3. Σκέψεις πάνω στις «Σκέψεις για την κυπριακή λογοτεχνία»
του Mario Vitti
του Mario Vitti
Ευτυχώς, που εξαρχής ο κ. Vitti διευκρινίζει στο σημείωμά του ότι πρόκειται για σκόρπιες σκέψεις, γιατί, ομολογώ, θα με ξένιζε αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Θα μιλήσω αφελώς σε σχέση με την εμβρίθεια και γνώση του κ. Vitti και διακινδυνεύω να φανώ αδαής, αλλά νιώθω ότι πρέπει να βοηθήσω στο να «καταλήξει αυτό το θέμα σε κάποιο συμπέρασμα, αν φτάσει ποτέ σ’ αυτό», όπως σημειώνει ο ίδιος. Ήδη αυτή η φράση θέτει ότι είναι ένα ζητούμενο ο ορισμός ή καθορισμός της “κυπριακής” λογοτεχνίας. Το αμέσως επόμενο είναι αν θα καταλήξει κάπου. Ξεκινώ από αυτό το τελευταίο, γιατί ίσως βοηθήσει και στα υπόλοιπα.
Πιστεύω πως ναι, θα καταλήξει, όταν «ποκαθαρίσουν τα νερά», όπως λένε και οι Κύπριοι. Όταν δηλαδή θα ξεκαθαρίσει το μέγα πρόβλημα της ταυτότητας των Κυπρίων, το οποίο, όπως είναι γνωστό, δημιουργήθηκε από τη μη εκπλήρωση του μεγάλου αιτήματος της Αυτοδιάθεσης αυτού του αποκομμένου και ανά τους αιώνες υποδουλωμένου ελληνικού κομματιού.
Έχοντας περάσει προσωπικά μια πολύ δυνατή κρίση ταυτότητας, πόνεσα ειλικρινά από μια δόση ελαφριάς και παιγνιώδους, αλλά καθόλου κακοπροαίρετης ειρωνείας, που διαιστάνθηκα στα γραφόμενα του κ. Vitti. Με παρέπεμψε στο «ο χορτάτος το νηστικό δεν τον σκέφτεται». Γιατί ο κ. Vitti αναφέρεται στο τέλος του σημειώματός του στους Ιταλούς εκείνους λογοτέχνες που έγραψαν στη διάλεκτό του ο καθένας και συμπεριλαμβάνονται σε Ανθολογίες ιταλικής ποίησης. Θα ήταν όμως πολύ διαφωτιστικό να μας έλεγε ο κ. Vitti, αν το να γράψουν αυτοί οι ποιητές στη διάλεκτό τους έγινε γιατί είχαν ανάγκη να αυτοπροσδιοριστούν ως κάτι ξεχωριστό από τους υπόλοιπους Ιταλούς (λογοτέχνες ή μη) ή αν απλώς το έκαναν γιατί ήθελαν να προβάλουν τη μητρική τους λαλιά και αυτήν που ένιωθαν να τους εκφράζει καλύτερα ή που ήξεραν ότι μπορούν να τη χειριστούν έτσι, ώστε να εκφραστούν ουσιαστικότερα. Γιατί, ναι, όπως συμβαίνει και με την κυπριακή, η διάλεκτος συχνά κρατά την πυκνότητα του περιορισμένου και για αιώνες διατηρημένου, γι’ αυτό και πιο ουσιαστικού.
Στην περίπτωση όμως των Ιταλών λογοτεχνών εκείνο που συμβαίνει, υποθέτω, είναι ότι, ανήκουν σ’ ένα σύνολο, μέσα στο οποίο θέλουν ίσως να προβάλουν την εντοπιότητά τους. Ενώ οι Κύπριοι, λογοτέχνες ή μη – γιατί το φαινόμενο δε συναντάται μόνο στη λογοτεχνία – πίστευαν ή ένιωθαν (και πιστεύω ότι κατά βάθος ακόμα ξέρουν ή πιστεύουν) ότι ανήκουν σ’ ένα σύνολο, από το οποίο έχουν αποκοπεί βίαια και μάλλον οριστικά – και πιστεύω ότι αυτό είναι ή ήταν το πιο καταλυτικό γι’ αυτούς – και τώρα ψάχνουν να αυτοπροσδιοριστούν, για να υπάρξουν. Γιατί στο βάθος όλης αυτής της αγωνίας του να προβληθούν, να τονίσουν την ύπαρξη ή την ανεξαρτησία τους, βρίσκεται, διαισθάνομαι, η αγωνία της επιβίωσης, το μεγάλο ερώτημα «πώς επιβιώνουμε τώρα που έχουμε αποκοπεί;» (από τον εθνικό κορμό θα έλεγα, αλλά φοβάμαι μη δώσω εθνικιστική χροιά στα λεγόμενά μου, γιατί κι αυτός ο φόβος είναι ένας από τους επιγόνους της ανεξαρτησίας.
Ίσως θα ήταν βοηθητικό στο να διαμορφώσουμε άποψη, αν μελετούσαμε και την περίπτωση Κύπριων λογοτεχνών, στους οποίους επίσης αναφέρεται ο κ. Vtti, που έγραψαν και στην κοινή ελληνική και στη ντοπιολαλιά και αναμφίβολα η ποίησή τους η γραμμένη στην ντοπιολαλιά είναι πυκνότερη και ουσιαστικότερη από τη γραμμένη στην κοινή ελληνική. Τι έκανε αυτούς τους ανθρώπους να γράψουν στην κοινή ελληνική; Δεν είχαν άραγε το αισθητήριο να καταλάβουν ότι τα ποιήματά τους της δεύτερης κατηγορίας ήταν κατά πολύ ανώτερα εκείνων της πρώτης; Θα διακινδυνεύσω την απάντηση ότι ασφαλώς το γεγονός ότι ένιωθαν Έλληνες και δεν υπήρχε τότε κανείς να τους το αμφισβητήσει. Η αμφισβήτηση – και το χειρότερο η αυτοαμφισβήτηση – ήρθε αργότερα, με την αποτυχία του Αγώνα να πετύχει το ποθούμενο. Αφού λοιπόν η Κύπρος δεν είχε ενταχθεί στον εθνικό κορμό, τι ήταν οι Κύπριοι; Η Βενετία, το Μιλάνο, η Ρώμη κ.λπ., στις διαλέκτους των οποίων έγραψαν οι λογοτέχνες, τους οποίους αναφέρει ο κειμενογράφος μας, ανήκαν και ανήκουν στην Ιταλία, άρα, τι λογικότερο, και οι λογοτέχνες τους. Η Κύπρος όμως; Έπρεπε να αυτοπροσδιοριστεί και οι Κύπριοι έπρεπε να βρουν μια ταυτότητα για τον εαυτό τους αποκτώντας μια οντότητα, που δεν την είχαν αποζητήσει ούτε καν υποψιαστεί. Γιατί, αν υπήρχε υποψία για το τι θα μπορούσε να προκύψει μετά τον αγώνα, ο διχασμός θα υπήρχε ήδη με την έναρξη και τη διεξαγωγή του και δε θα προέκυπτε μετά.
Το να έρχεται λοιπόν ο έγκριτος ακαδημαϊκός, μελετητής και συγγραφέας να αντιπαραβάλλει δύο πράγματα κατά βάση ανόμοια με θλίβει, γιατί δείχνει πόσο απ’ έξω μπορεί να είναι κάποιος, έστω και ειλικρινά ενδιαφερόμενος.
Μου θυμίζει τα ερωτήματα που μου έθεταν πολύ επιτακτικά – και βέβαια από ειλικρινές ενδιαφέρον – συμφοιτητές μου από τις γύρω χώρες στο Πανεπιστήμιο των ξένων στην Περούτζια «γιατί η Ελλάδα, που ανέπτυξε ένα τέτοιο πολιτισμό, που όλοι θαυμάζουμε και που αποτελεί τη βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, παρουσιάζεται σήμερα ο ουραγός της Ευρώπης;» Έπρεπε να τους εξηγήσω την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας ανά τους αιώνες, για να απαντηθεί η απορία τους.
Τώρα λοιπόν στο θέμα μας, το κύριο ερώτημα που τίθεται είναι, πιστεύω, τι γέννησε στους Κύπριους την ανάγκη να επαναυτοπροσδιοστούν και να φαντάζουν ως οι επαρχιώτες που θέλουν να διεκδικήσουν για τον εαυτό τους πρωταγωνιστικό ρόλο και ανεξάρτητη ύπαρξη;
Και πάλι θα πω πού με παραπέμπει εμένα. Με παραπέμπει στα υιοθετημένα παιδιά, που ανακαλύπτουν ξαφνικά σε κάποια ηλικία ότι είναι τέτοια. Αρχίζουν τότε να
αναρωτιούνται σε ποιον ανήκουν άραγε; Στους θετούς ή σους φυσικούς γονιούς; Και ποια γλώσσα πρέπει να μιλούν; Σε ποια γενιά ανήκουν; Σε ποια εθνότητα ή θρησκεία; Και αρχίζουν να ψάχνουν τους πραγματικούς γονιούς, για να καταλήξουν ίσως ξανά στους θετούς, τονίζοντας μάλιστα ότι αυτοί είναι πλέον οι πραγματικοί γονιοί τους ή μπορεί (και αναλόγως της ηλικίας και των δεδομένων) να αποκοπούν και από τους δυο και να τραβήξουν το δικό τους δρόμο.
Οι Κύπριοι βρέθηκαν απλώς αποκομμένοι, αλλά οι άλλοι τους είπαν ότι πρέπει πια να αποκτήσουν δική τους οντότητα. Οι πιο πολλοί το υιοθέτησαν, γιατί φοβήθηκαν ότι δε θα μπορούσαν να επιβιώσουν διαφορετικά και, όπως συμβαίνει με όλα τα ιδεολογήματα ή τις εκλογικεύσεις, έπρεπε να δώσουν μορφή και δικαιολογία σ’ αυτά. Το κράτος ήρθε μετά να δικαιολογήσει και κάποτε να “εκμεταλλευτεί” (με ή χωρίς εισαγωγικά) την όλη σύγχυση, συγχυσμένο κι εκείνο και μπερδεμένο εξίσου με τους πολίτες ή τους λογοτέχνες του, αλλά πιο ξεκάθαρο ως προς την προάσπιση της εξουσίας που είχε καρπωθεί.
[Και όλα αυτά μπορεί, νομίζω, κάποιος να τα ανιχνεύσει στα θέματα, με τα οποία καταπιάνονται οι Κύπριοι συγγραφείς (απ’ όσο μπορώ να γνωρίζω) και από την εσωστρέφεια που εκδηλώνουν στα έργα τους. Πλήθος βιβλίων με θέμα την εισβολή, την κατοχή, την προσφυγιά, τα εγκαταλειμμένα χωριά και όλα τα σχετικά. Κι από την άλλη μια νεοσύστατη (επαρχιώτικη) αστική τάξη, που θέλει επιδεικτικά να αρνηθεί ότι η ουρά της ακουμπά ακόμη στην αγροτιά και σε ό,τι γνήσια κυπριακό, επειδή ακριβώς θεωρείται καθυστερημένο. Και επιστέγασμα όλων αυτών ο κοσμοπολιτισμός.]
Αναρωτιέται ο κ. Vitti για ποιον άραγε γράφουν οι Κύπριοι. Ασφαλώς δεν αγνοεί ότι αρκετοί γράφουν είτε κατ’ ευθείαν και μόνο στα αγγλικά (και λιγότερο στα γαλλικά) είτε αγγλικά και κατόπιν τα μεταφράζουν στα ελληνικά. Γιατί άραγε αν ο σκοπός τους είναι να διακριθούν αποκλειστικά στο νησί τους;
Έπειτα μιλά – όχι χωρίς μια δόση απαξίωσης – για τις αυτοεκδόσεις, που μέχρι πρόσφατα ήταν η μόνη επιλογή για να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο εδώ, στην Κύπρο. Αλλά αυτό και μόνο δε νομίζω ότι μπορεί να αποτελέσει κριτήριο μη αξίας του βιβλίου, όπως η “ετεροέκδοσή” του δεν αποτελεί ένδειξη της αξίας του, πρώτο γιατί είναι σε όλους γνωστό ότι εξαρτάται από διάφορους παράγοντες το αν θα εκδοθεί ένα βιβλίο από κάποιον εκδοτικό οίκο, αλλά είναι επίσης γνωστό ότι πολλές από αυτές τις εκδόσεις πληρώνονται από τον ποιητή ή το συγγραφέα και δεύτερο γιατί το να επιλέξει κάποιος να αυτοεκδοθεί μπορεί να μην έχει να κάνει με το πόσο πιστεύει στην αξία του έργου του. Ο καθένας που γράφει αποτείνεται σε ένα τουλάχιστον υποθετικό ή δυνητικό (κάπου στον κόσμο ή κάποτε στο χρόνο) αναγνώστη.
Δε θα ήθελα βέβαια να αναφερθώ και σε ποιητές ή συγγραφείς που αυτοεκδόθηκαν τουλάχιστον αρχικά και δικαιώθηκαν και αναγνωρίστηκαν τελικά ή σε λογοτέχνες από την άλλη που δοξάστηκαν ως μεγάλοι στην εποχή τους και καταποντίστηκαν μετά. Όλοι γνωρίζουμε πως ο συρμός παίζει το ρόλο του και σε αυτό τον τομέα, πόσο μάλλον σήμερα που πια δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τι είναι λογοτεχνία και τι λογοτεχνική σαπουνόπερα. Θα ήταν επίσης σωστό να ερευνηθεί, πιστεύω, το γιατί συγγραφείς που ξεκίνησαν με αυτοέκδοση, αποτάθηκαν στη συνέχεια και εκδόθηκαν στην Ελλάδα και τελικά επέστρεψαν ξανά στην αυτοέκδοση.
Όντως λοιπόν χρήζει πολλής μελέτης το όλο θέμα. Εμβριθούς και πολύπλευρης. Αλλά κυρίως με βάση τα ιστορικά δεδομένα και τις εγγενείς «ανάγκες» που ώθησαν τους Κυπρίους σ’ αυτή τη σύγχυση, από την οποία πιστεύω ότι θα βγουν όταν τα νερά «ποκαθαρίσουν».
Άννα Τενέζη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου