, though, in the Turkish Cypriot
community promote the idea of “Cypriotism” or “Cypriotness”. The idea was
to create a common national Cypriot identity. It has to be noted that in the
Greek side an effort has been made to promote the same idea of “Cypriotness”,
but it was the object of many strong reactions and remained marginal. Greeks
of Cyprus, without ignoring their local specificities like in various other Greek
peripheries, consider that their Greekness and national conscience deriving
from it are unquestionable. Besides, it is worth mentioning, that from the
beginning of independence, voices from various circles either within the island
or abroad, have promoted the construction of a unified national Cypriot
identity. Something that the Greeks of Cyprus have seen as a continuation of
the English propaganda effort to present them as “phinikizontes,” behaving
like Phoenicians rather than Greeks.
Identity issues preoccupy societies that are not confronted with the same
political problems as Cyprus. Societies thinking having solved it and in spite
of that it appears strong in front of them4. This is because identity is never
static. It is a strong process leading to its continuous redefinition,
construction and deconstruction, especially today in the context of the
globalization. That is why the study of Cypriot literature, its definitions and
theoretical problems, are linked to the concept of identity. And as every
identity the Cypriot one is also multileveled. Any “Cypriotness” is not
different from the “Kritikotita”(local identity of Cretans) or the
“Ipirotikotita” (local identity of the Epirotes). If this Cypriotness can link
Greek with Turkish Cypriots without abolishing, as some want it, their
Greekness or the Turkishness, so much the better. And of course all these
local identities, as far as Greeks are concerned, are included in the frame of
Greekness. Thus Cypriot literature is included in the broader Greek
literature following the same principle applied for the literature of
Alexandria, Crete, or the Ionian Islands. A question remains though, if we
can speak of a Cypriot school of literature in the same sense that we speak of
a school of the Ionian Islands. Some characteristics of Cypriot literature such
as its thematic specificities and dialect could give it this character. It would
be difficult though to consider it as a school in the sense of some different
philological, even ideological current or in the sense of some break that has
been brought to the Neohellenic literature. Cypriot literature is more a
geographic reality than anything else.
On the other hand the abandonment of ethnic identity would drive to a
cultural alienation, given that it cannot be replaced by a hermaphrodite
artificial identity with a taste of Cypriotness: an identity drawn from an
ideological nursery without social background and support. Any identity is
the result of a long social process, sometimes of centuries and it is not
produced by recipes, as some in Cyprus believe after independence,
especially when most of the time these recipes were coming from outside.
From London as had been experienced during the colonial era, from
Washington where the term of nation is more political and didn’t have the
European sociological comprehension of this definition, but also from the
Athenian centre, from some people who mainly after ’74, may feel guilty,
because of the coup d’état and the Turkish invasion. Such people would like
to get rid of this Cyprus problem. So the foreigners like it more to impose
an artificial identity because this facilitates to impose also their solution to
the Cyprus problem. Willing to safeguard its national identity is not a
question of nationalism as some neoliberal apostles of a unidimensional
globalisation advocate. It’s a question of human dignity and people have the
right to oppose a unidimensional conception of culture. The sense of
togetherness between Greek and Turkish Cypriots, but also between other
smaller communities of the island, doesn’t require either the abandonment
of everybody’s national identity or the homogenisation of cultural diversity.
This sense of togetherness requires only a common civil identity. This
common civil and political identity means no exclusion of the “Other”. Its
construction is and will be based on the ground of the common Cypriot
citizenship5. Common European identity will be also an important
ingredient for this Cypriot civil identity.

A Comparison: The Canadian Case
Those who dream about the Cypriotness should study the case of other
countries in order to understand how difficult is the production of identities
or national symbols through an ideological nursery process against people’s
will. The case of Canada may give them an answer to many questions and
would lead them to the realities of the social process which doesn’t follow
recipes. The Canadian federation exists since 1867. The various Canadian
governments spent millions if not billions of dollars, in order to impose the
Canadian identity. In vain. During the first years of federation, Canadians of
English origin were identified as British. Only Canadians of French origin
were considering themselves as Canadians. Later the terms were inverted:
British adopted the Canadian identity and the Francophones became French
Canadians. When the numbers of French Canadians began to diminish and
their main residence was limited to the province of Quebec, then French
Canadians became “Quebequers”. Certainly there is a common Canadian civil
identity, as there is the common Canadian citizenship. But at the same time
on ethnic grounds people have a multileveled identity. Because apart from
those of English and French origin we have a multitude of other ethnic groups
resulting from immigration and as far as literature is concerned of course there
is no Canadian national literature. Sometimes the English literature of Canada
is claiming this definition of national literature. As far as French literature is
concerned, given that during the last decades it is developing in Quebec, it has
been proclaimed as its national literature. The Anglophone Canadian literature
is threatened in its very existence as a distinctive autonomous specific literature
from the American cultural influence. On the contrary Quebec’s French
literature, in spite its relations with France, became completely autonomous
and is defined as a national literature. I don’t know if it is possible to draw
some conclusions from the Canadian experience. Of course the failure to build
a Canadian national identity may foretell also the failure to create a national
Cypriot identity. Nevertheless one may be inspired from the Canadian
example of a common civil identity and see as very possible a common Cypriot
civil identity. On the other hand the failure to create a Canadian national
literature with the participation of English and French speaking Canadians,
shows how unrealistic is the expectation to create a national Cypriot literature
based on the Greek and Turkish language. On the contrary the autonomy of
Quebec’s literature from this point of view could give arguments to those who
see a similar orientation in the Cypriot literature as this term is understood to
cover the literature written in Greek. But even in this case the comparisons are
difficult. Quebec has a population of seven million and an economy which if
it was an independent country would be ranked fortieth in the hierarchy of the
world’s economy. One realises that it is a different case from that of Cyprus.
Nevertheless in spite of the autonomy of its literature and its definition as a
national literature, all the writers active in Quebec tend to consider as their
ultimate consecration the recognition of their work by Paris and the French
salons. In short, the Parisian literal salons continue to play the same role in
Quebec’s literature as that of the Athenian salons do on the Cypriot one.
Something that was happening in older days also with the interrelations
between the English-Canadian literature and the British one is less visible
today. Having said this, even if in Canada they refer to two “solitudes” English
and French, the interrelation between French and English culture is vivid6.
The difficulties of definition of Cypriot literature derive also from the lack
of comprehensive studies which would relate the Cypriot literary production
with the historical, political, ideological and cultural developments on the local
Cypriot level but also the Greek and international levels as well. In reality there
is a lack of critical evaluation of Cypriot literary production apart from some
hagiographies or public relation presentations. Some exceptions don’t
invalidate the rule. Because neither the rhetorical outbursts nor the
superfluous talks in the presentation of some Cypriot writers either in Cyprus
or in Greece, constitute an interpretation, a critique, or a philological study.

Relations with the Athenian Centre.
It is natural that Cypriot writers try to be recognized by the Athenian
centre. Nevertheless Greek critics rarely showed a continuous interest for
Cypriot literary production. The same is valid for neohellenists, philologists
and other specialists. There is a lack of systematic study and presentation of
the work of Cypriot creators to the Greek public. We could say that the
interest of Greek writers, critics and neohellenists for the Cypriot literary
production is occasional. This was happening even in the first half of the 20th
Century, it happens and in its second half and continues up to now7. During
the post war period it appears that the Cypriot experience of Seferis who gave
the collection “Kypron ou m’ethespisen” (Cyprus, where it was ordained for
me… 1955) created in Athens some interest for Cypriot literature. Lefteris
Papaleontiou attributes the interest of George Savvides for Cypriot literature
to its relation with Seferis. George Savvides is perhaps the first Greek critic
and neohellenist who after the war, basically in the ’70s, made an effort to face
somewhat globally Cypriot literary production. Nevertheless these studies
were in their major part selective. Even the increased number of tributes of
Greek revues to Cypriot literature “take, according to Papaleontiou, a festive
character and are written in the heat of the moment, on the occasion of an
important political event or anniversary, but also on the basis of personal
contacts. Thus often the texts published are not the most representative or the
most important of Cypriot literary production. Or there is a lack of a real
critical evaluation”.8 We could say that the participation in these special
editions is depending on interpersonal relations and even to use a term from
politics on clientelistic relations. The same is valid, beyond the special tributes
and for the presence in Greek publications of some Cypriot writers, not after
a critical evaluation but more on the basis of public relations that they
maintain with some circles in Athens.
What is characteristic of the limited, if non-existent interest of Greek
critics – if there are nowadays such critics, – or specialists, neohellenists and
historians, is the fact that there is a complete absence of reference to Cypriot
writers in the histories of the neohellenic contemporary Greek literature.
The limited presence of some names in the last edition of the history of
Mario Vitti doesn’t change this reality.
Apart from the older Cypriot writers who lived in Athens or Alexandria
(Loukis Akritas, Tefkros Anthias, Emilios Hourmouzios, Nikos Nikolaidis,
etc.) and who somewhat have been noticed by the Athenian centre, if one
would look to see who of the Cypriot writers have won some recognition in
Greece, he would hardly find others than Costas Montis and Kyriakos
Charalambides. The first was noted somewhat mainly at the end of his life,
because of George Savvides. The second built himself from very early a
network of interpersonal relations which permitted his promotion, in
contrast with others who stayed unknown because they didn’t have this
opportunity or they didn’t want to work in the same systematic way for
their promotion.
This finally proves the limited Greek interest in the study and critical
evaluation of Cypriot literary production, apart some conventional and
occasional presentation related most of the time to political events. Also the
occasional presentation of certain Cypriot writers is done mostly on the
grounds of public relations than on any other evaluation of their work.
These presentations are generally anodyne, conventional, colourless and
odourless. They avoid the obstacle of serious critical evaluation in order to
satisfy everybody. The Cypriot writers contribute also to this phenomenon
by accepting a superfluous promotion and even they go after it. They are
satisfied and even search through public relations a little “recognition”
instead of claiming the real study and critical evaluation of their work. Often
it is a behaviour of “poor relatives”. One could argue that Cyprus doesn’t
have writers who have provoked a rupture within the Greek contemporary
literature analogous to those of Cavafis, Kazantzakis, Seferis, Ritsos, or
Elytis. Nevertheless Vassilis Michaelides or Costas Montis, closer to us, and
perhaps some other poets, could stand next to big names of the neohellenic
Greek contemporary poetry. Also contemporary poets such as Pantelis
Michanikos or Costas Vassiliou, but also others, could stand next to some of
the best Greek poets of the so called generation of the ’ 70s. The question is
why they are absent from anthologies, studies, histories of literature, and
from school manuals. The same could be advanced and for some prose
writers such as Georges Ph.Pierides, or Ivi Meleagrou and others. It is
characteristic that Georges Savvides has admitted himself that till 1973 he
had never heard the name of Costas Montis9.
Of course if Cypriot literature remains in the margins the responsibility
doesn’t only lay on the Athenian centre. Equally responsible are the Cypriot
writers themselves who look spasmodically for its favour, some of them even
using the clientelistic way instead of trying to be presented by serious
publications, or perhaps to create publishing houses which will promote
Cypriot books in the Greek market10. Cypriot philologists are also responsible
because they didn’t show interest to study, interpret and evaluate the work of
Cypriot writers. In other words, there could be created a pole of a systematic
study and promotion of Cypriot literature in Cyprus. The aim would be to
present this work in a critically evaluated way at the larger Greek public. A
Cypriot pole in the space of neohellenic literature could help to put into
evidence a polycentrism and favour Greek voices of the regions neglected by
the Athenian centre. Naturally the question is if they could put aside the
clientelistic relation and conventionality which kill creativity and help to
promote mediocrity. There even exists the “inferiority” complex from which
suffer many Greek Cypriot creators as well as the complexes of “superiority”
afflicting their Greek-Helladites (the ones residing in Greece) counterparts.

Conclusion
It is certain that in discussing all these subjects we move into a fluid and
slippery landscape. Aphorisms are always dangerous, as well as definitive
conclusions. It is well known that what we believe today is based on scientific
documentation that tomorrow may be challenged and inverted. Also, we
should not ignore the dynamics of the political situation in the island and
the ideological currents deriving from it. From another point of view
“scientificity” is never neutral.
With these reservations, we would advance some early conclusions:
1. As far as the term Cypriot literature is concerned, it is scientifically
correct. It adds nothing and substracts nothing from its Greekness, nor
cuts it from neohellenic literature. Furthermore it doesn’t add more
Cypriotness to it from what it carries with its specific characteristics. This
literature as a peripheral one disposes of a relative autonomy.
2. The relations with the Athenian centre remain superficial. As it happens
with the literature of the Diaspora there is a limited if not inexistent interest
for it and for everything done beyond the Athenian ramparts. But it’s a fact
that the Cypriot writers try in general to obtain artificial applause and
provisional recognition rather than the real appreciation of their work. The
same thing is going also on in the narrow Cypriot space where usually are
held equilibriums in the distribution “of applauses” and “prizes”.
3. Finally the subject of identities which troubles all the contemporary
societies in the context of a neoliberal globalising economy is even more
painful in a country partly under occupation. Something which is
necessarily reflected on the theoretical discussions concerning Cypriot
literature. Without a strongly built national identity, cultural alienation
waits in the corner. The coexistence, though with the Turkish Cypriots
imposes also the parallel common republican political identity. This
republican identity could shelter and interrelate the Greek and Turkish
literatures of the island without cutting them from their corresponding
ethnic trunk.

NOTES
1. For this subject see Lefteris Papaleontiou “Greek reception of Cypriot literature
during the after war years”, Porphyras, Octobre, December 2002. See also
Stephanos Constantinides, «Some Rather Heretical Thoughts on Cypriot
Literature» Etudes helléniques /Hellenic Studies, Vol. 13, no 1, Spring 2005, as
well as the article of Lefkios Zafeiriou in the present volume.
2. Matthias Kappler in his article in the present volume and Mehmet Yas,ιn, “On
Cypriot literature and indeterminable identities”, Syghrona Themata [Current
Matters] 68-70 (July 1998-March. 1999) 321.
3. In the special volume of the academic revue: Etudes helléniques/Hellenic Studies,
a tribute to the literature of the diaspora (under the direction of Stephanos
Constantinides, Kathryn Radford and Thalia Tassou) the term used is
“Literatures of the periphery”, vol. 13, no.1, Spring 2000.
4. Stephanos Constantinides, Preface to Michalis Damanakis, Identities and
Education in the Diaspora, (in Greek), Athens, Gutenberg, 2007.
5. Another way to destroy the identity of Cypriots – Greeks, Turks, or whatever
other origin – is to accept the colonisation of the island by the settlers from
Turkey. Something that apparently doesn’t trouble some neoliberal intellectuals
on grounds of “non-exclusion”. These people on grounds of their
“antinationalist” obsessions are ready to accept colonisation and expropriation of
Cypriots and to legitimate Turkish neocolonial expansionism.
6. Craig Brown (sous la direction), Histoire générale du Canada, Montréal, Éditions
Boréal,1990.
7. Lefteris Papaleontiou, “Greek receptions of the Cypriot literature during the after
world war years”, op. cit.
8. Papaleontiou, op.cit. p. 423.
9. Papaleontiou, op.cit. p. 434.
10. An effort to create a publishing house in Athens has beeen done by the
intellectual Tassos Psaropoulos of Cypriot origin, during the 60s, whose aim was
to publish important works of neohellenic literature as well as of Cypriot. It was
the publishers Alvin Redman Hellas in cooperation with the English publishing
house of the same name. At that time there have been published in Athens some
books of Cypriot writers, among them the well known anthology of Cypriot
poetry (under the direction) of the Cypriot poets Costas Montis and Andreas
Christofidis. In a note in this anthology signed by Tassos Psaropoulos reference
is made that this anthology of Cypriot poetry and an analogous anthology of
Cypriot prose will be republished from time to time updated. Reference is made
also to the formation of a committee for this purpose with the participation of
Costas Varnalis, Andreas Karantonis, Michalis Peranthis, Lili Iakovidis, and
from Cyprus of Costas Montis and Andreas Christofidis as supervisors. It was
also mentioned that Athina Tarsoulis would be responsible for the section of the
folk songs. The publishers activities were atrophied after the imposition of the
dictatorship in Greece. Psaropoulos is also known for his literary work, mainly
for his novel O Dimios (The public executioner), published by his own
publishing house at that time.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

7. About the term “Cypriot Literature”

7. LEFKIOS ZAFEIRIOU

About the term “Cypriot Literature”

In June 1925, the literary journal Avgi (Dawn) suspends its publication. In an unsigned comment of the editors – most probably written by Aimilios Hourmouzios – the reasons that led to this decision are explained:
‘Avgi’, upon completing one year of presence, also completed the first period of its publication in Cyprus. Very soon, it will be “transplanted” to Athens, where it hopes to accomplish its destiny more thoroughly and successfully. Its distance from the centre of Greek literary world has always been a great obstacle and insurmountable hindrance to the thorough observation of both the Greek literary movement, as well as the foreign one […]
In Athens too ‘Avgi’ will maintain its Cyprian character and as the sole instrument of Cyprian literature it will seize the opportunity to be appreciated by a wider intellectual environment…”
In any case, the publication of the journal was discontinued. However, this excerpt is of interest to us for two reasons. On the one hand, it indicates the isolation of regional literature, and on the other, the use of the term “Cypriot literature” affirms its content leaving no room for misinterpretations.
Starting from the end of the 19th century and until the beginning of the 20th, the term “Cypriot literature” becomes standardized. During the following years and over the later English occupation period, the term will prevail without any national, historic, social, political and ideological parameters constituting reasons for contesting or replacing the term.
From as early as 1897, Demosthenis Stavrinides uses the term “Cypriot Poetry”, the content of which is explicitly defined: “What I want to signify is that the war [namely the 1897 Greco-Turkish war] has not nurtured the Greek muse. And by saying Greek muse, I do not exclude the Cypriot one”.
Within the next year, G.S. Frangoudes publishes his own text on demotic Cypriot poetry while the use of the term over the following years is an undeniable fact. In 1924, Ioannis Sikoutris will talk “About Cypriot Poetry”, whereas during the 1930s, references and discussions regarding Cypriot literature increase.
The circulation of the journal Kipriaka Grammata (Cypriot Letters) (1934-1937 and 1939-1956), the most important literary journal of the last years of the interwar period and the first post-war years, will contribute to the promotion and prevalence of the term, aiming to underlining the importance and function of literature in national life. The objective, a Cypriot Grammatology, is pinpointed since the first issues of the journal and in 1935 Yiannis Lefkis’ research “How Modern Cypriot Literature should be studied” is published. Within the same year, the texts of Lefteris Yiannides on Cypriot literature and the interventions of Nikos Kranidiotis, Yiannis Stavrinos Economides and Savvas Christis are also published.
As Lefteris Papaleontiou notes, since 1888 and until the first decades of the 20th century, the term “Cypriot Literature” (Cypriot philology, Cypriot poetry) is traced in the texts of most scholars of those times. However, the intervention of Antonis Indianos, Kostas Prousis and Nikos Kranidiotis (the latter, in his capacity as director of Kipriaka Grammata [Cypriot Letters] and reacting against British propaganda, proposed during the 1940s to avoid use of the term “Cypriot literature”) was decisive as far as the predominance of the term is concerned. These people, through their critical work set the preconditions for the study of modern literature.
As it appears from this brief retrospective examination of the history of the term under investigation, its use becomes established and acknowledged; even more so during a period when the national movement is rekindled.
Nevertheless, the historic roots of the use of the term and any objections raised during critical periods of the Cyprus Issue have not been examined systematically. Exactly what Sikoutris stressed in 1929 about the dialectal literature, it belonging to the national literature, and later, that Cypriot men of letters “are, as Cypriots, as remotely different from others as their counterparts in Lesbos” has remained, for many researchers, open for negotiation over the last three decades.
Therefore, during a period of political turmoil, transitions and unrest following the 1974 military invasion of Cyprus by Turkey, the term “Cypriot literature” is transformed from a grammatological issue to a seminal problem of ideological and political dispute.
From the “Anti-manifesto for Cypriot Literature” unto the 1982 Symptoma (Symptom) journal and the recent fabrications of short-lived journals, not one disambiguated point of view has prevailed and even more so, no persuasive argumentation has been expressed.
When in 1958, Nikos Kranidiotis’ book The national character of Cypriot Literature was released in Athens, the demand for Self-determination – Union was almost entirely prevalent. One may object to the fact that emphasis is placed on a study which was imposed by political and ethnic wilfulness. Nevertheless, bearing in mind that during the same time the Basic Library volume, Cypriot Literature came out, the use of the term since the interwar years suggests its resistance to various historic and political pressures; its enhanced standardization is combined with a clear definition of its content.
The intervention of Modern Greek scholars (e.g. G.P. Savvides etc.) after 1974 will determine more precise grammatological issues regarding Cypriot Literature. However, for reasons emanating from the tragic historic context of Cyprus, the term is being challenged, without any other concise, explicit and functional term put forward in its place. The excerpts that follow refer to the objections raised to the use of the term while (in the second excerpt) the term “Modern Greek literature of Cyprus” is proposed:
a) “The official separation of Cypriot literature from the rest of the Greek literature, applying as sole criterion the origin of the writer lacks any scientific credibility […]. It is evident that the literature of Cyprus, including the dialectal texts, belongs to Modern Greek literature just as the literature of Crete, the Eptanisa or Epirus does”.
b) “…in terms of form, there is nothing that could discern modern and contemporary “Cypriot literature” from contemporary Greek literature in the Helladic area. This significant grammatological conclusion leads us to the search of other terms that could characterise Cyprus’ literary production of modern years […]. That is why the term “Modern Greek literature of Cyprus” is proposed”.
These objections ignore the views of most researchers who claim that Cypriot literature constitutes an integral part of Modern Greek literature and deny its specific particularities. From as early as May 1979, G.P. Savvides formulated his views about Cypriot literature shedding light on some fundamental aspects of the matter:
“I shall clarify first what I perceive as “Cypriot Literature”, works of Cypriots who live in Cyprus, written in Greek, whether it be Modern Greek or the Cypriot dialect […].
The unquestionable existence of Cypriot literature does not necessarily mean that there exists a “Cypriot School” […]. However, the political and cultural circumstances through which Cypriot literature is developed are very different from the Helladic ones. So, sooner or later, its particularity will become more apparent and beneficial to the sum total of Greek literature”.
These distinctions by G.P. Savvides put forward in an interview (“Cypriot literature from a Helladic point of view”) provided answers to philological questions of a coherent literature outside the borders of the Greek state. In the same interview, he answered directly or indirectly to other issues as well, such as centre and periphery, dialectal– national literature and moved on to the concluding statement that “if Cypriot literature, just as the Cretan before, constitutes an integral part of the Greek, then Cypriot writers rightfully hold a place among Greeks who speak the same language and serve the same art as them. Important people join important people and the rabble joins the rabble”. He also points out the need for a scientific history of Cypriot literature and refers to regional “provincialism” as a motive power. Shortly afterwards, Yiorgos Kehayioglou too underlines the need for an analytical history of the Cypriot literature in his study “Modern Cypriot Literature in the framework of Modern Greek Literature Histories”.
During the last decades, the term “Cypriot Literature” becomes generally acceptable, despite the objections we have already examined, which most times approached the issue with non-philological criteria. It contains a literature characterised by geographical polymerisation (Cyprus, Alexandria, Cairo, Athens etc.). This polycentrism will later become limited mainly to Cyprus and Athens.
The terms “Literature of Cyprus”, “Greek literature of Cyprus”, “Modern Greek literature of Cyprus” make up a needless grammatological terminology that bears the danger of excluding or suppressing the definition “Cypriot” from various expressions of life in Cyprus. This regulatory behaviour in the form of a philological policeman would eventually undermine everything, from the Cypriot wedding to the Cypriot wines, or should we say… the Modern Greek wines of Cyprus! For, by considering that the term “Cypriot Literature” is misleading and any attachment to it inevitably leads to a separatist approach of literature and by extension, to national division, then we are merely fighting with shadows. And no problem can thus be resolved.
The term “Cypriot literature” is far more explicit and at the same time its long-term use adequately covers local and regional literature and justifies its grammatological use. The historic and political events of 1974, with their tragic consequences, did not alter the character of this literary making, just as in previous years, the establishment of the Republic of Cyprus in 1960 did not lead to its national ghettoization.

Translated by Elena Marcoulli
Hellenic Studies 15.2 (2007) 43-47

6. Prolegomena for a comparative approach to Cypriot literatures

6. Prolegomena for a comparative approach to Cypriot literatures

Matthias Kappler, University of Cyprus

1. Literature and identity
When using the plural form “Cypriot literatures” (also “Literatures in Cyprus” might be employed) I am referring to both Greek and Turkish Cypriot literature. This can be considered a compromise between two extreme points of views: the recognition of the two Cypriot literatures as one common multilingual “uncanonized” literature (see the introduction to Yashin 2000), which seeks to set a distance to both Hellenism and Turkishness, and the complete exclusion or ignorance of the “Other”, wide-spread in both Greek and Turkish Cypriot comprehension. The latter attitude is an already stereotyped rhetoric device in both communities. On one side, most Greek Cypriot literary historians when using the term “Cypriot” very simply mean “Greek Cypriot”. As has already been stated elsewhere (Yashin 1997: 223-224 or Yashin 2001: 34-35), you will hardly find an “Ιστορία της ελληνοκυπριακής λογοτεχνίας” or “ελληνοκυπριακής γραμματείας”, but a lot of works, books, essays, anthologies about “Κυπριακή λογοτεχνία” as a self-sufficient term, excluding from “Cypriot” any literature written in other languages than Greek. The inverse procedure with the same result is represented by the official Turkish Cypriot attitude, which, on the contrary, overstresses the autonomy of Turkish Cypriot literature with terms such as “K_br_s Türk Edebiyat_”, while “K_br_s Edebiyat_” is not used by this ideological stream, as if there never existed any contact between the various forms of expression of Cypriot literatures. The same is true when speaking about language: the ideological and political concerns dictate the terminology of “κυπριακή διάλεκτος” or “κυπριακά”, for “our”, i.e. the Greek Cypriot’s way to speak, the Others speak “τουρκοκυπριακά” or just “τουρκικά” (since the mere existence of a Turkish Cypriot dialect is, interestingly enough and in contrast to all the scientific linguistic findings, been denied by some Greek nationalistic circles and amateurish ‘pseudo’-scientists), just as for Turkish Cypriots the Other’s language is “Rumca”, and not “K_br_s A_z_”, reserved for “our”, i.e. Turkish Cypriot speech only.1
Operating in terms of “we” and “the Other”, borrowed from stereotypology, the first approach of analysis that comes into mind is the issue of identity as a research option from the imagological point of view, analyzing the image of the “Other” in the two respective literatures. An extensive monography (comparable to Millas 2002 for the Greek image in Turkish novels) on this topic does not yet exist for Cyprus, although attempts have been made.2 Such an approach for a comparative analysis of Cypriot literatures is not without problems, since the issue of identity apparently seems to be of different or even divergent nature in the mutual stereotypical image of the Greek/Turkish “Other”, but in the same time presents stunning structural similarities and convergences in the two communities when it comes to the self-definition towards the respective mainland literature. The traditional and nationalistic device of both Hellenocentric and “Anatolian-centered” literary rhetorics consists in seeking its root in the origin from (and dependence of) an idealized and rather abstract “motherland” (see for instance Panagiotounis 1981: 5, 60 and Serdar 1993: 1-6 respectively). When it comes to contemporary literature with the rise of critical approaches and currents, the image is, of course, more complicated. The seek of identity in Greek Cypriot literature lies still in Hellenism, somewhat “overdetermined” in postcolonial Cyprus (according to Stephanides 2000: 160).3 A very recent example, interesting also because of its subtly discriminating attitude towards the “Other”, is the wording used in the advertisement for a translation program launched by the Ministery of Education, where Greek Cypriot literature is termed “Ελληνική γραμματεία της Κύπρου” (“Greek literature of Cyprus”) whereas Turkish Cypriot literature is “only” “τουρκοκυπριακή γραμματεία”.4 On the other hand, the identity quest of contemporary Turkish Cypriot literature in its relation with Turkish literature seems to be more conflictual (see Mehmet Yashin 1990 and 1997). However that may be, we roughly have the consciousness of Greek Cypriot literature as a part of Greek literature and of Turkish Cypriot literature as referring to models, themes and forms in the literature of Turkey. This cannot be questioned or denied, but such a conception disregards important historical and cultural factors which unite the two communities in terms of colonialism, post-colonialism, migration and periphery/centre-structures and which, on the other hand, imbed the two communities and their literatures into an intercultural sphere outside the Greek and Turkish contexts, call it Levante or Eastern Mediterranean or Middle East, with considerable socio-economic and cultural implications. It is therefore inevitable to include Cypriot literatures into a broader contact area and to compare the role of identity and of periphery/centre-structures in both literatures with the literatures not only of the respective mainlands, but also with those of the adjacent Near East, especially with literatures (in different languages) of Lebanon/Syria/Palestine and of Egypt.

2. Periphery and centre(s)
The above mentioned periphery/centre-pattern, well-known from postcolonial studies (Ashcroft et al. 1989, in particular pp. 3-4, 7-8; Gandhi 1998: 161-163 and passim), perfectly applies to Cypriot literatures when it comes to a comparative approach. According to this theoretical framework, a marginal periphery “converses” in an often conflictual literary dialogue with the metropolitan (in former times imperial) centre. Again, the use of the plural form (“centres”) should be preferred here, since the concept of “centre” of Cypriot literatures cannot be confined to one or two metropoleis only, because it has been multiplied according to the diachronic development and historical displacement of the two societies: Istanbul/Constantinople and London for both, plus Athens, Alexandria and Cairo (and even Venice) for the Greek Cypriot society/literature, thus a “polycentric” structure being valid especially for the Greek Cypriot literary production. This approach seems to be particularly suitable for the analysis of Cypriot literatures during the Ottoman period, when there was a well-established imperial centre (Istanbul) sending impulses to both communities of the island (see for an attempt in this direction Kappler 2004). By using a comparative research orientation, the Greek and Turkish literatures of Cyprus can be fruitfully analyzed as two corresponding and antagonizing voices from the periphery to the centre. It is necessary, however, to draw a line between “folk” and “learned” literature which, in the case of Cypriot literatures, only partially overlap with oral and written literature respectively. In each of the two literary categories, symmetrical and asymmetrical correspondences in the narrative discourse may be discovered: the Turkish Gazevât-nâmes and the Greek genre of “Lament” (Θρήνος) immediately after the Ottoman conquest; the various “epic” texts (destan) of the “Dragoman-tradition” produced in both Greek and Turkish during the 17th-18th centuries; centre-oriented vs. centre-opposing literary production during the 19th century, e.g. Hilmi Efendi (1782-1847) or ___k Kenzî (1795-1839) and Vasilis Michaelidis (1851/53-1917).5 The periphery/centre-pattern might be a useful framework to work on texts of the following (late Ottoman and British) period, too; under this light of analysis apparently divergent literary topics and settings might suddenly converge as a parallel manner of speaking and expression.6 Concerning contemporary Cypriot literatures, especially after 1974, when identity becomes a decisive issue in defining literature (and society) in a new context of “Cypriotness”, a combinational methodology constituted by the analysis of the understanding of herself/himself against the “Other” (or the “other side”) and by the definition of links and (self)-references to the centres (now undoubtedly Athens and Istanbul respectively) could be a promising approach for a modern comparative analysis. The research in this direction for contemporary Cypriot literatures has not yet begun, perhaps simply because of the researchers’ general lack of competence in both literatures and languages, or because of a certain resistance against a holistic interpretation of texts which might not be in line with the still dominating ethnically defined patterns of literary history in Cyprus.

NOTES
1. To confuse even more this somewhat absurd image in mutual stereotypology, we might add that apart from the self-denomination “K_br_sl_ca” for Turkish Cypriot, some parts of the Turkish Cypriot society use also the expression “kibriyaka” (in Greek!) for their own (Turkish) speech variety!
2. For the images of Turks/Turkish Cypriots in Greek Cypriot poetry see Pieris 2006, in Greek Cypriot prose writing see Papaleontiou 2005. Cf. also the M.A. thesis by Maria Kallousia (supervisor Dimitris Tziovas) “Strangers at Home: Images of Turkish-Cypriot ‘Others’ in Contemporary Greek-Cypriot Fiction” (University of Birmingham, 2006). As far as I know (and also according to information provided by Ne_e Ya__n) there are no published studies on the opposite phenomenon, i.e. the image of Greeks/Greek Cypriots in Turkish Cypriot literature; an unpublished conference paper “From Turkishness to Hybridity: the Evolution of ‘the Other’ in Turkish Cypriot Poetry” was presented by N. Ya__n at the symposium ‘Mare Nostrum III’, Nicosia 2004. Cf. also Azg_n 2000 for a general overview, but with only some hints at the concept of the ‘Other’.
3. For an extensive discussion of contemporary Greek Cypriot literature in the context of periphery/centre in relation to Greek literature see Kechagioglou 1992.
4. The advertisement is dated 17.5.2007 and has the file number 14.13.30.5, see www.moec.gov.cy/announcements.pdf/17_5_2007metafrasaeis_tourkikon_ergon.pdf (“metafrasaeis”: sic!). The committee members mentioned at the end of the document have apparently not be consulted for the wording of the advertisement.
5. For all these examples see Kappler 2004: passim.
6. See for such an attempt in the framework of postcolonial theory the article “Cypriot literatures as part of the Eastern Mediterranean contact area (1850-1960)” in the present volume.

References
Ashcroft, Bill & Griffiths, Gareth & Tiffin, Helen. The Empire Writes Back – Theory and practice in post-colonial literatures. London/New York: Routledge, 1989.
Azg_n, Bekir. Nationalism and Interest in the ‘Other Side’s’ Literature. In: Yashin, M. (ed.) 2000: 147-158.
Gandhi, Leela. Postcolonial Theory. A critical introduction. Edinburgh: Edinburgh University Press, 1998.
Kappler, Matthias. A Comparative Look at Greek and Turkish Literature in Ottoman Cyprus between Periphery and Centre. Journal of Cyprus Studies / K_br_s Ara_t_rmalar_ Dergisi 10 (2004), no. 26-27: 62-74.
Kechagioglou, George. Contemporary Cypriot literature and the ‘frame’ of Modern Greek literature: a provincial, local, marginal, peripheral, independant, autonomous, self-sufficient or self-determined literature? Journal of Mediterranean Studies 2/2 (1992): 240-255.
Millas, Herkül. Türk Roman_ ve “Öteki”. Ulusal Kimlikte Yunan _maj_. _stanbul: Sabanc_ Üniversitesi 2002.
Papaleontiou, Lefteris. Εικόνες Τουρκοκυπρίων και Τούρκων σε πεζογραφήματα Ελληνοκυπρίων. Νέα Εποχή 284 (Άνοιξη 2005): 5-16.
Panagiotounis, Panos. Ιστορία Κυπριακής Λογοτεχνίας. Ath_na: Instito_to Diad_seos Elliniko_ Vivl_ou, 1981.
Pieris, Michalis. The image of the Turk in Greek Cypriot literature. In: Kappler, M. (ed.), Intercultural aspects in and around Turkic literatures. Wiesbaden: Mizan / Harrassowitz 2006: 93-107
Serdar, Gülgün. K_br_s Türk Edebiyat_nda Kaynak Eserler. Lefko_a: KKTC Milli E_itim ve Kültür Bakanl___ Yay_nlar_, 1993.
Stephanides, Stephanos. Cypriot poetry and translation practice. In: Ioannou, Y. & Métral, F. & Yon, M. (eds.): Chypre et la Méditerranée orientale. Lyon: Maison de l’Orient Méditerranéen 2000: 157-162.
Ya__n, Mehmet. The question of identity and its socio-historical basis in Turkish Cypriot Literature. In: Turkish Cypriot Identity in Literature/Edebiyatta K_br_sl_ Türk Kimli_i. London: Fatal Publications 1990: 33-78.
Yashin, Mehmet. Three Generations, Three Identities, Three “Patriae” within Twentieth Century Cypriot Poetry. In: V. Calotychos (ed.), Cyprus and its People: Nation, Identity and Experience in an Unimaginable Community (1955-1997). San Francisco/Oxford: Westview Press 1997: 223-231. [Also in: Kültür Sanat Dergisi 32, Mart 2001, Lefko_a: 34-40].
Yashin, Mehmet (ed.). Step-Mothertongue. From Nationalism to Multiculturalism: Literatures of Cyprus, Greece and Turkey. London: Middlesex University Press 2000.

Hellenic Studies 15.2 (2007) 49-54

5. Tέσσερις μετεωρισμοί σε τέσσερις σημειώσεις

5. Tέσσερις μετεωρισμοί σε τέσσερις σημειώσεις
για την κυπριακή λογοτεχνία

Α. Παρουσιάζεται τακτικά, στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, η αντίθεση Κέντρου - Περιφέρειας. Από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσά του, Φαναριώτες, οπαδοί της κραταιάς, κάποτε, Επτανησιακής Σχολής, λόγιοι της Αλεξάνδρειας, της μεσοπολεμικής επαρχίας, ή ακόμη της βόρειας Θεσσαλονίκης αντιτίθενται στους πρωτευουσιάνους, με το επιχείρημα ότι οι διαπλοκές και αλληλοεξυπηρετήσεις των αθηναϊκών λογοτεχνικών κύκλων μειώνουν και υποτονίζουν την ποιότητα και την προσφορά άλλων λογοτεχνών της περιφέρειας και της επαρχίας.
Είναι γόνιμη αυτή η αντίθεση. Γιατί υποβάλλει και άλλες κριτικές και επαναξιολογήσεις και δεν αφήνει κυρίαρχη και επαναπαυμένη την αθηναϊκή οπτική ματιά. Ακόμη, σ’ αυτές τις αντιθέσεις υπάρχουν και σημαντικά στοιχεία ανανέωσης και ποιότητας. Χαρακτηριστικά, σήμερα σημειώνεται η ανάδυση του τοπικού, με περιφερειακές ανθολογήσεις και αξιολογήσεις και αναδεικνύονται μορφές και έργα ικανά και άξια που αγνοούνται από τις αθηναϊκές διασυνδέσεις και αξιολογικούς μηχανισμούς· ή, ακόμη, αυτές οι αντιθέσεις επενδύονται και άλλες ιδεολογικές συνισταμένες και αναδεικνύουν ένα άλλο ήθος (άρνηση του εκχρηματισμού και των συνταγών της εμπορικότητας, της εξάρτησης από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, των δημοσίων σχέσεων και της λογοτεχνικής γκλαμουριάς, φαινόμενα που άρχισαν να γίνονται κυρίαρχα στην αθηναϊκή εκδοτική και αξιολογική πρακτική). Οι λογοτέχνες της επαρχίας δεν θα κληθούν από κεντρικό αθηναϊκό κανάλι για να φτιάξουν μακαρονάδα μπροστά στο φιλοθεάμον κοινό, όπως γίνεται με ρηξικέλευθους και καινοτόμους λογοτέχνες της Αθήνας, οι οποίοι εξευτελίζονται με τον τρόπο αυτό για να κρατήσουν επαφή με τα φώτα της δημοσιότητας και να αυξήσουν, έτσι, τις πωλήσεις των βιβλίων τους. Μακριά απ’ αυτά οι λογοτέχνες της περιφέρειας συνεχίζουν με ένα λιτό και υπόγειο δρόμο την κατάθεσή τους.
Ναι, ο πολυκεντρισμός δεν έβλαψε κανένα και ο αθηναϊκός μονοκεντρισμός συνθλίβει, κάποτε, αξίες και ισοπεδώνει ποιοτικές καταθέσεις. Η Κύπρος θα μπορούσε να συμβάλει στην ανάδειξη του νεοελληνικού πολυκεντρισμού που αποτελεί όρο ανανέωσης και εμπλουτισμού του σύγχρονου νεοελληνικού πολιτισμού. Όμως στην Κύπρο η αντίθεση με τον αθηναϊκό Κανόνα μπορεί να πάρει άλλες προεκτάσεις, το ίδιο, ή χειρότερα, ζημιογόνες. Να επενδυθεί το κυπριακό κράτος, η αντίθεση με λογοτεχνικές και εκδοτικές πρακτικές της Αθήνας και τις αξιολογικές τοποθετήσεις της να οχυρώνεται πίσω από τον κυπριακό κρατισμό και να μη μεταφέρει οποιαδήποτε πρόταση ανανέωσης, κριτικής, θεωρητικής επαναξιολόγησης, να μη αναδεικνύει νέο ήθος και στάση λογοτεχνικής ζωής.
Β. Οι καλοί Κύπριοι ποιητές συνθλίβονται από δύο τάσεις, τη μία κυπριακή και την άλλη ελλαδική. Στην Κύπρο υπάρχουν οι σχέσεις, γνωριμίες και συνάφειες του μικρού λογοτεχνικού χώρου, και για κάθε έργο θα ακουστούν τα συμβατικά καλά λόγια, χωρίς διάκριση καλών, μετρίων και κακών. Την πληρώνουν οι καλοί Κύπριοι ποιητές.
Οι ελλαδικοί κύκλοι σπάνια μελετούν με σοβαρότητα και επισταμένως την παραγωγή των Κυπρίων λογοτεχνών, έχουν όμως εύκολα και συμβατικά θετικά λόγια σχεδόν για όλους. Έτσι θεσμοθετήθηκε, και μέσα στο συναισθηματικό φορτισμό που προκάλεσε η κυπριακή τραγωδία του ‘74 και η συνεχιζόμενη αδικία εις βάρος του κυπριακού ελληνισμού, η κυρίαρχη εντύπωση που αναπαράγουν οι ελλαδικοί κύκλοι: ότι η κυπριακή παραγωγή είναι μεν μέτρια γενικά, αλλά είθισται όλοι να λέγουν καλά λόγια γι’ αυτήν. Την πληρώνουν οι καλοί Κύπριοι ποιητές.
Γ. Τόση επιμονή για δημοσιεύματα γενικού περιεχομένου για τη λογοτεχνική παραγωγή του νησιού! Ότι στην Κύπρο γράφεται αξιόλογη ποίηση, και ύστερα τα γενικά γνωρίσματα κάθε περιόδου και άλλα εγκυκλοπαιδικά. Διάβασα με τόση πλήξη τόσα πολλά, συνεχώς τα ίδια. Διαπιστώνεις κι εδώ τον κυπριακό κρατισμό. Όπως γίνεται προσπάθεια ανάδειξης της κρατικής υπόστασης της Κύπρου με την προβολή της κυπριακής ομάδας πόλο, πετόσφαιρας, καλαθόσφαιρας, ποδοσφαίρου, της ανάδειξης της κυπριακής συμμετοχής με δική της ομάδα χόκεϊ επί πάγου ή επί χόρτου. Ότι, δηλαδή, έχει και λογοτεχνία το κυπριακό κράτος.
Γι’ αυτό και επιβάλλεται η στροφή από το γενικό σχήμα στον συγκεκριμένο λογοτέχνη και στο συγκεκριμένο έργο. Επιβάλλεται να δούμε τι εκόμισε στην τέχνη, τι εκόμισε στην ελληνική ποιητική τέχνη, η συγκεκριμένη κυπριακή συλλογή και ο συγκεκριμένος Κύπριος ποιητής, εκεί παίζεται το θέμα και όχι στα γενικόλογα σημειώματα.
Δ. Και βέβαια η κυπριακή διάλεκτος έχει πολλά να δώσει στην ποίηση, στο θέατρο και αλλού. Αποτελεί ζωντανή γλωσσική έκφραση του σήμερα, μπορεί να δώσει ζωντανή ποίηση και θέατρο της σύγχρονης εποχής. Όμως την ποιητική έκφραση της κυπριακής διαλέκτου την οδήγησαν στο παρωχημένο πολλοί που την υπεραγαπούν και την υπερπροστατεύουν, γιατί την οδήγησαν στη μονοδιάστατη έκφραση ενός παρωχημένου κόσμου, ειδυλλιακού που εκφράζει το ήθος της παλαιάς αγροτοποιμενικής Κύπρου. Σε μια Κύπρο που ζει τους σύγχρονους έντονους ρυθμούς, η ποίηση στην κυπριακή διάλεκτο λειτουργεί ως αναπλήρωση ενός κόσμου που δεν υπάρχει. Λίγοι τόλμησαν να εκφραστούν στην κυπριακή διάλεκτο με μεταφυσικές αγωνίες, το ήθος και το έθος ενός σημερινού κάτοικου του νησιού. Παρακολούθησα κάποτε μια απαγγελία. Ο ηθοποιός διάβαζε ένα ωραίο ποίημα του M. Πασιαρδή για την τραγική αίσθηση της ματαίωσης και της έλλειψης ανταπόκρισης από τον ουρανό. Ο ηθοποιός το διάβαζε σαν έναν βουκολικό και αγροτοποιμενικό ειδύλλιο, σαν να διάβαζε για μια πονηροερωτική ιστορία του χωριού –μια απαγγελία καρφί στο φέρετρο της διαλεκτικής κυπριακής ποίησης.

Σάββας Παύλου

Hellenic Studies 15.2 (2007) 55-57

4. Σημειώσεις για την κυπριακή λογοτεχνία

4. Σημειώσεις για την κυπριακή λογοτεχνία

Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι μεγάλο μέρος της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας σφραγίζεται από τις μακρόχρονες πολιτικές περιπέτειες της Kύπρου, και έχει, επομένως, πολιτικό-εθνικό χαρακτήρα. Aπό την εποχή του B. Mιχαηλίδη έως τις μέρες μας έχουν γραφτεί πολλά ποιητικά και πεζά κείμενα, που είναι συνδεδεμένα με τα συλλογικά - πολιτικά βιώματα των Eλληνοκυπρίων, με τους αγώνες για εθνική αποκατάσταση.
Eίναι εύλογο και αυτονόητο (αλλά και πολύ εύκολο) να λέμε ότι η λογοτεχνική παραγωγή των Eλληνοκυπρίων (που γράφεται στα ελληνικά ή στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα) αποτελεί τμήμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αφού – πάνω απ’ όλα – χρησιμοποιείται κοινό γλωσσικό όργανο. Aπό την άλλη, δεν λείπουν και διαφορετικές απόψεις στην Kύπρο, στην Eλλάδα ή αλλού. Aλλά το σημαντικότερο είναι ότι τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα: Γιατί η παραγωγή αυτή δεν αντιμετωπίζεται ισότιμα; Mήπως θεωρείται ξένο σώμα και φτωχός συγγενής; Mήπως είναι ανάξια λόγου σε σχέση με ό,τι γράφεται στην Eλλάδα; Mήπως γιατί δεν έχει γίνει η κατάλληλη φιλολογική προεργασία, ή οι λόγοι είναι βαθύτεροι (όχι μόνο αντικειμενικές δυσκολίες αλλά και πολιτικοί παράγοντες); Kατά κανόνα, η λογοτεχνική παραγωγή των Eλληνοκυπρίων απουσιάζει από τις πιο επίσημες Iστορίες και Aνθολογίες και άλλες μελέτες της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Bέβαια, δεν λείπουν εξαιρέσεις, που όμως δεν αναιρούν τον κανόνα. Aς πούμε, η υποτυπώδης αναφορά σε ελάχιστα ονόματα στην πρόσφατη αναθεωρημένη έκδοση της Iστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας (2003) του M. Vitti δεν αποκαθιστά τα πράγματα. Προφανώς έχει δίκαιο ο N. Bαγενάς, όταν διαπιστώνει ότι τα σύγχρονα λογοτεχνικά βιβλία των Eλληνοκυπρίων περνούν σχεδόν απαρατήρητα στην Eλλάδα. Aλλά και ο Eυριπίδης Γαραντούδης, συζητώντας ανάλογη πρόβλεψη του Γ.Π. Σαββίδη, διερωτάται αν η νεότερη κυπριακή λογοτεχνία εμπλούτισε τα τελευταία χρόνια ή εμπλουτίζει την νεοελληνική λογοτεχνία: Aν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αυτό λανθάνει, «ακριβώς επειδή η κυπριακή λογοτεχνία δεν απασχολεί, κατά παράδοξο τρόπο, την ελλαδική φιλολογική και κριτική κοινότητα;» (βλ. Hellenic Studies, 15.2, 2007).
Δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν τα πράγματα είναι τόσο απλά ή τόσο αυτονόητα όσο φαίνονται: Aς πούμε, γιατί εξακολουθεί να ενοχλεί ή να μη γίνεται αποδεκτός ο όρος κυπριακή λογοτεχνία; Mήπως επειδή η αποδοχή του σημαίνει ότι η λογοτεχνική παραγωγή των Eλληνοκυπρίων τείνει να αποσπαστεί από τον κορμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας (όπως υποστηρίζουν μερικοί); Ή μήπως η χρήση του ακυρώνεται, επειδή θα πρέπει να στεγαστεί κάτω από τον όρο αυτό και η τουρκοκυπριακή λογοτεχνία (όπως υποστηρίζουν μερικοί άλλοι); Mπορούμε να δεχτούμε την πρόταση του M. Yasin για ύπαρξη μιας κυπριακής λογοτεχνίας «που δεν θα βασίζεται μόνο σε κώδικες της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, αλλά θα έχει ως αφετηρία το σύνολο των έως τώρα γλωσσών και λογοτεχνικών παραδόσεων της Kύπρου»; (Σύγχρονα Θέματα 68, 1998-1999). Ή είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε την εισήγηση του M. Kappler για ύπαρξη «κυπριακών λογοτεχνιών», κυρίως μιας ελληνοκυπριακής και μιας τουρκοκυπριακής (Hellenic Studies, 15.2, 2007); Aκόμα: Eίναι πιο πειστικοί και λειτουργικοί οι όροι «νεοελληνική» ή «ελληνόφωνη» λογοτεχνία της Kύπρου ή «ελληνοκυπριακή» ή «κυπριακή νεοελληνική λογοτεχνία», που προτείνονται κατά καιρούς; Ή μήπως έχει δίκαιο ο Γ. Kεχαγιόγλου όταν θεωρεί μικρό ή ασήμαντο «το ζήτημα της επιστημονικότητας και ορθότητας ή όχι των όρων Kυπριακή λογοτεχνία είτε Eλληνική λογοτεχνία της Kύπρου, και της συνεξέτασης ή όχι της Kυπριακής λογοτεχνίας και τέχνης με την αντίστοιχη ελλαδική λογοτεχνία» (Άνευ 10, 2003);
Aς εξακολουθήσουμε τα ερωτήματα, και ας μη δίνονται εδώ ή αλλού (άμεσες ή οριστικές ή καθόλου) απαντήσεις: Eίναι σωστό ή αντιεπιστημονικό να γραφτεί μια Iστορία κυπριακής λογοτεχνίας και να γίνουν Aνθολογίες κυπριακής ποίησης και πεζογραφίας; Mήπως τέτοιες εργασίες καλλιεργούν χωριστικές τάσεις και δίνουν κρατική υπόσταση στη λογοτεχνία της ακρωτηριασμένης Kυπριακής Δημοκρατίας (όπως υποστηρίζουν ορισμένοι); Mήπως έχουν δίκαιο οι Γ.Π. Σαββίδης και Γ. Kεχαγιόγλου, οι οποίοι ζητούσαν γύρω στο 1980 «μιαν επιστημονική Iστορία της κυπριακής λογοτεχνίας» αλλά και εκδόσεις γενικών και ειδικών ανθολογήσεων κυπριακής ποίησης και πεζογραφίας; Ή μήπως δικαιολογημένα ο R. Beaton απέκλεισε από την Eισαγωγή του στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία τόσο την κυπριακή λογοτεχνία όσο και τη λογοτεχνία της ελληνικής διασποράς, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι είναι θέματα με ιδιαιτερότητες και εκκρεμότητες που αξίζουν να εξεταστούν χωριστά;.
Σε επιστημονικό συμπόσιο με θέμα «H ελληνική λογοτεχνία στο κέντρο και στην Kύπρο: Συγκλίσεις και αποκλίσεις» (Aθήνα, 17-19 Σεπτεμβρίου 1998) ακούστηκαν ενδιαφέρουσες εισηγήσεις, παρόλο που ορισμένα θέματα δεν συζητήθηκαν διεξοδικά ή ικανοποιητικά. Aξιοσημείωτη είναι η επισήμανση του K. Στεργιόπουλου ότι: «Πιο ενιαία και πιο αποφασιστική στροφή προς την αυτονομία της κυπριακής λογοτεχνίας θα πραγματοποιήσει μέσα στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, κυρίως από την τουρκική εισβολή και ύστερα, αλλά και νωρίτερα, μια ομάδα αξιόλογων νεοτερικών ποιητών, που μαζί με τον παλαιότερό τους Παντελή Mηχανικό θα στρέψουν την κυπριακή ποίηση –ορισμένοι και με παράλληλα υπαρξιακά μοτίβα– στην έκφραση του παρόντος και στην καλύτερη συνειδητοποίηση του παρελθόντος και της πνευματικής παράδοσης του τόπου» (Περιδιαβάζοντας, τόμ. 6, Kέδρος, 2004, σ. 126). Aπό την άλλη, ο Δ. Δασκαλόπουλος, ακολουθώντας τα χνάρια του Γ.Π. Σαββίδη, αναγνώρισε τη γόνιμη και αναμφισβήτητη ύπαρξη της κυπριακής λογοτεχνίας. Eπιπρόσθετα, στην αδημοσίευτη ανακοίνωσή του, μίλησε για συμπλέγματα ανωτερότητας και κατωτερότητας στη σχέση Kύπρου και Eλλάδας, υποδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, ότι θα πρέπει να απαλλαγούμε από το ιδεατό αλλά ιδεολογικά αγκυλωμένο ρητό ότι η Kύπρος είναι ένας χώρος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη.
Eίναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι έγκυροι κριτικοί και νεοελληνιστές (κυρίως από την Eλλάδα: Γ.Π. Σαββίδης, K. Στεργιόπουλος, Γ. Kεχαγιόγλου, Aλ. Zήρας κ.ά.) δεν διστάζουν να μιλήσουν για «ιδιαιτερότητες» και «αποκλίσεις» στην κυπριακή λογοτεχνία (σε σχέση με την ευρύτερη νεοελληνική λογοτεχνία). Mάλιστα, κρίνουν ότι οι ιδιαιτερότητες αυτές ενδυναμώνονται τις τελευταίες δεκαετίες, από την εγκαθίδρυση της Kυπριακής Δημοκρατίας (1960) και κυρίως μετά την τουρκική εισβολή του 1974, που σημάδεψε βαθιά κάθε τομέα της ζωής στην Kύπρο. Όπως δείχνουν τα πράγματα, οι κυπριακές αυτές ιδιαιτερότητες (στη θεματική, στη γλώσσα ή στους ρητορικούς τρόπους) αναμένεται και προσδοκάται να αποτελέσουν την πιο πολύτιμη και γοητευτική συνεισφορά της λογοτεχνικής αυτής παραγωγής στη νεοελληνική λογοτεχνία. Προφανώς είναι χρήσιμο (και καθόλου επικίνδυνο για την εθνική μας ταυτότητα) να προσέξουμε και να αναδείξουμε τις ιδιαιτερότητες αυτές.
Aπό παλιότερες έρευνες που έγιναν ανάμεσα σε κύπριους συγγραφείς, συνάγεται ότι αυτοί κατά κανόνα πιστεύουν (και εύχονται) πως το έργο τους ανήκει στο σώμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όμως αυτό δεν τους εμποδίζει να αντλούν τα θέματά τους από την κυπριακή ζωή και τις ιστορικές περιπέτειες του τόπου, ή να εμποτίζουν το γράψιμό τους με τους χυμούς της κυπριακής διαλέκτου – παρόλο που γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο ενδεχομένως λειτουργεί ανασταλτικά για την υποδοχή του έργου τους από έναν μη κύπριο αναγνώστη και κριτικό. Kάποτε καταλογίζεται στους κύπριους συγγραφείς ότι παραμένουν προσκολλημένοι και αγκυλωμένοι σε κυπριακά (πολιτικά-εθνικά) θέματα. Bέβαια, η στροφή στην εντοπιότητα ή η ενασχόληση με πολιτικά - εθνικά θέματα δεν αποτελούν αρνητικά χαρακτηριστικά στη λογοτεχνία ενός τόπου. Kάθε άλλο. Σημασία έχει ο τρόπος παρουσίασης και λογοτεχνικής επεξεργασίας του θεματικού υλικού, ώστε να ελκύει και να συγκινεί κάθε αναγνώστη, ανεξάρτητα από την εθνικότητα και την ιδεολογία του.
Aσφαλώς δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η λογοτεχνική παραγωγή των Eλληνοκυπρίων, εφόσον γράφεται στα ελληνικά ή στην κυπριακή διάλεκτο, αποτελεί μέρος της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς ότι η παραγωγή αυτή κατευθύνεται σε μεγάλο βαθμό από τις λογοτεχνικές τάσεις που κυριαρχούν στον ευρύτερο χώρο του ελληνισμού, παρόλο που δεν λείπουν άμεσες επαφές με τη διεθνή (κυρίως την αγγλοσαξονική) λογοτεχνία. Mπορεί ορισμένα λογοτεχνικά κινήματα (όπως ο ρομαντισμός) να φτάνουν στην Kύπρο με μεγαλύτερη καθυστέρηση σε σχέση με την Eλλάδα, λόγω των ιστορικών συνθηκών· μπορεί οι κύπριοι συγγραφείς να μην εμπνέονται τόσο πολύ από γεγονότα που συγκλόνισαν την Eλλάδα (όπως η Mικρασιατική καταστροφή, η Kατοχή, ο Eμφύλιος και η επταετής δικτατορία), αφού δεν τα έχουν ζήσει. Mε ανάλογο τρόπο, και οι ίδιοι οι ελλαδίτες συγγραφείς φαίνεται ότι δεν ασχολούνται παρά ελάχιστα ή καθόλου με τις πρόσφατες πολιτικές περιπέτειες της Kύπρου. Όμως, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τις πολλές συγκλίσεις και τις λιγότερες αποκλίσεις ανάμεσα στη λογοτεχνία των Eλληνοκυπρίων και στην ευρύτερη νεοελληνική λογοτεχνία.
Kατά καιρούς, στα χρόνια της αγγλοκρατίας (αλλά και αργότερα), η χρήση της κυπριακής διαλέκτου στη λογοτεχνία θεωρήθηκε ότι εξυπηρετεί τη βρετανική προπαγάνδα ή κυπροκεντρικές ιδεολογίες και κρίθηκε εξοβελιστέα (λ.χ., από τους N. Kρανιδιώτη και A. Παστελλά). Aπό την άλλη, η κυπριακή διάλεκτος είναι η μεγάλη δύναμη του B. Mιχαηλίδη, ο οποίος έγραψε το σημαντικότερο μέρος της ποίησής του στο γλωσσικό ιδίωμα του νησιού του (αντίθετα, τα ποιήματα που έγραψε στην κοινή νεοελληνική, δημοτική και καθαρεύουσα, πολύ σπάνια ξεπερνούν το επίπεδο της μετριότητας). Όμως, η χρήση του κυπριακού ιδιώματος λειτούργησε έως σήμερα ανασταλτικά για την υποδοχή του σημαντικού αυτού ποιητή από μη κύπριους μελετητές και αναγνώστες. Θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς: Γιατί η κρητική διάλεκτος δεν λειτούργησε αρνητικά για την ευρεία υποδοχή και καταξίωση των επιτευγμάτων της Kρητικής Aναγέννησης; Πόσο πιο «δύσκολη» και ακατανόητη είναι η ιδιωματική γλώσσα του B. Mιχαηλίδη, και μάλιστα σε πεπαιδευμένους νεοελληνιστές και κριτικούς; Ή πώς μπόρεσαν και θαύμασαν ή αναγνώρισαν την αξία της ιδιωματικής ποίησης του B. Mιχαηλίδη μερικοί παλιότεροι συγγραφείς, όπως οι K. Παλαμάς, Φ. Kόντογλου, B. Tατάκης, Z. Kαρέλλη και ενμέρει ο I. Συκουτρής;
Δεν είμαι σίγουρος αν έχει ωριμάσει ο καιρός για να συζητηθούν διεξοδικά τέτοια ερεθιστικά ζητήματα, ή αν θα αναμένουμε τη λύση του κυπριακού στο διηνεκές για να δώσει απαντήσεις σε τέτοια μικρά ή πιο σημαντικά προβλήματα και ψευδοπροβλήματα.

Aπό την «Eισαγωγή» στο πρόσφατο αφιέρωμα στην κυπριακή λογοτεχνία, Hellenic Studies 15.2 (2007) 7-15
Λευτέρης Παπαλεοντίου

3. Σκέψεις πάνω στις «Σκέψεις για την κυπριακή λογοτεχνία»

3. Σκέψεις πάνω στις «Σκέψεις για την κυπριακή λογοτεχνία»
του Mario Vitti

Ευτυχώς, που εξαρχής ο κ. Vitti διευκρινίζει στο σημείωμά του ότι πρόκειται για σκόρπιες σκέψεις, γιατί, ομολογώ, θα με ξένιζε αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Θα μιλήσω αφελώς σε σχέση με την εμβρίθεια και γνώση του κ. Vitti και διακινδυνεύω να φανώ αδαής, αλλά νιώθω ότι πρέπει να βοηθήσω στο να «καταλήξει αυτό το θέμα σε κάποιο συμπέρασμα, αν φτάσει ποτέ σ’ αυτό», όπως σημειώνει ο ίδιος. Ήδη αυτή η φράση θέτει ότι είναι ένα ζητούμενο ο ορισμός ή καθορισμός της “κυπριακής” λογοτεχνίας. Το αμέσως επόμενο είναι αν θα καταλήξει κάπου. Ξεκινώ από αυτό το τελευταίο, γιατί ίσως βοηθήσει και στα υπόλοιπα.
Πιστεύω πως ναι, θα καταλήξει, όταν «ποκαθαρίσουν τα νερά», όπως λένε και οι Κύπριοι. Όταν δηλαδή θα ξεκαθαρίσει το μέγα πρόβλημα της ταυτότητας των Κυπρίων, το οποίο, όπως είναι γνωστό, δημιουργήθηκε από τη μη εκπλήρωση του μεγάλου αιτήματος της Αυτοδιάθεσης αυτού του αποκομμένου και ανά τους αιώνες υποδουλωμένου ελληνικού κομματιού.
Έχοντας περάσει προσωπικά μια πολύ δυνατή κρίση ταυτότητας, πόνεσα ειλικρινά από μια δόση ελαφριάς και παιγνιώδους, αλλά καθόλου κακοπροαίρετης ειρωνείας, που διαιστάνθηκα στα γραφόμενα του κ. Vitti. Με παρέπεμψε στο «ο χορτάτος το νηστικό δεν τον σκέφτεται». Γιατί ο κ. Vitti αναφέρεται στο τέλος του σημειώματός του στους Ιταλούς εκείνους λογοτέχνες που έγραψαν στη διάλεκτό του ο καθένας και συμπεριλαμβάνονται σε Ανθολογίες ιταλικής ποίησης. Θα ήταν όμως πολύ διαφωτιστικό να μας έλεγε ο κ. Vitti, αν το να γράψουν αυτοί οι ποιητές στη διάλεκτό τους έγινε γιατί είχαν ανάγκη να αυτοπροσδιοριστούν ως κάτι ξεχωριστό από τους υπόλοιπους Ιταλούς (λογοτέχνες ή μη) ή αν απλώς το έκαναν γιατί ήθελαν να προβάλουν τη μητρική τους λαλιά και αυτήν που ένιωθαν να τους εκφράζει καλύτερα ή που ήξεραν ότι μπορούν να τη χειριστούν έτσι, ώστε να εκφραστούν ουσιαστικότερα. Γιατί, ναι, όπως συμβαίνει και με την κυπριακή, η διάλεκτος συχνά κρατά την πυκνότητα του περιορισμένου και για αιώνες διατηρημένου, γι’ αυτό και πιο ουσιαστικού.
Στην περίπτωση όμως των Ιταλών λογοτεχνών εκείνο που συμβαίνει, υποθέτω, είναι ότι, ανήκουν σ’ ένα σύνολο, μέσα στο οποίο θέλουν ίσως να προβάλουν την εντοπιότητά τους. Ενώ οι Κύπριοι, λογοτέχνες ή μη – γιατί το φαινόμενο δε συναντάται μόνο στη λογοτεχνία – πίστευαν ή ένιωθαν (και πιστεύω ότι κατά βάθος ακόμα ξέρουν ή πιστεύουν) ότι ανήκουν σ’ ένα σύνολο, από το οποίο έχουν αποκοπεί βίαια και μάλλον οριστικά – και πιστεύω ότι αυτό είναι ή ήταν το πιο καταλυτικό γι’ αυτούς – και τώρα ψάχνουν να αυτοπροσδιοριστούν, για να υπάρξουν. Γιατί στο βάθος όλης αυτής της αγωνίας του να προβληθούν, να τονίσουν την ύπαρξη ή την ανεξαρτησία τους, βρίσκεται, διαισθάνομαι, η αγωνία της επιβίωσης, το μεγάλο ερώτημα «πώς επιβιώνουμε τώρα που έχουμε αποκοπεί;» (από τον εθνικό κορμό θα έλεγα, αλλά φοβάμαι μη δώσω εθνικιστική χροιά στα λεγόμενά μου, γιατί κι αυτός ο φόβος είναι ένας από τους επιγόνους της ανεξαρτησίας.
Ίσως θα ήταν βοηθητικό στο να διαμορφώσουμε άποψη, αν μελετούσαμε και την περίπτωση Κύπριων λογοτεχνών, στους οποίους επίσης αναφέρεται ο κ. Vtti, που έγραψαν και στην κοινή ελληνική και στη ντοπιολαλιά και αναμφίβολα η ποίησή τους η γραμμένη στην ντοπιολαλιά είναι πυκνότερη και ουσιαστικότερη από τη γραμμένη στην κοινή ελληνική. Τι έκανε αυτούς τους ανθρώπους να γράψουν στην κοινή ελληνική; Δεν είχαν άραγε το αισθητήριο να καταλάβουν ότι τα ποιήματά τους της δεύτερης κατηγορίας ήταν κατά πολύ ανώτερα εκείνων της πρώτης; Θα διακινδυνεύσω την απάντηση ότι ασφαλώς το γεγονός ότι ένιωθαν Έλληνες και δεν υπήρχε τότε κανείς να τους το αμφισβητήσει. Η αμφισβήτηση – και το χειρότερο η αυτοαμφισβήτηση – ήρθε αργότερα, με την αποτυχία του Αγώνα να πετύχει το ποθούμενο. Αφού λοιπόν η Κύπρος δεν είχε ενταχθεί στον εθνικό κορμό, τι ήταν οι Κύπριοι; Η Βενετία, το Μιλάνο, η Ρώμη κ.λπ., στις διαλέκτους των οποίων έγραψαν οι λογοτέχνες, τους οποίους αναφέρει ο κειμενογράφος μας, ανήκαν και ανήκουν στην Ιταλία, άρα, τι λογικότερο, και οι λογοτέχνες τους. Η Κύπρος όμως; Έπρεπε να αυτοπροσδιοριστεί και οι Κύπριοι έπρεπε να βρουν μια ταυτότητα για τον εαυτό τους αποκτώντας μια οντότητα, που δεν την είχαν αποζητήσει ούτε καν υποψιαστεί. Γιατί, αν υπήρχε υποψία για το τι θα μπορούσε να προκύψει μετά τον αγώνα, ο διχασμός θα υπήρχε ήδη με την έναρξη και τη διεξαγωγή του και δε θα προέκυπτε μετά.
Το να έρχεται λοιπόν ο έγκριτος ακαδημαϊκός, μελετητής και συγγραφέας να αντιπαραβάλλει δύο πράγματα κατά βάση ανόμοια με θλίβει, γιατί δείχνει πόσο απ’ έξω μπορεί να είναι κάποιος, έστω και ειλικρινά ενδιαφερόμενος.
Μου θυμίζει τα ερωτήματα που μου έθεταν πολύ επιτακτικά – και βέβαια από ειλικρινές ενδιαφέρον – συμφοιτητές μου από τις γύρω χώρες στο Πανεπιστήμιο των ξένων στην Περούτζια «γιατί η Ελλάδα, που ανέπτυξε ένα τέτοιο πολιτισμό, που όλοι θαυμάζουμε και που αποτελεί τη βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, παρουσιάζεται σήμερα ο ουραγός της Ευρώπης;» Έπρεπε να τους εξηγήσω την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας ανά τους αιώνες, για να απαντηθεί η απορία τους.
Τώρα λοιπόν στο θέμα μας, το κύριο ερώτημα που τίθεται είναι, πιστεύω, τι γέννησε στους Κύπριους την ανάγκη να επαναυτοπροσδιοστούν και να φαντάζουν ως οι επαρχιώτες που θέλουν να διεκδικήσουν για τον εαυτό τους πρωταγωνιστικό ρόλο και ανεξάρτητη ύπαρξη;
Και πάλι θα πω πού με παραπέμπει εμένα. Με παραπέμπει στα υιοθετημένα παιδιά, που ανακαλύπτουν ξαφνικά σε κάποια ηλικία ότι είναι τέτοια. Αρχίζουν τότε να
αναρωτιούνται σε ποιον ανήκουν άραγε; Στους θετούς ή σους φυσικούς γονιούς; Και ποια γλώσσα πρέπει να μιλούν; Σε ποια γενιά ανήκουν; Σε ποια εθνότητα ή θρησκεία; Και αρχίζουν να ψάχνουν τους πραγματικούς γονιούς, για να καταλήξουν ίσως ξανά στους θετούς, τονίζοντας μάλιστα ότι αυτοί είναι πλέον οι πραγματικοί γονιοί τους ή μπορεί (και αναλόγως της ηλικίας και των δεδομένων) να αποκοπούν και από τους δυο και να τραβήξουν το δικό τους δρόμο.
Οι Κύπριοι βρέθηκαν απλώς αποκομμένοι, αλλά οι άλλοι τους είπαν ότι πρέπει πια να αποκτήσουν δική τους οντότητα. Οι πιο πολλοί το υιοθέτησαν, γιατί φοβήθηκαν ότι δε θα μπορούσαν να επιβιώσουν διαφορετικά και, όπως συμβαίνει με όλα τα ιδεολογήματα ή τις εκλογικεύσεις, έπρεπε να δώσουν μορφή και δικαιολογία σ’ αυτά. Το κράτος ήρθε μετά να δικαιολογήσει και κάποτε να “εκμεταλλευτεί” (με ή χωρίς εισαγωγικά) την όλη σύγχυση, συγχυσμένο κι εκείνο και μπερδεμένο εξίσου με τους πολίτες ή τους λογοτέχνες του, αλλά πιο ξεκάθαρο ως προς την προάσπιση της εξουσίας που είχε καρπωθεί.
[Και όλα αυτά μπορεί, νομίζω, κάποιος να τα ανιχνεύσει στα θέματα, με τα οποία καταπιάνονται οι Κύπριοι συγγραφείς (απ’ όσο μπορώ να γνωρίζω) και από την εσωστρέφεια που εκδηλώνουν στα έργα τους. Πλήθος βιβλίων με θέμα την εισβολή, την κατοχή, την προσφυγιά, τα εγκαταλειμμένα χωριά και όλα τα σχετικά. Κι από την άλλη μια νεοσύστατη (επαρχιώτικη) αστική τάξη, που θέλει επιδεικτικά να αρνηθεί ότι η ουρά της ακουμπά ακόμη στην αγροτιά και σε ό,τι γνήσια κυπριακό, επειδή ακριβώς θεωρείται καθυστερημένο. Και επιστέγασμα όλων αυτών ο κοσμοπολιτισμός.]
Αναρωτιέται ο κ. Vitti για ποιον άραγε γράφουν οι Κύπριοι. Ασφαλώς δεν αγνοεί ότι αρκετοί γράφουν είτε κατ’ ευθείαν και μόνο στα αγγλικά (και λιγότερο στα γαλλικά) είτε αγγλικά και κατόπιν τα μεταφράζουν στα ελληνικά. Γιατί άραγε αν ο σκοπός τους είναι να διακριθούν αποκλειστικά στο νησί τους;
Έπειτα μιλά – όχι χωρίς μια δόση απαξίωσης – για τις αυτοεκδόσεις, που μέχρι πρόσφατα ήταν η μόνη επιλογή για να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο εδώ, στην Κύπρο. Αλλά αυτό και μόνο δε νομίζω ότι μπορεί να αποτελέσει κριτήριο μη αξίας του βιβλίου, όπως η “ετεροέκδοσή” του δεν αποτελεί ένδειξη της αξίας του, πρώτο γιατί είναι σε όλους γνωστό ότι εξαρτάται από διάφορους παράγοντες το αν θα εκδοθεί ένα βιβλίο από κάποιον εκδοτικό οίκο, αλλά είναι επίσης γνωστό ότι πολλές από αυτές τις εκδόσεις πληρώνονται από τον ποιητή ή το συγγραφέα και δεύτερο γιατί το να επιλέξει κάποιος να αυτοεκδοθεί μπορεί να μην έχει να κάνει με το πόσο πιστεύει στην αξία του έργου του. Ο καθένας που γράφει αποτείνεται σε ένα τουλάχιστον υποθετικό ή δυνητικό (κάπου στον κόσμο ή κάποτε στο χρόνο) αναγνώστη.
Δε θα ήθελα βέβαια να αναφερθώ και σε ποιητές ή συγγραφείς που αυτοεκδόθηκαν τουλάχιστον αρχικά και δικαιώθηκαν και αναγνωρίστηκαν τελικά ή σε λογοτέχνες από την άλλη που δοξάστηκαν ως μεγάλοι στην εποχή τους και καταποντίστηκαν μετά. Όλοι γνωρίζουμε πως ο συρμός παίζει το ρόλο του και σε αυτό τον τομέα, πόσο μάλλον σήμερα που πια δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τι είναι λογοτεχνία και τι λογοτεχνική σαπουνόπερα. Θα ήταν επίσης σωστό να ερευνηθεί, πιστεύω, το γιατί συγγραφείς που ξεκίνησαν με αυτοέκδοση, αποτάθηκαν στη συνέχεια και εκδόθηκαν στην Ελλάδα και τελικά επέστρεψαν ξανά στην αυτοέκδοση.
Όντως λοιπόν χρήζει πολλής μελέτης το όλο θέμα. Εμβριθούς και πολύπλευρης. Αλλά κυρίως με βάση τα ιστορικά δεδομένα και τις εγγενείς «ανάγκες» που ώθησαν τους Κυπρίους σ’ αυτή τη σύγχυση, από την οποία πιστεύω ότι θα βγουν όταν τα νερά «ποκαθαρίσουν».

Άννα Τενέζη

2. Για τις σκέψεις του Mario Vitti

2. Για τις σκέψεις του Mario Vitti

Διάβασα με ενδιαφέρον τις σκέψεις του Mario Vitti για την κυπριακή λογοτεχνία που δημοσιεύτηκαν στα Μικροφιλολογικά (22, 2007). Παρόλο που ο ίδιος αναφέρει πως πρόκειται «για κάτι το εντελώς προσωρινό και δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα μιας πιο δεσμευτικής κριτικής μελέτης», αξίζει τον κόπο να σταθεί κανείς σ’αυτές τις σκέψεις και να διατυπώσει κάποιες, ας τις πούμε «αντι-σκέψεις». Κι αυτό γιατί όσο αποσπασματικές κι αν είναι πρόκειται για τις σκέψεις ενός σημαντικού μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας που έχουν ένα ειδικό βάρος.
Όταν ο Mario Vitti προτείνει ως ονομασία της κυπριακής λογοτεχνίας τον όρο «ελληνόφωνη λογοτεχνία της Κύπρου», επανέρχεται στη γνωστή συζήτηση που έλκει την καταγωγή της από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, «δεξιές» ή «αριστερές», «εθνικές» ή «διεθνιστικές», με όσα αυτό συνεπάγεται. Η λογική όμως της «ελληνόφωνης» κυπριακής λογοτεχνίας, επειδή υπάρχει και μια τουρκοκυπριακή λογοτεχνία, θα μπορούσε να οδηγήσει και στην αμφισβήτηση της ύπαρξης ελληνικής λογοτεχνίας στα χρόνια της τουρκοκρατίας, αφού θα επρόκειτο για μια «ελληνόφωνη» λογοτεχνία στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και με την υπενθύμιση ότι υπήρξαν τμήματα της σημερινής ελληνικής επικράτειας που παρέμειναν τμήματα της αυτοκρατορίας αυτής ως το 1912. Παράλληλα, με την ίδια λογική,λογοτεχνίες της ελληνικής περιφέρειας-Κρήτη, Επτάνησα, Αλεξάνδρεια, κ.λπ.– θα έπρεπε να ονομαστούν επίσης «ελληνόφωνες». Άσε που ο όρος θυμίζει λίγο τα σημερινά «ελληνόφωνα» χωριά της Κάτω Ιταλίας. Αντίθετα ο όρος κυπριακή λογοτεχνία παραμένει πάντα δόκιμος αφού ως ένα σημείο καλύπτει ακόμη και την κυπριακή μεσαιωνική γραμματεία,πριν την τουρκοκρατία. Kαλύπτει δε γενικότερα μια λογοτεχνική παραγωγή σε εποχή κατά την οποία δεν υπήρχε τουρκοκυπριακή λογοτεχνία. Παραμένει δόκιμος με την ίδια λογική που μιλούμε για κρητική λογοτεχνία, επτανησιακή κ.λπ. Άλλωστε θέτει και ο ίδιος το ερώτημα «τί αντιπροσώπευε η ελληνική λογοτεχνία μέσα στην Οθωμανική επικράτεια», χωρίς ουσιαστικά να το απαντά.
Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ επίσης το επιχείρημα της πολιτικής σκοπιμότητας, ότι δηλαδή μπορεί «να χρησιμοποιείται η ελληνόγλωσση λογοτεχνία της Κύπρου ως πολιτικό επιχείρημα για να προβληθεί η Κύπρος στην παγκόσμια γνώμη ως αυτοδύναμη παρουσία,με δικό της ελληνικό πολιτισμό». Απ’ότι ξέρω η προβολή όλων των λογοτεχνιών στην παγκόσμια κοινή γνώμη υποκρύπτει άμεσα ή έμμεσα και πολιτικές σκοπιμότητες. Μήπως κάτι τέτοιο δε γίνεται για παράδειγμα με τη γαλλική, την ιταλική ή την αμερικανική λογοτεχνία; Θα συμφωνήσω όμως μαζί του ότι οι πρωτοβουλίες της κυπριακής Πολιτείας για την προβολή της κυπριακής λογοτεχνίας στο εξωτερικό έγιναν μέχρι τώρα με τρόπο σπασμωδικό και ατελέσφορο, προπάντων αν συγκριθούν με τις προσπάθειες χωρών όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Γερμανία.
Από την άλλη το να προβληθεί η κυπριακή λογοτεχνία ως ένα σύνολο, τίποτε δεν εμποδίζει να ενταχτούν οι δημιουργοί της στην ευρύτερη ελληνική λογοτεχνία. Διότι ασφαλώς για κάτι τέτοιο πρόκειται και όχι για την ένταξη όπως αναφέρει ο Mario Vitti «ξεχωριστών κεφαλαίων» και «χωριστών παραγράφων» που να αφορούν την κυπριακή λογοτεχνία ως ένα ξεχωριστό σύνολο. Αν αυτό δεν συμβαίνει, όπως σωστά λέει, με άλλες περιοχές της Ελλάδας, το ίδιο ασφαλώς δεν πρόκειται να συμβεί με την Κύπρο. Πρόκειται, όπως σωστά το επισημαίνει, για την παρουσία Κυπρίων λογοτεχνών σ’ ένα χώρο, αυτό της ελληνικής λογοτεχνίας, «όπου γραμματολογικά και αξιολογικά πρέπει να ενταχθούν». Το θέμα δεν είναι να ενταχθεί στον κορμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας «ο συρφετός» που υπονοεί, αλλά όσοι αξιολογικά μπορούν να ενταχθούν εκεί. Αυτό όμως που διαπιστώνει ο καλόπιστος μελετητής είναι πως οι Κύπριοι λογοτέχνες έχουν αποκλειστεί ουσιαστικά από τον κορμό αυτό της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ούτε βέβαια δικαιολογείται κάτι τέτοιο από το γεγονός ότι η κυπριακή λογοτεχνία διατηρεί μια σχετική αυτονομία λογοτεχνίας της ελληνικής περιφέρειας, της τελευταίας που καταφέρνει να επιβιώνει ως τέτοια με αυτή της ελληνικής διασποράς. Το ερώτημα που θέτει, σε ποιον αναγνώστη απευθύνεται ο Κύπριος λογοτέχνης, «στον Κύπριο και μόνο στον Κύπριο, στον Ελλαδίτη ή μήπως στον Ευρωπαίο», καθώς και στα επακόλουθα του ιδίου ερωτήματος, έχω την αίσθηση ότι δεν απευθύνεται στο σωστό παραλήπτη. Πρώτον διότι θα μπορούσε να θέσει το ίδιο ερώτημα στον Γάλλο, τον Γερμανό ή τον Ιταλό λογοτέχνη. Γιατί ειδικά μόνο στον Κύπριο; Δεύτερον ο λογοτέχνης, οποιασδήποτε εθνικής καταγωγής, μπορεί να έχει φιλοδοξίες ακόμη και αυταπάτες ότι το έργο του είναι επιπέδου Νόμπελ. Σε τελευταία όμως ανάλυση δεν είναι ούτε οι δικές του φιλοδοξίες ούτε οι δικές του αυταπάτες που θα κρίνουν αν το έργο του αξίζει να παραμείνει στο «συρφετό» του τοπικού επιπέδου, στο εθνικό πάνθεο ή στον παγκόσμιο στίβο της λογοτεχνίας. Δυσκολεύομαι επίσης να κατανοήσω την ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζει τους Κυπρίους λογοτέχνες που τυπώνουν «με δικά τους έξοδα τα αριστουργήματά τους, και μάλιστα κάποτε τα καμαρώνουν μεταφρασμένα με έξοδα του κυπριακού δημοσίου». Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς από τη στιγμή που στην Κύπρο δεν υπήρχαν μέχρι πρόσφατα εκδοτικοί οίκοι, και οι ελλαδικοί οίκοι ελάχιστα έργα Κυπρίων εξέδιδαν; Άλλωστε μήπως είναι αξιολογικό κριτήριο το γεγονός ότι ένας συγγραφέας δε βρίσκει εκδοτικό οίκο, ειδικά στην ελληνική επικράτεια, που ο αριθμός τους στο παρελθόν ήταν πολύ περιορισμένος, και υποχρεώνεται να τυπώσει από μόνος του, τουλάχιστον τα πρώτα του έργα; Θα γνωρίζει και ο ίδιος πόσοι σημαντικοί λογοτέχνες στην Ελλάδα δε βρήκαν κάποια στιγμή εκδοτικό οίκο για το έργο τους και το τύπωσαν οι ίδιοι. Θα γνωρίζει ακόμη πως μεγάλοι συγγραφείς σε πολλές χώρες του κόσμου, είδαν κάποια στιγμή το έργο τους να απορρίπτεται από εκδοτικούς οίκους. Για να μη αναφερθώ και στην ιδιόρρυθμη περίπτωση του Καβάφη και τον τρόπο που τύπωνε τα ποιήματα του, χωρίς αυτό να εμποδίσει τη διεθνή αναγνώριση του. Και μήπως μόνο η Κύπρος επιχορηγεί μεταφράσεις έργων των λογοτεχνών της; Άλλο αν αυτό δεν γίνεται με το σωστό τρόπο. Θα πρέπει επομένως να είναι κανείς επιεικής με τις ιδιορρυθμίες του κυπριακού χώρου. Δηλαδή το γεγονός ότι ο Βασίλης Μιχαηλίδης δεν είχε εκδοτικό οίκο να τον τυπώνει, ή ακόμη στις μέρες μας ο Κώστας Μόντης, αποτελεί αξιολογικό κριτήριο αποτίμησης του έργου τους;
Θα συμφωνήσω μαζί του για το ρόλο της κυπριακής διαλέκτου, ότι δεν υπάρχει λόγος να περιθωριοποιηθεί στη λογοτεχνική παραγωγή. Θα θυμίσω όμως ότι το ελλαδικό κατεστημένο προβάλλει ως δικαιολογία, όταν αγνοεί ποιητές του μεγέθους ενός Βασίλη Μιχαηλίδη ή ενός Δημήτρη Λιπέρτη, το γεγονός ότι έγραψαν στην κυπριακή διάλεκτο και ότι τάχα κανείς δεν τους καταλαβαίνει. Σε μια χώρα βέβαια όπου ήδη μεταφράζεται ο Παπαδιαμάντης, ζητάμε ίσως πολλά. Και δεν αναφέρομαι φυσικά στο ευρύ ελλαδικό κοινό, αναφέρομαι στους «μορφωμένους», γραμματολόγους, κριτικούς και άλλους του συναφιού που δεν θα χρειάζονταν πολύ κόπο να κατανοήσουν το έργο, για παράδειγμα, ενός Βασίλη Μιχαηλίδη.
Κομβικό βέβαια είναι το ερώτημα πού εντάσσεται η τουρκοκυπριακή λογοτεχνία. Εντάσσεται εκεί που οι δημιουργοί της θα το αποφασίσουν και όσο ξέρω ομοφωνία ανάμεσά τους δεν υπάρχει. Ασφαλώς και πρόκειται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο για μια κυπριακή λογοτεχνική παραγωγή που αναγκαστικά η σύνδεση της, αν υπάρχει τέτοια, λόγω γλώσσας θα είναι με την ευρύτερη τουρκική λογοτεχνία.Όπως δεν υπάρχει κυπριακή εθνική ταυτότητα, έτσι δεν υπάρχει και εθνική κυπριακή λογοτεχνία. Υπάρχει όμως, ή μπορεί να υπάρξει, μια κυπριακή ρεπουμπλικανική πολιτική ταυτότητα που περικλείει ή μπορεί να περικλείσει Ελληνοκυπρίους, Τουρκοκυπρίους και όλες τις άλλες επιμέρους ομάδες κυπρίων πολιτών. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει και μια τοπική - κυπριακή λογοτεχνική παραγωγή της οποίας οι μελετητές θα αναζητήσουν τα κοινά χαρακτηριστικά επιπλέον των άλλων διασυνδέσεων των επιμέρους συνόλων της.

Στέφανος Kωνσταντινίδης

Σκέψεις για την κυπριακή λογοτεχνία

Σκέψεις για την κυπριακή λογοτεχνία

Στο σημείωμα αυτό διατυπώνονται μερικές σκόρπιες σκέψεις για την κυπριακή λογοτεχνία με αφορμή ορισμένες κουβέντες που έγιναν παλαιότερα και πιο πρόσφατα με τον Λ. Παπαλεοντίου· επομένως, πρόκειται για κάτι το εντελώς προσωρινό και δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα μιας πιο δεσμευτικής κριτικής μελέτης. O διάλογος πάνω στο καυτό αυτό θέμα πρέπει να συνεχιστεί βέβαια έως ότου καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα, αν φτάσει ποτέ σ’ αυτό. Kαι εφόσον πρόκειται για ανοιχτό διάλογο, για την ώρα, ας ξεκινήσω δηλώνοντας ότι κρατώ ως σημείο αναφοράς την ανακεφαλαίωση του ζητήματος όπως έχει εκτεθεί, με πληρότητα πιστεύω, από τον συνομιλητή μου στο αφιερωματικό τεύχος του Πόρφυρα (αρ. 105, 2002) με θέμα «Mεταπολεμική ελληνική λογοτεχνία και Kύπρος».
Ως προς τους όρους με τους οποίους αποκαλούμε την κυπριακή λογοτεχνία, σκέπτομαι μια επιγραφή κάπως τεχνικότερη, όπως λόγου χάρη «ελληνόφωνη λογοτεχνία της Kύπρου», σεβόμενος την επίσημη πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία, θέλοντας και μη, η Kύπρος είναι διεθνώς αναγνωρισμένη ως μια Δημοκρατία όπου συνυπάρχουν δύο γλώσσες και δύο πολιτισμοί, όπως μας υπενθυμίζουν κάθε μέρα οι γραφές που εμφανίζονται στα κυπριακά χαρτονομίσματα.
Aυτή η συνύπαρξη μού φέρνει στο νου την Oθωμανική αυτοκρατορία, μια ιστορική κατάσταση που παρατείνεται στην Kύπρο και μέσα στην αγγλοκρατία, ενώ στην Eλλάδα καταργείται δραστικά το 1830 για μερικούς νομούς τουλάχιστο, και λήγει το 1912 και το 1922. Tι ήταν και τι αντιπροσώπευε η νεοελληνική λογοτεχνία μέσα στην Oθωμανική επικράτεια; Aν είχε εσωτερικά σύνορα, αν είχε κατά τόπους διαφορετική ανάπτυξη, και αν επιβάλλονται διακρίσεις που στηρίζονται σε πολιτισμικές πραγματικότητες διαφοροποιημένες μεταξύ τους μέσα στην Pωμιοσύνη, με επίπτωση στη λογοτεχνική πραγματικότητα, το παραμερίζω για την ώρα, και αφήνω τον καθένα να το εκτιμήσει σύμφωνα με τα δεδομένα που διαθέτουμε.
Aν θυμάμαι καλά, το πρόβλημα της ταυτότητας στην κυπριακή λογοτεχνία πήρε διαστάσεις δραματικές από τότε κυρίως που ιδρύθηκε η Kυπριακή Δημοκρατία – αλήθεια τι συνέβη με την λογοτεχνία της Mάλτας που απέκτησε την ανεξαρτησία της την ίδια μέρα; – και έφτασε στην αποκορύφωσή του στις δικές μας μέρες, μετά το τραύμα της τουρκικής εισβολής στο νησί. Mήπως πρόκειται για ένα γενικότερο πολιτικό θέμα, του είδους Kυπριακή οικονομία, Kυπριακή πολιτική, κτλ.; Θέλω να πω, μήπως χρησιμοποιείται η ελληνόγλωσση λογοτεχνία της Kύπρου ως πολιτικό επιχείρημα για να προβληθεί η Kύπρος στην παγκόσμια γνώμη ως αυτοδύναμη παρουσία, με δικό της ελληνικό πολιτισμό;
Aν συμβαίνει αυτό, όλος ο προβληματισμός για μια αυτεξούσια λογοτεχνική πραγματικότητα της Kύπρου, δηλαδή για μια ελληνόγλωσση κυπριακή λογοτεχνία ως δυναμικό σύνολο, προκαλεί πολλές απορίες στον ιστορικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Για καλό και για κακό, μας συμφέρει εμάς τους γραμματολόγους, αν πρόκειται μονάχα για επιχείρημα πολιτικής σκοπιμότητας, να αγνοήσουμε και αυτό το ίδιο επιχείρημα και τις πρωτοβουλίες της επίσημης Kυπριακής πολιτικής για την προβολή μιας ελληνόγλωσσης κυπριακής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, που εξάλλου έγιναν μέχρι τώρα με τρόπο σπασμωδικό και ατελέσφορο.
Aς προχωρήσουμε λοιπόν.
Aν αφαιρέσουμε τα πολιτικά σύνορα και θεωρήσουμε την ελληνική λογοτεχνία σαν μια πραγματικότητα που έχει ως θέατρο δράσης κυρίως την Eλληνική επικράτεια, αλλά περιλαμβάνει και την Kυπριακή Δημοκρατία, παραιτούμενοι συνεπώς από τις διεκδικήσεις προβολής ενός κυπριακού συνόλου, μαζικού, αδιακρίτως αξίας, της εντόπιας παραγωγής, και περνώντας σε μια εκτελεστική εφαρμογή προκειμένου να εντάξουμε τους Kυπρίους λογοτέχνες στο σώμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, δεν βλέπω πώς να χωρέσουν σε μια Iστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας κεφάλαια ξεχωριστά και χωριστές παράγραφοι που να αφορούν ιδιαίτερα την κυπριακή λογοτεχνία, ενώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο για άλλες περιοχές της Eλλάδας.
Aντίθετα θεωρώ απολύτως δικαιολογημένη την παρουσία, σε μια συνολική Iστορία, ελληνόγλωσσων λογοτεχνών κυπριακής καταγωγής ενταγμένους μαζί με άλλους Έλληνες λογοτέχνες, στον χώρο όπου γραμματολογικά και αξιολογικά πρέπει να ενταχθούν. Όπως πολύ νόστιμα το είπε ο Γ.Π. Σαββίδης, «οι σημαντικότεροι με τους σημαντικότερους, και ο συρφετός με τον συρφετό».
Θα βοηθούσε ουσιαστικά τη δουλειά μας η απάντηση στην ερώτηση, σχετικά με τον καθένα που καταπιάνεται στην Kύπρο με τη δημιουργική λογοτεχνική παραγωγή, σε ποιόν ακριβώς αναγνώστη απευθύνεται· στον Kύπριο και μόνο στον Kύπριο, στον Eλλαδίτη ή μήπως στον Eυρωπαίο; Eπιπλέον, ο καθένας από τους λογοτέχνες της Kύπρου, αφού δώσει αυτή την απάντηση, ποιά πιστεύει άραγε να είναι η θέση του εντός του λογοτεχνικού σώματος της ελληνικής πολιτισμικής πραγματικότητας; Ποιά είναι η φιλοδοξία του· να γίνει σπουδαίος στο νησί του, ή να αποκτήσει μια δίκαιη θέση στο πανόραμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας; Oι στόχοι του είναι πανελλήνιοι ή όχι; O Eλληνοκύπριος λογοτέχνης θα βρει μεγάλη βοήθεια για να εκτιμήσει την εμβέλεια του έργου του, αν απαντήσει ευσυνείδητα και δίχως αυταπάτες σε αυτό το ερώτημα. Άλλοι μπορούν να συνεχίσουν να τυπώνουν με δικά τους έξοδα τα αριστουργήματά τους και μάλιστα κάποτε να τα καμαρώνουν μεταφρασμένα με έξοδα του Kυπριακού δημοσίου.
Ένα ζήτημα που με απασχολεί, επειδή ασκεί μεγάλη γοητεία επάνω μου, είναι η όμορφη κυπριακή ντοπιολαλιά. Στην Eλληνική επικράτεια έχουν καταργηθεί οι διάλεκτοι ως γονιμοποιοί παράγοντες της έντεχνης λογοτεχνίας. Πρόκειται για μεγάλη απώλεια που οφείλεται μάλλον, σε μια πρώτη χρονολογικά φάση, στην επισημοποίηση της λόγιας γλώσσας στο νεοϊδρυθέν βασίλειο, όταν ταυτιζόταν η ενότητα της γλώσσας με την ενότητα του έθνους· και στις εξοντωτικές διαμάχες που ακολούθησαν για την επικράτηση μιας ενιαίας και εξίσου ισοπεδωτικής δημοτικής. H Kύπρος, με το να είναι ανεξάρτητη από το Eλληνικό κράτος, δεν είχε κανένα λόγο να ακολουθήσει την ελλαδική κατρακύλα και να ισοπεδώσει την λογοτεχνική παραγωγή σε αυτές τις παραμέτρους, εννοώ ως προς τη γλώσσα, λόγια ή δημοτική. Aλλά αυτό ήταν γραμμένο να γίνει.
Aν διατύπωσα μέχρι εδώ μερικές σκέψεις που θα μπορούσαν ενδεχομένως να θεωρηθούν ιδιόρρυθμες, για να είμαι συνεπής θα διακινδυνεύσω τώρα και κάτι άλλο: Ποιός είναι ο ρόλος της κυπριακής διαλέκτου στην έντεχνη λογοτεχνία; Έχουμε την ένδοξη περίπτωση της αναγεννησιακής ποίησης, όπου η διάλεκτος δεν παίζει τον ρόλο ενός υποδεέστερου λαϊκού οργάνου, αλλά αποτελεί μια εξαίρετη περίπτωση όπου το λαϊκό αυτό όργανο εξυψώνεται σε αριστοκρατικό όργανο έκφρασης που αμιλλάται με την πιο εκλεπτυσμένη ιταλική ποίηση. Δεν θα πω ονόματα συγγραφέων για το διάστημα που ακολούθησε από τότε μέχρι σήμερα, επειδή οπωσδήποτε θα είναι λειψός ο κατάλογός μου, αλλά το αισθητήριό μου με ειδοποιεί ότι κάθε φορά που διαβάζω Kύπριους που έγραψαν στην κοινή (καθαρεύουσα ή δημοτική) και στη διάλεκτο, απέδωσαν περισσότερα αξιοποιώντας τη διάλεκτο παρά χρησιμοποιώντας την κοινή αυτή, καθαρεύουσα ή δημοτική. H διάλεκτος στην Kύπρο είναι αίμα ζωντανό στις φλέβες όλου του γνήσιου πληθυσμού, δεν απονεκρώθηκε· τότε γιατί να περιθωριοποιηθεί; Πρόκειται για ένα προνόμιο που δεν μπορεί να πάει χαμένο.
Kαλύτερα όμως να μην προχωρήσω σ’ αυτή την κατεύθυνση, επειδή μια απλή επισήμανση διατρέχει τον κίνδυνο να με οδηγήσει σε ζητήματα εκπαίδευσης και πολιτικής, ενώ δεν είναι αυτή η πρόθεσή μου. Πριν κλείσω αυτό το σημείωμα, να προσθέσω κάτι για την ιταλική ποίηση, που ίσως φανεί διασκεδαστικό. Aν ανοίξει κανείς μια οποιαδήποτε σοβαρή Aνθολογία ιταλικής ποίησης, θα βρει δίπλα στον Φόσκολο και τον Λεοπάρντι τον Kάρλο Πόρτα, που έγραφε μιλανέζικα, τον Tζουζέπε Tζιοακίνο Mπέλλι, που έγραφε ρομανέσκο, δηλαδή στη διάλεκτο της Pώμης (μάλιστα λένε ότι καλά έκανε και παράτησε τα ιταλικά προς όφελός της). Στον 20ό αιώνα έχουμε τα ναπολετάνικα του ντι Tζιάκομο, τα φριουλάνικα του Παζολίνι, τα ρομανιόλικα του Tονίνο Γκουέρα (σεναριογράφου του Aντονιόνι), τα βενετικά του στον Aντρέα Tζαντζότο (αριστοκρατικός ποιητής στα ιταλικά).
Aς μείνω έως εδώ.

Mario Vitti
Mικροφιλολογικά 22 (Φθινόπωρο 2007) 4-6