Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Οι λογοτέχνες δεν είναι κοντόφθαλμοι πολιτικοί


«Περιμένοντας τον Γκοντό» (ή τη λύση)

    Συνήθως, όταν απουσιάσουμε από την πατρίδα κι επιστρέφουμε νοσταλγοί, ξέρουμε από την αρχή πως μάλλον τίποτε δεν έχει αλλάξει. Βάζουμε όμως το ραδιόφωνο ήδη από το αεροδρόμιο κι ακούμε, σαν να μην έχουμε φύγει ποτέ, τις ίδιες ειδήσεις που ακούγαμε εξ απαλών ονύχων. Για το αγέρωχο ανάστημά μας και για τις νίκες που έχουμε καταγάγει στο μεταξύ: Ολόιδιες μ’ εκείνες, θυμάμαι, της δηλητηριασμένης εφηβείας (ένας καθηγητής να εξυμνεί στην τάξη την κατασκευή ενός τανκ εκ του μηδενός και εκ των ενόντων. Ενός τρακτέρ, δηλαδή, μοντέλο ’63-’64!). Βλέπουμε τους ίδιους πρωταγωνιστές να ποζάρουν πολιτικώς επαγγελματικά, βγάζοντας με ιδρώτα το ψωμί τους. Κι εμείς να περιμένουμε τον Γκοντό, πενήντα τόσα χρόνια. Περιμένοντας ανερμάτιστα κι ανεδαφικά τον Γκοντό. Ιδιαίτερα από το ’74 και εντεύθεν.
    Αλήθεια, βλέποντας τελευταία το ομώνυμο έργο του Σάμιουελ Μπέκετ σε σκηνοθεσία του φίλου Χρίστου Σιοπαχά, ποτέ, μα ποτέ, δεν ξεστράτισε το μυαλό μου στην Ελλάδα. Στο περιμένοντας την Ελλάδα, δηλαδή, όπως ο ίδιος αφήνει να νοηθεί. Μα αλίμονο. Αυτά είναι παλιά πράγματα και μη ανανεώσιμες πηγές συναισθημάτων. Ούτε στο γνωστό ποίημα του Κ. Μόντη (Τρίτο γράμμα στη μητέρα, 1980) ήρθε ποτέ κανείς, κι ας τους περίμενε εις μάτην ο αφελής, αν και καλός, βεβαίως, πολύ καλός ποιητής. Ούτε εμείς οι σύγχρονοι, βέβαια, μιας που έχουμε ενηλικιωθεί πέραν του δέοντος, και την έχουμε γράψει ή καλύτερα την έχουμε ξεγράψει από τα όνειρά μας την Ελλάδα, κι άμα λάχει κι από τα μπακαλοτέφτερά μας (όπως καλή ώρα η Εκκλησία προσφάτως και λοιποί κεφαλαιοκράτες). Ο μόνος τίτλος, επομένως, που θα ταίριαζε στο υπό αναφορά έργο, για να το καταστήσει εύληπτο, ευεξήγητο στο κυπριακό κοινό και ίσως ευυπόληπτο, θα μπορούσε να ήταν το «Περιμένοντας τη λύση», μέσα σ’ εκείνο το άγονο, κεκλιμένο από νευρωσική τρέλα τοπίο τού επιτυχημένου στην περίπτωση σκηνογράφου.
     Αυτά σαν μια ενδοσκόπηση μόνο, για να πω πως, επιστρέφοντας ξανά προ ημερών, είδα στις εφημερίδες μια είδηση αλλιώτικη. Πως βρήκανε, λέει, τα οστά του εγκλήματος σ’ ένα πηγάδι. Δίπλα σε πολυτελείς επαύλεις αμνησίας. Οι ήρωές μας που αλώνιζαν τότε στον Πενταδάκτυλο και την Ομορφίτα, οι κατασκευαστές δονκιχωτικών ερπυστριών, δρεπανηφόρων στα παιδικά μας όνειρα, πλείστοι των οποίων παρήλασαν ως ηγέτες μας με τον ένα ή άλλο τρόπο, ξάφνου έμειναν γυμνοί. Οστέα γεγυμνωμένα, κι αυτοί, της Ιστορίας! Απεχθείς δολοφόνοι. Η πατρίδα στο μεταξύ έχει δεινοπαθήσει κι αιμορραγεί ακατάσχετα από τις ακατονόμαστες, ηρωικές μωρίες τους. Αμφιβάλλω πια αν την προλαβαίνουμε. Εκτός κι αν ο φίλος και συμφοιτητής μου Υπουργός Υγείας στείλει άμεσα ένα ασθενοφόρο, με οξυγόνο μπόλικο και αίμα ομάδας όμικρον «θετικό». Απαραιτήτως θετικό! Πράγμα που, παρά την αποδεδειγμένη φιλοτιμία και αποτελεσματικότητά του, είναι, φοβάμαι, έξω από τις δυνατότητές του. Είναι σχεδόν έξω από τη δυνατότητα ολονών μας. Έτσι παγιδευμένοι που είμαστε πια σε άγονο, λοξό τοπίο. Τέτοιοι ψοφοδεείς και τομαρόφιλοι, κατά τον γνωστό χαρακτηρισμό ημών των αριστερών, κι αγγελικά πλασμένοι για μιζέρια και υποταγή.
     Εκτός κι αν σηκώσουμε κεφάλι. Προτού μας το πάρουν, εννοείται. (Τα κάνουν, ξέρετε, αυτά μέχρι τις μέρες μας. Έστω, μεταφορικά πια, με χίλιους δυο τρόπους. Παλιά τους τέχνη κόσκινο!) Κι ανεγείρουμε, λέω, όλοι αίφνης εμείς οι ψοφοδεείς, «οι πρωτότοκοι των δύο λαών», έγραφα κάποτε (λαχτάρα μου!), αριστεροί δήθεν και δεξιοί δήθεν, νουνεχείς σ’ αυτόν τον τόπο, ένα μνημείο των νεκρών της ασυναρτησίας μας. Στην οδό Λήδρας. Εκεί, στην τέως γέφυρα των στρατοκρατών. Μαζί, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Να τιμήσουμε τους άδικα χαμένους νεκρούς μας. Όσοι σκοτώθηκαν κι όσοι δολοφονήθηκαν από τα κακά πνεύματα στις δυο όχθες της τρέλας, από την ανεξαρτησία και εντεύθεν. Όλοι μαζί, εκεί. Μπορεί να είναι και η μόνη δικαίωση γι’ αυτούς. Τότε μόνο θα αναπετάξει από τα πηγάδια η ψυχή τους κι από τους άγνωστους τάφους στα λεμονοχώραφα του Καραβά και της Λαπήθου. Σα χάδι να θροΐσει ανάμεσά μας. Η ψυχή τους. Σαν ανθός λεύκης, νιφάδα αμόλυντη, να αποκαθάρει και τη δική μας. Να ημερέψει το κακό, να συνεφέρουμε. Μόνον τότε. Διαφορετικά, πάει, την έχουμε χαμένη την πατρίδα. Το ασθενοφόρο δεν θα φτάσει ποτέ. Όπως και η Ελλάδα δεν ήρθε. Κι ό,τι άλλο περιμέναμε ή θα περιμένουμε από δω και μπρος.

Χρίστος Χατζήπαπας

Πολίτης, Λευκωσία, 11.3.2007