2. Για τις σκέψεις του Mario Vitti
Διάβασα με ενδιαφέρον τις σκέψεις του Mario Vitti για την κυπριακή λογοτεχνία που δημοσιεύτηκαν στα Μικροφιλολογικά (22, 2007). Παρόλο που ο ίδιος αναφέρει πως πρόκειται «για κάτι το εντελώς προσωρινό και δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα μιας πιο δεσμευτικής κριτικής μελέτης», αξίζει τον κόπο να σταθεί κανείς σ’αυτές τις σκέψεις και να διατυπώσει κάποιες, ας τις πούμε «αντι-σκέψεις». Κι αυτό γιατί όσο αποσπασματικές κι αν είναι πρόκειται για τις σκέψεις ενός σημαντικού μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας που έχουν ένα ειδικό βάρος.
Όταν ο Mario Vitti προτείνει ως ονομασία της κυπριακής λογοτεχνίας τον όρο «ελληνόφωνη λογοτεχνία της Κύπρου», επανέρχεται στη γνωστή συζήτηση που έλκει την καταγωγή της από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, «δεξιές» ή «αριστερές», «εθνικές» ή «διεθνιστικές», με όσα αυτό συνεπάγεται. Η λογική όμως της «ελληνόφωνης» κυπριακής λογοτεχνίας, επειδή υπάρχει και μια τουρκοκυπριακή λογοτεχνία, θα μπορούσε να οδηγήσει και στην αμφισβήτηση της ύπαρξης ελληνικής λογοτεχνίας στα χρόνια της τουρκοκρατίας, αφού θα επρόκειτο για μια «ελληνόφωνη» λογοτεχνία στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και με την υπενθύμιση ότι υπήρξαν τμήματα της σημερινής ελληνικής επικράτειας που παρέμειναν τμήματα της αυτοκρατορίας αυτής ως το 1912. Παράλληλα, με την ίδια λογική,λογοτεχνίες της ελληνικής περιφέρειας-Κρήτη, Επτάνησα, Αλεξάνδρεια, κ.λπ.– θα έπρεπε να ονομαστούν επίσης «ελληνόφωνες». Άσε που ο όρος θυμίζει λίγο τα σημερινά «ελληνόφωνα» χωριά της Κάτω Ιταλίας. Αντίθετα ο όρος κυπριακή λογοτεχνία παραμένει πάντα δόκιμος αφού ως ένα σημείο καλύπτει ακόμη και την κυπριακή μεσαιωνική γραμματεία,πριν την τουρκοκρατία. Kαλύπτει δε γενικότερα μια λογοτεχνική παραγωγή σε εποχή κατά την οποία δεν υπήρχε τουρκοκυπριακή λογοτεχνία. Παραμένει δόκιμος με την ίδια λογική που μιλούμε για κρητική λογοτεχνία, επτανησιακή κ.λπ. Άλλωστε θέτει και ο ίδιος το ερώτημα «τί αντιπροσώπευε η ελληνική λογοτεχνία μέσα στην Οθωμανική επικράτεια», χωρίς ουσιαστικά να το απαντά.
Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ επίσης το επιχείρημα της πολιτικής σκοπιμότητας, ότι δηλαδή μπορεί «να χρησιμοποιείται η ελληνόγλωσση λογοτεχνία της Κύπρου ως πολιτικό επιχείρημα για να προβληθεί η Κύπρος στην παγκόσμια γνώμη ως αυτοδύναμη παρουσία,με δικό της ελληνικό πολιτισμό». Απ’ότι ξέρω η προβολή όλων των λογοτεχνιών στην παγκόσμια κοινή γνώμη υποκρύπτει άμεσα ή έμμεσα και πολιτικές σκοπιμότητες. Μήπως κάτι τέτοιο δε γίνεται για παράδειγμα με τη γαλλική, την ιταλική ή την αμερικανική λογοτεχνία; Θα συμφωνήσω όμως μαζί του ότι οι πρωτοβουλίες της κυπριακής Πολιτείας για την προβολή της κυπριακής λογοτεχνίας στο εξωτερικό έγιναν μέχρι τώρα με τρόπο σπασμωδικό και ατελέσφορο, προπάντων αν συγκριθούν με τις προσπάθειες χωρών όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Γερμανία.
Από την άλλη το να προβληθεί η κυπριακή λογοτεχνία ως ένα σύνολο, τίποτε δεν εμποδίζει να ενταχτούν οι δημιουργοί της στην ευρύτερη ελληνική λογοτεχνία. Διότι ασφαλώς για κάτι τέτοιο πρόκειται και όχι για την ένταξη όπως αναφέρει ο Mario Vitti «ξεχωριστών κεφαλαίων» και «χωριστών παραγράφων» που να αφορούν την κυπριακή λογοτεχνία ως ένα ξεχωριστό σύνολο. Αν αυτό δεν συμβαίνει, όπως σωστά λέει, με άλλες περιοχές της Ελλάδας, το ίδιο ασφαλώς δεν πρόκειται να συμβεί με την Κύπρο. Πρόκειται, όπως σωστά το επισημαίνει, για την παρουσία Κυπρίων λογοτεχνών σ’ ένα χώρο, αυτό της ελληνικής λογοτεχνίας, «όπου γραμματολογικά και αξιολογικά πρέπει να ενταχθούν». Το θέμα δεν είναι να ενταχθεί στον κορμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας «ο συρφετός» που υπονοεί, αλλά όσοι αξιολογικά μπορούν να ενταχθούν εκεί. Αυτό όμως που διαπιστώνει ο καλόπιστος μελετητής είναι πως οι Κύπριοι λογοτέχνες έχουν αποκλειστεί ουσιαστικά από τον κορμό αυτό της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ούτε βέβαια δικαιολογείται κάτι τέτοιο από το γεγονός ότι η κυπριακή λογοτεχνία διατηρεί μια σχετική αυτονομία λογοτεχνίας της ελληνικής περιφέρειας, της τελευταίας που καταφέρνει να επιβιώνει ως τέτοια με αυτή της ελληνικής διασποράς. Το ερώτημα που θέτει, σε ποιον αναγνώστη απευθύνεται ο Κύπριος λογοτέχνης, «στον Κύπριο και μόνο στον Κύπριο, στον Ελλαδίτη ή μήπως στον Ευρωπαίο», καθώς και στα επακόλουθα του ιδίου ερωτήματος, έχω την αίσθηση ότι δεν απευθύνεται στο σωστό παραλήπτη. Πρώτον διότι θα μπορούσε να θέσει το ίδιο ερώτημα στον Γάλλο, τον Γερμανό ή τον Ιταλό λογοτέχνη. Γιατί ειδικά μόνο στον Κύπριο; Δεύτερον ο λογοτέχνης, οποιασδήποτε εθνικής καταγωγής, μπορεί να έχει φιλοδοξίες ακόμη και αυταπάτες ότι το έργο του είναι επιπέδου Νόμπελ. Σε τελευταία όμως ανάλυση δεν είναι ούτε οι δικές του φιλοδοξίες ούτε οι δικές του αυταπάτες που θα κρίνουν αν το έργο του αξίζει να παραμείνει στο «συρφετό» του τοπικού επιπέδου, στο εθνικό πάνθεο ή στον παγκόσμιο στίβο της λογοτεχνίας. Δυσκολεύομαι επίσης να κατανοήσω την ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζει τους Κυπρίους λογοτέχνες που τυπώνουν «με δικά τους έξοδα τα αριστουργήματά τους, και μάλιστα κάποτε τα καμαρώνουν μεταφρασμένα με έξοδα του κυπριακού δημοσίου». Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς από τη στιγμή που στην Κύπρο δεν υπήρχαν μέχρι πρόσφατα εκδοτικοί οίκοι, και οι ελλαδικοί οίκοι ελάχιστα έργα Κυπρίων εξέδιδαν; Άλλωστε μήπως είναι αξιολογικό κριτήριο το γεγονός ότι ένας συγγραφέας δε βρίσκει εκδοτικό οίκο, ειδικά στην ελληνική επικράτεια, που ο αριθμός τους στο παρελθόν ήταν πολύ περιορισμένος, και υποχρεώνεται να τυπώσει από μόνος του, τουλάχιστον τα πρώτα του έργα; Θα γνωρίζει και ο ίδιος πόσοι σημαντικοί λογοτέχνες στην Ελλάδα δε βρήκαν κάποια στιγμή εκδοτικό οίκο για το έργο τους και το τύπωσαν οι ίδιοι. Θα γνωρίζει ακόμη πως μεγάλοι συγγραφείς σε πολλές χώρες του κόσμου, είδαν κάποια στιγμή το έργο τους να απορρίπτεται από εκδοτικούς οίκους. Για να μη αναφερθώ και στην ιδιόρρυθμη περίπτωση του Καβάφη και τον τρόπο που τύπωνε τα ποιήματα του, χωρίς αυτό να εμποδίσει τη διεθνή αναγνώριση του. Και μήπως μόνο η Κύπρος επιχορηγεί μεταφράσεις έργων των λογοτεχνών της; Άλλο αν αυτό δεν γίνεται με το σωστό τρόπο. Θα πρέπει επομένως να είναι κανείς επιεικής με τις ιδιορρυθμίες του κυπριακού χώρου. Δηλαδή το γεγονός ότι ο Βασίλης Μιχαηλίδης δεν είχε εκδοτικό οίκο να τον τυπώνει, ή ακόμη στις μέρες μας ο Κώστας Μόντης, αποτελεί αξιολογικό κριτήριο αποτίμησης του έργου τους;
Θα συμφωνήσω μαζί του για το ρόλο της κυπριακής διαλέκτου, ότι δεν υπάρχει λόγος να περιθωριοποιηθεί στη λογοτεχνική παραγωγή. Θα θυμίσω όμως ότι το ελλαδικό κατεστημένο προβάλλει ως δικαιολογία, όταν αγνοεί ποιητές του μεγέθους ενός Βασίλη Μιχαηλίδη ή ενός Δημήτρη Λιπέρτη, το γεγονός ότι έγραψαν στην κυπριακή διάλεκτο και ότι τάχα κανείς δεν τους καταλαβαίνει. Σε μια χώρα βέβαια όπου ήδη μεταφράζεται ο Παπαδιαμάντης, ζητάμε ίσως πολλά. Και δεν αναφέρομαι φυσικά στο ευρύ ελλαδικό κοινό, αναφέρομαι στους «μορφωμένους», γραμματολόγους, κριτικούς και άλλους του συναφιού που δεν θα χρειάζονταν πολύ κόπο να κατανοήσουν το έργο, για παράδειγμα, ενός Βασίλη Μιχαηλίδη.
Κομβικό βέβαια είναι το ερώτημα πού εντάσσεται η τουρκοκυπριακή λογοτεχνία. Εντάσσεται εκεί που οι δημιουργοί της θα το αποφασίσουν και όσο ξέρω ομοφωνία ανάμεσά τους δεν υπάρχει. Ασφαλώς και πρόκειται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο για μια κυπριακή λογοτεχνική παραγωγή που αναγκαστικά η σύνδεση της, αν υπάρχει τέτοια, λόγω γλώσσας θα είναι με την ευρύτερη τουρκική λογοτεχνία.Όπως δεν υπάρχει κυπριακή εθνική ταυτότητα, έτσι δεν υπάρχει και εθνική κυπριακή λογοτεχνία. Υπάρχει όμως, ή μπορεί να υπάρξει, μια κυπριακή ρεπουμπλικανική πολιτική ταυτότητα που περικλείει ή μπορεί να περικλείσει Ελληνοκυπρίους, Τουρκοκυπρίους και όλες τις άλλες επιμέρους ομάδες κυπρίων πολιτών. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει και μια τοπική - κυπριακή λογοτεχνική παραγωγή της οποίας οι μελετητές θα αναζητήσουν τα κοινά χαρακτηριστικά επιπλέον των άλλων διασυνδέσεων των επιμέρους συνόλων της.
Στέφανος Kωνσταντινίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου