για την προέλευση της κυπριακής διαλέκτου
έχει ίσον δικαίωμα υπάρξεως (Κ. Krumbacher)
Οι Έλληνες της Κύπρου βρέθηκαν έτσι στην ίδια κατάσταση στην οποία είχαν βρεθεί, έναν περίπου αιώνα πριν από αυτούς, οι κάτοικοι του ελληνικού βασιλείου, όταν υποχρεώθηκαν (κάτω από το βάρος των θεωριών του γερμανού ιστορικού Jakob Philipp Fallmerayer) να αποδείξουν την ελληνικότητά τους».
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, φαίνεται ότι ο κ. Βουτουρής, όπως άλλωστε και οι Έλληνες λόγιοι, τους οποίους επικαλείται (ποιοι είναι αυτοί;), δεν πρόσεξε (;) ότι τα συμπεράσματα από την εκδοχή των Άγγλων, ότι δηλ. η κυπριακή διάλεκτος δεν προέρχεται από την αρχαία ελληνική, αλλά από την Κοινή των ελληνιστικών χρόνων, δε στηρίζονταν σε κανένα επιστημονικό έρεισμα και αποσκοπούσαν στην προπαγάνδα για εξυπηρέτηση, βέβαια, αλλότριων και πονηρών σκοπών. (Αν τα πορίσματα από την επιχειρηματολογία των Άγγλων ήταν ορθά και λαμβάνοντας υπόψη ότι και η νεοελληνική γλώσσα κατάγεται από την Κοινή των ελληνιστικών χρόνων, τεκμαίρεται ότι και οι Νεοέλληνες είναι φυλετικά Φοίνικες!) Έτσι, με τον τρόπο του, όπως τουλάχιστον ξεδιπλώνει την επιχειρηματολογία του, ο κ. Βουτουρής αφήνει να νοηθεί ότι υποστηρίζει την επιχειρηματολογία των Ελλήνων λογίων, ότι δηλ. η κυπριακή διάλεκτος προέρχεται από την αρχαία ελληνική!
Με τον πιο πάνω τρόπο σκέψης και επιχειρηματολογίας, και οι Άγγλοι, αφενός, και οι Έλληνες λόγιοι, αφετέρου, αποσκοπούσαν να πείσουν, τάχα, τη διεθνή κοινή γνώμη, οι μεν, ότι οι Κύπριοι δεν είναι Έλληνες, αλλά κατάγονται από τους Φοίνικες (αλήθεια, από πού ως τα πού εξάγεται τέτοιο συμπέρασμα;), οι δε, ότι οι Κύπριοι είναι απευθείας απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων! Εκείνο που δεν πρόσεξαν τότε οι Έλληνες λόγιοι και αργότερα, ίσως, ο κ. Βουτουρής, είναι ότι η θεωρία περί καθαρότητας της φυλής, μια θεωρία ολωσδιόλου ρατσιστική, μόνο θυμηδία προκαλεί σήμερα, όπως θυμηδία προκαλεί η θεωρία περί της φυλετικής καταγωγής των νεοτέρων Νεοελλήνων του αυστριακού Jakob Philipp Fallmerayer (1790-1861). Ο καθένας σήμερα είναι ό,τι ο ίδιος πιστεύει και ό,τι η εθνική του συνείδηση υπαγορεύει. Η ποιότητα και η ποσότητα του αίματος που κυλά στις φλέβες του δεν έχει καμιά αξία και καμιά σχέση με τον ορισμό της καταγωγής του! Στην καθαρότητα και ανωτερότητα της γερμανικής φυλής πίστεψε και ο Χίτλερ και είδαμε την προκοπή του!
Για όλα αυτά ο κ. Βουτουρής δεν παίρνει θέση. Επικαλείται τη θεωρία των Ελλήνων λογίων (τους οποίους δεν κατονομάζει), χωρίς να την κρίνει, αναφέρει τον αυστριακό Fallmerayer, χωρίς καμιά κριτική διάθεση, όπως στη συνέχεια επικαλείται τις απόψεις των Ν. Κρανιδιώτη, Στρ. Τσίρκα, Α. Παστελλά και άλλων για το επιτρεπτό ή μη της χρήσης της κυπριακής διαλέκτου στη λογοτεχνία, χωρίς να διευκρινίζει ότι ο καθένας μπορεί και δικαιούται σήμερα (χωρίς να ερωτήσει ή να εξασφαλίσει κανενός την άδεια1) να γράφει χωρίς φόβο και χωρίς πάθος και χωρίς κίνδυνο να εκληφθεί ως προδότης και δοσίλογος σε οποιαδήποτε γλώσσα ή διάλεκτο επιθυμεί. Οι σημερινές συνθήκες και πραγματικότητες στην Κύπρο δεν έχουν καμιά σχέση με αυτές της δεκαετίας του 1950, ούτε, βέβαια, η επιστημονική αλήθεια μπορεί να αποκρύβεται ή να εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να κρίνεται η Ιστορία της Νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας με πολιτικές αντιλήψεις και σκοπιμότητες του 1950. Μου επιτρέπεται εδώ να συνδέσω την απαράδεχτη κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο μυαλό ορισμένων «γκρίζων λύκων» της γλώσσας μας (δεν επιθυμώ να τους κατονομάσω, γιατί υπήρξα παρ’ ολίγον θύμα τους), με την κατάσταση που επικρατούσε στην κατεχόμενη Κύπρο μας επί Rauf R. Denktaş (1924-2012), όταν απλοί Τουρκοκύπριοι που συλλαμβάνονταν να μιλούν την κυπριακή διάλεκτο ή να προφέρουν έστω και μια λέξη της κυπριακής διαλέκτου υποχρεώνονταν να καταβάλουν χρηματικό πρόστιμο! [Σήμερα οι Τ/κύπριοι ονομάζουν τη διάλεκτό τους Kıbrıs ağzı (= Κυπριακή διάλεκτος). Αντιλήφθηκαν ότι εμείς μάλλον δεν την αγαπούμε και άνοιξαν τις αγκάλες τους. Η συνέχεια έπεται. Αλήθεια, τι παράξενος και αντιφατικός λαός που είμαστε, Θεέ μου!]
Επειδή, λοιπόν, ως επιστήμονα δεν με ενδιαφέρει ποια ήταν η άποψη των Άγγλων ή των Ελλήνων λογίων για την προέλευση της κυπριακής διαλέκτου, αφού και οι μεν και οι δε αποσκοπούσαν στη δικαίωση των μακροπρόθεσμων πολιτικών (ή, έστω, και εθνικών) τους απόψεων και, στην περίπτωση των Άγγλων, συμφερόντων, επιθυμώ να παραθέσω τα επιστημονικά συμπεράσματα της μέχρι τούδε έρευνας επί του σημαντικού αυτού κεφαλαίου της κυπριακής διαλέκτου, για την οποία σήμερα όλοι μιλούν, χωρίς τις περισσότερες φορές να γνωρίζουν ή κάνουν πως γνωρίζουν, ενώ έχουν πλήρη άγνοια του θέματος.
Η αρχαία ελληνική γλώσσα ήταν χωρισμένη σε τοπικές διαλέκτους, που διακρίνονται σε τρεις ομάδες: α) την ιωνική (με κύριο κλάδο της την αττική διάλεκτο), β) την αιολική και γ) τη δωρική. Όταν μιλούμε για την αρκαδοκυπριακή διάλεκτο, εννοούμε τη μυκηναϊκή (αχαϊκή). Οι διαλεκτικές διαφορές της αρχαίας ελληνικής έσβησαν στα αλεξανδρινά χρόνια, όταν η γλώσσα αυτή είχε γίνει παγκόσμιο (με τα τότε δεδομένα) όργανο επικοινωνίας, ενώ συνάμα είχε πολύ απλουστευθεί. Η αλεξανδρινή ή ελληνιστική Κοινή (300 π.Χ. - 550 μ.Χ.) είναι η μορφή της ελληνικής,2 στην οποία είναι γραμμένα τα κείμενα των Ευαγγελίων.3 Αυτή η κοινή έγινε σιγά σιγά η καθημερινή γλώσσα όλων των Ελλήνων, εκτοπίζοντας τις τοπικές διαλέκτους, από τις οποίες ελάχιστα μόνο ίχνη σώθηκαν ως σήμερα εδώ κι εκεί.
Στην Αρκαδία η τοπική δωρική (αχαϊκο-δωρική) κοινή γλώσσα καθυστέρησε επ’ ολίγον την αποδοχή της κοινής, αλλά γύρω στα χρόνια της γέννησης του Χριστού η αποδοχή της τελευταίας ήταν πια γεγονός. Στην απομακρυσμένη από την Αρκαδία, όμως συγγενική Κύπρο η είσοδος της κοινής συμπίπτει σχεδόν πλήρως με την αποδοχή του ελληνικού αλφαβήτου (περίπου 3ος αι. π.Χ.).4 Με άλλα λόγια η αρχαία διάλεκτος της Κύπρου διατηρήθηκε άθικτη με την αρχαϊκή της μορφή μέχρι τα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου, λόγω της απομόνωσής της από τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Όμως, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (300 π.Χ. - 550 μ.Χ.) η Κύπρος βγήκε πια από την απομόνωση στην οποία βρισκόταν και, με κέντρο την Αλεξάνδρεια, κατέστη χώρος ζωτικός για τα ελληνικά πράγματα και συμμεριζόταν τις τύχες της Κοινής γλώσσας του ελληνισμού, μέχρι, βέβαια, της απόσπασής της από το βυζαντινό κράτος και της υποδούλωσής της κατά το 1191 μ.Χ. στους Φράγκους.
Βλέπουμε δηλ. ότι το τελικό αποτέλεσμα του αγώνα ανάμεσα στην κοινή και τις αρχαίες διαλέκτους είναι ο πλήρης εξαφανισμός των διαλέκτων. Τον εξαφανισμό αυτό των διαλέκτων αποδεικνύει και η νέα ελληνική, η οποία διαμέσου της μεσαιωνικής ελληνικής ανάγεται στην Κοινή των ελληνιστικών - ρωμαϊκών χρόνων, που σημαίνει ότι τα κύρια χαρακτηριστικά που τη διαστέλλουν από την αρχαία ελληνική έχουν διαμορφωθεί εκείνη την εποχή.5 Οι σημερινές διάλεκτοι, παρ’ όλες τις διαφορές τους, δεν έχουν σχέση με τις διαλέκτους της αρχαίας, αλλά με την Κοινή.6 Μόνο σε μια μοναδική απομονωμένη τοποθεσία της Πελοποννήσου ζει ακόμη σήμερα ο συνεχιστής μιας αρχαίας δωρικο-νεολακωνικής διαλέκτου, η τσακωνική.7
Με το πέρασμα των αιώνων η φυσική εξέλιξη της γλώσσας και διάφορες άλλες εξωτερικές αιτίες βοήθησαν ώστε αυτή η Κοινή, η πανελλήνια και ενιαία γλωσσική μορφή, να διασπαστεί και πάλι σε τοπικά ιδιώματα. Έτσι, μέσω της μεσαιωνικής (550-1453)8 γεννήθηκαν οι διάλεκτοι της νέας ελληνικής (1453 κ.ε.), των οποίων οι πρώτες μαρτυρίες ανάγονται χοντρικά στο 12ο αιώνα.9 Ο R. Browning10 θεωρεί πολύ σημαντική την κατάληψη της Κύπρου από τους Άραβες για την έναρξη της απομόνωσής της:
«Το 647 ο Μωαβιά, ο άραβας κυβερνήτης της Συρίας, καθέλκυσε τον νεόκτιστο αραβικό στόλο εναντίον της Κύπρου, κατέβαλε την πρωτεύουσα Κωνσταντία και για λίγο έγινε κύριος του νησιού. Ύστερα από μια περίοδο αραβικής κατοχής, η διάρκεια της οποίας δεν είναι ακριβής, υπογράφτηκε μια συνθήκη μεταξύ της βυζαντινής κυβέρνησης και του Χαλιφάτου, με την οποία η Κύπρος αποστρατικοποιήθηκε και περιήλθε στην κοινή επικυριαρχία των δύο κρατών, που διαμοίρασαν τον ετήσιο φόρο μεταξύ τους. Η συγκυριαρχία αυτή, που κάποτε διακόπτονταν από εφήμερες εχθροπραξίες, διάρκεσε ως το 965 μ.Χ, όταν η Κύπρος ενσωματώθηκε και πάλι στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Αυτοί οι αιώνες της σχετικής απομόνωσης είναι πιθανόν και η περίοδος κατά την οποία η κυπριακή διάλεκτος άρχισε να ακολουθεί διαφορετικό μονοπάτι ανάπτυξης από τα Ελληνικά των πιο κεντρικών περιοχών. Με την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία τον 14ο αι. είχαν ήδη καθιερωθεί τα περισσότερα από τα σημερινά χαρακτηριστικά της».
Στην εποχή της Αναγέννησης και κάτω από τον φράγκικο ζυγό, η κρητική, η κυπριακή και η ροδίτικη διάλεκτος μας έδωσαν και γραπτά φιλολογικά μνημεία. Όλα τα άλλα ιδιώματα μεταβιβάζονταν στοματικά από γενιά σε γενιά.
Διάλεκτοι με την αυστηρή έννοια του όρου είναι, όπως είδαμε, η τσακωνική11 και οι τρεις «περιφερειακές», δηλ. η ποντιακή (ή ποντική),12 η καππαδοκική και τα ελληνικά που μιλούν ακόμα μερικές χιλιάδες κατοίκων της Καλαβρίας (νότια Ιταλία). Οι δύο τελευταίες (καππαδοκική και νοτιο-ιταλική) είναι στην ουσία ελληνικά παραφθαρμένα από τις ξένες γλώσσες, που μιλιούνται στον ίδιο μ’ αυτές γεωγραφικό χώρο (τουρκικά στην πρώτη περίπτωση, ιταλικά στη δεύτερη). Από την ξενική επίδραση η προφορά και η μορφολογία τους αλλοιώθηκαν, η σύνταξή τους διαταράχθηκε, ενώ το λεξιλόγιό τους έχει πολύ υψηλό ποσοστό ξένων λέξεων. Είναι σαν ελληνική γλώσσα σε ιταλικό ή τουρκικό, αντίστοιχα, στόμα.
Καταχρηστικά μπορούμε να ονομάζουμε διαλέκτους την κυπριακή και την κρητική μορφή της νεοελληνικής.13 Για όλες τις άλλες τοπικές μορφές της γλώσσας μας θα ταίριαζε επιστημονικά ο χαρακτηρισμός τους με τον όρο ιδίωμα.14 Κι αυτό γιατί τα τοπικά ιδιώματα και οι διάλεκτοι της νεοελληνικής (με εξαίρεση τις τέσσερις καθαυτό διαλέκτους που αναφέραμε πιο πάνω) είναι σε μεγάλο βαθμό κατανοητά από όλους τους Έλληνες. Η κυπριακή διάλεκτος συγγενεύει με τη δωδεκανησιακή15 (Ρόδος, Καστελόριζο, Κάρπαθος, Κάσος, Χάλκη, Τήνος, Νίσυρος, Σύμη, Κάλυμνος, Αστυπάλαια, Κως, Λέρος και Πάτμος)16 και τις μικρασιατικές διαλέκτους (Καππαδοκία, Πόντος κ.ά.).17
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Κ. Γιαγκουλλή, Η κυπριακή διάλεκτος στη λογοτεχνία, Λευκωσία 1986, σσ. 52-54 και passim.
2. Η Κοινή κατά βάθος είναι αττική με ιωνικό χρωματισμό, ιδιαίτερα στο λεξιλόγιο, και με μερικούς δωρισμούς. Βλ. O. Hoffmann - A. Debrunner - A. Scherer, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, τόμ. Β, μτφ. Χαρ. Συμεωνίδης, Αδελφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 64-65. Εννοείται ότι η επέκταση της αττικο-ϊωνικής κοινής γλώσσας σε παγκόσμια γλώσσα γύρω από το ανατολικό μισό της Μεσογείου ήταν αποτέλεσμα της μακεδονικής κατάκτησης (ό.π., σ. 87).
3. Η ελληνική γλώσσα της Βίβλου δεν αποτελεί διάλεκτο, αλλά τη λαϊκή γλώσσα του ελληνιστικού κόσμου, που πρώτη φορά πήρε γραμματειακή μορφή. Βλ. A. Thumb, Die griechische Sprache im Zeitalter des Hellenismus. Beiträge zur Geschichte und Beurteilung der Κοινή, Στρασβούργο 1901, σ. 185.
4. Βλ. Hoffmann, ό.π., σ. 51.
5. Βλ. Στ. Γ. Καψωμένος, Από την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 47· Νικ. Π. Ανδριώτης, Ιστορία ελληνικής γλώσσας, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 98: «Σήμερα είναι πια γενική πεποίθηση ότι η νέα μας γλώσσα είναι μια εξελικτική φάση της Κοινής των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων … Όλες οι νεοελληνικές διάλεκτοι και όλες οι τοπικές παραλλαγές της νεοελληνικής κοινής συνθέτουν τη σημερινή νεοελληνική γλώσσα».
6. Βλ. Καψωμένος, ό.π., σ. 90.
7. Βλ. Hoffmann, ό.π., σσ. 61-62· Καψωμένος, ό.π., σ. 51. Κατά το Νικ. Γ. Κοντοσόπουλο, Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής, Αθήνα 1994, σ. 2, η τσακωνική «θα μπορούσε να είχε πάρει μορφή ξεχωριστής ελληνογενούς γλώσσης, αν είχε καλλιεργηθή λογοτεχνικά και αναγνωρισθή επίσημα σαν γραπτή γλωσσική μορφή που να διδάσκεται στα σχολεία».
8. Τη στενή σχέση της μεσαιωνικής κυπριακής με την αλεξαντρινή κοινή υπέδειξε ο Κ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. Στ΄, Παρίσι 1877, σσ. η΄- μη΄.
9. Ο Α. Heisenberg, Dialekte und Umgangssprache im Neugriechischen, Μόναχο 1918, σσ. 13 κ.ε., 19 κ.ε., τοποθέτησε τις αρχές των νεοελληνικών διαλέκτων στην εποχή που εξασθενεί η πνευματική επιβολή της βυζαντινής πρωτεύουσας πάνω στην περιφέρεια του ελληνόφωνου κόσμου, δηλ. ύστερα από το 1200. Ο P. Kretschmer (Glotta 11(1921)232 κ.ε.) και ο Π. Αναγνωστόπουλος (ΕΕΒΣ 1(1924) 93 κ.ε. και 99 κ.ε.) υποστηρίζουν ότι οι ν.ε. διάλεκτοι με τις πολλές ιδιοτυπίες τους ανάγονται στα χρόνια της πρώιμης ή μεταγενέστερης Κοινής. Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα στην κυπριακή διάλεκτο, κατά τον Χρ. Παντελίδη, «Περί της μεσαιωνικής κυπριακής διαλέκτου», ΒΖ 31 (1931) 324, η απόσχιση της κυπριακής διαλέκτου έγινε μεταξύ 650-850 μ.Χ., όταν έλειψε η στενή επαφή της Κύπρου με τον υπόλοιπο ελληνικό χώρο και ιδιαίτερα με την Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας των αραβικών επιδρομών, ενώ κατά τον Κ. Χατζηϊωάννου, Τα εν διασπορά, Λευκωσία 1969, σσ. 509-523 (= The beginning of the modem Greek Cypriot dialect as it appears in the Greek text of the Assizes, in the 13th century A.D.), η νεότερη κυπριακή διάλεκτος άρχισε να διαμορφώνεται τουλάχιστον μέσα στο 13ο αι., όπως αυτή απαντάται στις Ασσίζες, η μετάφραση των οποίων από τα γαλλικά πρέπει να έγινε γύρω στο 1250 μ.X.
10. Βλ. R. Browning, Η ελληνική γλώσσα. Μεσαιωνική και Νέα, Παπαδήμας, Αθήνα 1991, σ. 171. Για τη θέση της Κύπρου από τον 7ο ως τον 10ο αιώνα βλ. επίσης R. Browning, "Byzantium and Islam in Cyprus in the Early Middle Ages", Επετηρίς Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών 19(1977-79)101-116.
11. Βλ. Κοντοσόπουλος, ό.π., σ. 3: Τα τσακώνικα τα μιλούν σήμερα σε εννέα χωριά που βρίσκονται στις Β.Α. πλαγιές του Πάρνωνα στην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας.
12. Μορφή της ελληνικής που μιλούσαν κυρίως οι ελληνόφωνοι κάτοικοι του ανατολικού τμήματος της μικρασιατικής παραλίας του Ευξείνου Πόντου.
13. Βλ. Κοντοσόπουλος, ό.π., σ. 3.
14. Μιλούμε για δωδεκανησιακό, κυκλαδικό και επτανησιακό ιδίωμα, για ιδίωμα Ικαρίας, Κυθήρων, Μάνης κ.ά.
15. Να θυμίσουμε εδώ όσα γράφει σχετικά με το θέμα αυτό ο Ανδριώτης (ό.π., σ. 99), ότι δηλ. στις Ασσίζες της Κύπρου παρουσιάζονται όλα σχεδόν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των επιμέρους δεκαοκτώ σημερινών ιδιωμάτων της Κύπρου. (Μεσαριάς, Δυτ. Μεσαριάς, Κερύνειας, Καρπασίας, Λάρνακας, Λεμεσού, Επισκοπής, Λεμεσού, Κρασοχωρίων, Νότ. Πάφου, Κεντρ. Πάφου, Τηλλυρίας, Μαραθάσας, Σολέας, Πιτσυλιάς, Ορεινής, Κοκκινοχωριών και Παραλιμνίου.
16. Βλ. Χρ. Παντελίδης, Φωνητική των νεοελληνικών ιδιωμάτων Κύπρου, Δωδεκανήσου και Ικαρίας, Αθήνα 1929, passim.
17. Βλ. R. Dawkins: Αφιέρωμα εις Γ. Χατζιδάκιν, Αθήνα 1921, σ. 42 κ.ε.· Byzantion 20 (1950) 154 κ.ε.
27.3.2012