Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Μια συζήτηση για τον Χριστόφορο Σαμαρτζίδη





ΔΥΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ


Αγαπητή κα Τσαπανίδου,

Το μελέτημά σας «Ένα παράτολμο εγχείρημα του Χρ. Σαμαρτζίδη¹ (1868)», στα τελευταία Μικροφιλολογικά, μου θύμισε κάποιους προβληματισμούς γι’ αυτόν τον συγγραφέα.
Διάβασα τα Απόκρυφα της Κωνσταντινουπόλεως πριν από πολλά χρόνια. Είχα, μάλιστα, δώσει στα Μικροφιλολογικά (Φθινόπωρο 1997, αρ. 2, σ. 7) ένα σημείωμα με τίτλο: «Απόκρυφα του 19ου αιώνος και ο θείος Όμηρος». Προγραμμάτιζα, τότε, μια εκτενή μελέτη για τα Απόκρυφα και Μυστήρια του 19ου αιώνα η οποία, εν τέλει, έμεινε ημιτελής – καλύτερα: στο ξεκίνημά της.
Στο βιβλίο του Σαμαρτσίδη, Απόκρυφα της Κωνσταντινουπόλεως, υπάρχει η πλέον εκθειαστική εικόνα του Σουλτάνου Απτούλ Μετζίτ. Ουδέποτε διάβασα τόσο επαινετικά λόγια για την εξουσία. Ο αυτοκράτορας, με γλυκεία και συμπαθή μορφή, δεν αφήνει να παρέλθει ημέρα χωρίς να πράξει μια μεγάλη ευεργεσία, είναι πρωτότυπο καλωσύνης και δικαιοσύνης, αγαθός μονάρχης, είναι ο πατέρας και προστάτης των χηρών και των ορφανών του κράτους του. Και οι Έλληνες ήρωες του μυθιστορήματος τον παρακαλούν δηλώνοντας ότι: «είμεθα οι πιστότεροι και οι πλέον αφωσιωμένοι εις την θέλησιν του βασιλέως μας». Και ο Σουλτάνος πραγματοποιεί με μεγαλοψυχία όλες τις χάρες που ζητούν (Απόκρυφα της Κωνσταντινουπόλεως, Μέρος Δεύτερον, τόμος πρώτος, σ. 59-65).
Κι όμως, την ίδια χρονιά κυκλοφορίας του βιβλίου του, στο επεισόδιο με τους Αμερικανούς, πάνω στη φρεγάτα Φραγκλίνος, ο Σαμαρτσίδης ζητεί την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης – ο Tonnet αναφέρει ότι τους καλούσε «να ξαναεπισκεφθούν την επόμενη χρονιά την Κωνσταντινούπολη, που θα ήταν, πλέον, πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου».
Λοιπόν, διαβάζοντας το μελέτημά σας καθώς και εκείνο του H. Tonnet στο βιβλίο του Μελέτες για την νεοελληνική λογοτεχνία, (σ. 232-259) προσπαθούσα να καταλάβω το αντιφατικό του Σαμαρτσίδη. 
Την ίδια χρονιά που κυκλοφορεί το βιβλίο του με τον έπαινο του σουλτάνου ζητεί την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και την κατάλυση της οθωμανικής εξουσίας.
Συζητώ: Η εκκίνηση της ιστορίας στο μυθιστόρημα τοποθετείται το 1842. Τα βιβλίο κυκλοφόρησε το 1868 όμως είμαστε σίγουροι ότι η εκκίνηση της συγγραφής του έγινε μερικά χρόνια προηγουμένως, δεν γράφεται εύκολα ένα τόσο ογκώδες μυθιστόρημα.  Μήπως ως νεαρός συγγραφέας πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις για την αλλαγή και εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που θα απέβαινε επωφελής για το ελληνικό στοιχείο και γι’ αυτό εκθειάζει τον Απτούλ Μετζίτ (1823-1861) που με το Χαττ-ι Σερίφ, το 1839, και το Χαττ-ι Χουμαγιούν, το 1856, προσπάθησε να εκσυγχρονίσει την αυτοκρατορία, αναγνωρίζοντας δικαιώματα πρωτόγνωρα για τους ραγιάδες; Μήπως υπέκυψε στις προσδοκίες των αναγνωστών που θέλουν ένα καλό λόγο για την εξουσία, δεν θέλουν η ανάγνωση να γίνεται ανατρεπτική πράξη; Μήπως υπακούει στις παραδεδομένες λογικές της λογοτεχνίας [στην Ανατολή βλέπε και την παράδοση της Χαλιμάς], που θέλει και έναν καλό βασιλιά, και σε ένα σύγχρονο μυθιστόρημα που εξελίσσεται στην Κωνσταντινούπολη καλός βασιλιάς δεν μπορεί να υπάρχει άλλος εκτός από τον Σουλτάνο;
Μήπως από την περίοδο συγγραφής των Αποκρύφων έως το 1868, με την επίσκεψη των Αμερικανών, συνέβησαν σημαντικά γεγονότα στην ιδεολογία και νοοτροπία των Ελλήνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας; Σημειώνω μερικά. Το ελλαδικό κράτος, στην αρχή, ήταν μικρό και μακριά. Η Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν απέραντη, έφτανε από την Αδριατική μέχρι τον Περσικό κόλπο. Το κυριότερο γι’ αυτούς, αυτή την περίοδο, ήταν οι μεταρρυθμίσεις μέσα στην αυτοκρατορία, που θα βελτίωναν τη θέση των Ελλήνων υποδούλων. Όμως, στην εξέλιξη, έχουμε προώθηση της μεγάλης Ιδέας, η Οθωμανική αυτοκρατορία φθίνει συνεχώς, η χριστιανική Δύση και οι Μεγάλες Δυνάμεις (όλες χριστιανικές) είναι αναμφισβήτητες και πανίσχυρες, υπάρχει, πια, μια υποτίμηση για την καθυστερημένη Τουρκοκρατία. Ακόμη, το 1864, η Ελλάδα παίρνει τα Επτάνησα, μεγεθύνεται ως κράτος για πρώτη φορά, έστω και με λίγη έκταση. Το κυριότερο ήταν η κρητική επανάσταση του 1866, με αίτημα την απελευθέρωση και ένωσή της με την Ελλάδα. Η επανάσταση αυτή συγκινεί την Ελλάδα και την Ευρώπη, καθώς και τους υπόδουλους Έλληνες της Τουρκίας.
Ανάμεσα, λοιπό, στη γραφή (του μυθιστορήματος) και την πράξη του Σαμαρτσίδη (επεισόδιο στο αμερικανικό πλοίο) υπάρχει ένας μετεωρισμός, που, ίσως, εκφράζει και τους μετεωρισμούς των ελληνικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Από την πίεση για μεταρρυθμίσεις και βελτίωση της θέσης τους → στην ανατρεπτική λογική, που θα επιβεβαιωθεί πανηγυρικά το 1919, 51 χρόνια αργότερα, με την πλήρη κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.  Αυτό που απετέλεσε μακρόχρονη σταδιακή διαδικασία στους υπόδουλους πληθυσμούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μήπως στον Σαμαρτσίδη συμπυκνώθηκε ευσύνοπτα, μέσα σε λίγα χρόνια; Διερωτώμαι.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Δεν έχω κατανοήσει τη διπλοτυπία Σαμαρτζίδης και Σαμαρτσίδης. Στο μυθιστόρημά του Απόκρυφα αναγράφει Σαμαρτσίδης. Αλλού βλέπω Σαμαρτζίδης.

Σάββας Παύλου


*

Αγαπητέ κύριε Παύλου,

Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη το μήνυμά σας, και για το ίδιο το θέμα του, αλλά και γιατί πριν λίγες μέρες ξανασκεφτόμουν την τελευταία δημοσίευσή σας στα Μικροφιλολογικά, με αφορμή τον θόρυβο που σηκώθηκε από τα ΜΜΕ εδώ στην Ελλάδα λόγω του βιβλίου που εξέδωσε ο Δημ. Κουφοντίνας της 17 Νοέμβρη.
Ας απαντήσω στα σχόλιά σας με τη σειρά:
Το Σαμαρτσίδης ή Σαμαρτζίδης είναι παραπλήσιο, ως θέμα, με το Πιτσιπιός ή Πιτζιπίος. Στα ελληνικά είναι δύσκολο να προφερθεί το σύμπλεγμα ρτσ χωρίς να ακουστεί ρτζ, οπότε αυτός ίσως είναι ένας λόγος που προκαλεί τη μετατροπή. Ποιος έκανε την αρχή δεν ξέρω. Και για τη μητέρα του, Ευφροσύνη, εμφανίζονται και οι δύο γραφές. Στον Αιώνα του 1859 αναφέρεται 3-4 φορές ένας Χριστόφορος Σαμαρτζίδης, φοιτητής του Πανεπιστημίου, να προσφέρει αρκετά αρχαία αντικείμενα στο μουσείο της Αρχαιολογικής Εταιρίας. Αν δεχτούμε ότι μπορούσε να γίνει φοιτητής στα 16 του χρόνια, τότε μάλλον πρόκειται γι’ αυτόν. Άλλωστε το 1861 εμφανίζεται με την ιδιότητα του φοιτητή να εκδίδει Το πνεύμα των τραγωδιών του Αισχύλου, υπογράφοντας όμως με τσ, όπως και τα υπόλοιπα έργα του στη συνέχεια, αν δεν με απατά η μνήμη μου. Αυτός ήταν, αν θυμάμαι καλά, και ο λόγος που τον είχα γράψει κι εγώ με τσ στο κεφάλαιο που του αφιέρωσα στη διδακτορική μου διατριβή (Η Κωνσταντινούπολη στην ελληνική πεζογραφία 1830-1880).
Το παλιό σας σημείωμα στα Μικροφιλολογικά το έχω υπ’ όψιν μου. Έρχεται και «κουμπώνει» με τις μεταφράσεις του Ομήρου που δημοσίευσε ο Σαμαρτζίδης στο Ημερολόγιον της Ανατολής.
Οι προβληματισμοί σας για τον μετεωρισμό, όπως λέτε, του Σαμαρτζίδη, είναι  απολύτως δικαιολογημένοι και οι απαντήσεις που δίνετε μόνος σας επίσης πολύ πιθανές, η καθεμιά χωριστά ή και σε συνδυασμό. Από πλευράς μου μπορώ να προσθέσω τα εξής:
α) Ο έπαινος στον Αμπντούλ-Μετζίτ (1839-1861) δεν είναι μοναδικό φαινόμενο της εποχής εκείνης. Η βασιλεία του θεωρήθηκε από τους ομογενείς, αλλά και από Ελλαδίτες, επιτυχημένη, ακριβώς γιατί στα χρόνια του έγιναν σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Σας παραθέτω ένα απόσπασμα της διατριβής μου σχετικό με το θέμα:

Κατά τι μετριοπαθέστερη είναι μια ανυπόγραφη, αλλά μάλλον ελληνικής πένας επιφυλλίδα, υπό τον τίτλο «Η Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως», που δημοσιεύεται το 1865 στη Χρυσαλλίδα (δηλώνεται ως αναδημοσίευση από τη Revue Brittanique· το ύφος και το περιεχόμενό της υποδεικνύουν Έλληνα συγγραφέα ή ελληνοκεντρικά διασκευασμένη μετάφραση)·¹ αρχικά θίγει περιηγητικά θέματα σχετικά με τον ναό, π.χ. την αναμφίβολη δυσφορία που αισθάνεται οποιοσδήποτε δυτικός περιηγητής, «ἔστω καὶ τῆς ψυχροτέρας φύσεως», για την κατοχή του από τους Τούρκους (μέσα από την οποία ο συγγραφέας ουσιαστικά αντικειμενικοποιεί τη δική του δυσφορία), και την ανάγκη να μετατραπεί ο ναός από «ἁπλοῦς σκοπὸς περιπάτου διὰ τὸν περιηγητὴν ἢ ἁπλοῦν θέαμα διὰ τὸν ἐραστὴν τῆς ζωγραφίας» σε αντικείμενο συστηματικής μελέτης· στη συνέχεια αναγνωρίζει ως ευεργετική την απόφαση του Αμπντούλ-Μετζίτ να προχωρήσει στην αποκάλυψη και επισκευή των βυζαντινών τοιχογραφιών του ναού, και καταλήγει στην παρουσίαση της διαθέσιμης ιστορικής και αρχιτεκτονικής γνώσης γι’ αυτόν. Ανάλογης θεματικής, αλλά πιο ψύχραιμης προσέγγισης, είναι μια πολύ προγενέστερη δημοσίευση του Κωνσταντινουπολίτη Κωνσταντίνου Πωπ στην Ευτέρπη (1849)· εδώ πλέκεται ο ύμνος της Κωνσταντινούπολης (είναι η «μεγαλοπρεπής άνασσα των πόλεων», «η βασιλεύουσα πόλις», «η βασίλισσα των πόλεων», «η πρώτη πόλις της Οικουμένης», «η κυρίαρχος της Οικουμένης»), δίνονται αρχιτεκτονικές και ιστορικές πληροφορίες για την Αγία Σοφία, «τὸ μεγαλούργημα τοῦτο τῆς εὐσεβείας καὶ μεγαλειότητος τῶν Αὐτοκρατόρων τοῦ Βυζαντίου» που προκαλεί στον περιηγητή της Κωνσταντινούπολης αισθήματα σεβασμού, μελαγχολίας και νοσταλγίας, ταυτόχρονα όμως επαινείται έντονα ο «φιλόκαλος» σουλτάνος Αμπντούλ-Μετζίτ που την ανακαίνισε πρόσφατα, και διατυπώνεται η άποψη πως το έργο αυτό της ανακαίνισης δοξάζει τη βασιλεία του.²

Σε σύμπλευση με τα παραπάνω είναι μια επαινετική βιογραφία του Ρεσίτ-πασά, που διέπρεψε στα χρόνια του Αμπντούλ-Μετζίτ (εμμέσως δηλαδή επαινείται και αυτός), στην Ευτέρπη (τόμ. 2.26, 1848, σσ. 25-29). Δηλώνεται ως μετάφραση «εκ του Γαλλικού», αλλά κατά πάσα πιθανότητα ανήκει στον Νικόλαο Δραγούμη, σύμφωνα με εσωτερικές ενδείξεις σε προγενέστερα κείμενά του. Και άλλα κείμενα, που τώρα μου διαφεύγουν, έχουν επαίνους για τον Αμπντούλ-Μετζίτ. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση ακραιφνούς φιλοτουρκισμού του Γεώργιου Τυπάλδου-Ιακωβάτου, αλλά ανήκει μάλλον στις εξαιρέσεις. Επίσης σε κωνσταντινουπολίτικες εφημερίδες έχω δει επίσης αρκετούς επαίνους για τον Αμπντούλ-Μετζίτ. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πρέπει όλες να τις λαμβάνουμε υπ’ όψιν κατά γράμμα, γιατί υπάρχει η περίπτωση κάποιες από αυτές να οφείλονται στον φόβο της τουρκικής λογοκρισίας.
β) Και η γενικότερη αίσθηση που έχω αποκομίσει διαβάζοντας διάφορα κείμενα από Έλληνες της Κωνσταντινούπολης είναι ότι μέχρι κάποια εποχή δεν είχαν την παραμικρή όρεξη να ενωθούν με την Ελλάδα. Μια χαρά περνούσαν στην οθωμανική αυτοκρατορία στα χρόνια της μεταρρύθμισης, η αστική τους τάξη ενισχυόταν, πλούτιζαν, άρχισαν να εμπλέκονται άφοβα σε μεγάλες εμπορικές και τραπεζιτικές δραστηριότητες, πολλοί ξαναέγιναν υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, έφτιαχναν εκπαιδευτήρια, πολιτιστικούς συλλόγους κλπ. Η εποχή που σίγουρα αρχίζουν ξανά να έχουν επισήμως πρόβλημα συνύπαρξης με τους Οθωμανούς είναι επί Αμπντούλ-Χαμίτ Β΄ (1876-1909), και λόγω του ότι ο ίδιος ο σουλτάνος είναι ακραία συντηρητικός και εθνικιστής και λόγω του ότι τα διογκωμένα οικονομικά προβλήματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας επηρεάζουν και την ελληνική ομογένεια.
γ) Αν μη τι άλλο, ο «πατερούλης» Αμπντούλ-Μετζίτ του Σαμαρτζίδη (που θα μπορούσε ίσως να ιδωθεί και ως μια λογοτεχνική εκδοχή ενός είδους πατερναλιστικού σοσιαλισμού, αν είχαμε κάποιες περισσότερες πληροφορίες για τις πολιτικές απόψεις του συγγραφέα), ίσως να είναι το κατάλληλο οθωμανικό πρόσωπο για την ομογενειακή εκδοχή του ελληνοθωμανισμού και της ελληνοθωμανικής συμπόρευσης, από τη στιγμή που εξωκειμενικά συγκεντρώνει στο πρόσωπό του θετικές κρίσεις για τη φιλομεταρρυθμιστική και φιλοπρόοδη διάθεσή του, την διαλλακτικότητά του με τη Δύση κλπ.
δ) Με βάση τα παραπάνω, ακόμη κι αν ο Σαμαρτζίδης γράφει τα Απόκρυφα μετά την άνοδο του Αμπντούλ-Αζίζ (1861-1876), μπορεί κάλλιστα να «υπενθυμίζει» εμμέσως στον νέο σουλτάνο τα προτερήματα του προηγούμενου, που θα πρέπει να τα διατηρήσει και αυτός, ή ακόμη και να «μαλακώνει», να «στρογγυλεύει» με τον τρόπο αυτό τη λογοτεχνική εκδοχή μιας Κωνσταντινούπολης της ανομίας και της παρανομίας που παρουσιάζει στο μυθιστόρημά του (και για τον φόβο της λογοκρισίας ή της προσωπικής δίωξης).
ε) Αν ξέραμε πόσο καιρό γράφει ο Σαμαρτζίδης τα Απόκρυφα, μάλλον θα λύναμε κάποιες απορίες. Πάντως όσο πλησιάζει προς την έκδοσή τους, το κλίμα βαραίνει στην Κωνσταντινούπολη λόγω των Εξαρχικών, που ευνοούνται και από την κεντρική εξουσία. Είναι βέβαια και η κρητική επανάσταση που ξαναξυπνά το εθνικό αίσθημα. Άλλωστε οι κωνσταντινουπολίτικες εφημερίδες της εποχής γράφουν καθημερινά ανταποκρίσεις με τα γεγονότα στην Κρήτη και με την τύχη των προσφύγων στην Ελλάδα, πολύ προσεκτικά όμως για τον γνωστό λόγο της λοκοκρισίας.
Πιστεύω ότι εκείνο που θα διαφώτιζε πολύ την υπόθεση είναι η εύρεση στοιχείων για το είδος των επαφών που ενδεχομένως είχε ο Σαμαρτζίδης με την αμερικανική πρεσβεία της Πόλης. Προς το παρόν δεν έχω χρόνο να ψάξω προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά θα σας παρακαλούσα, αν πέσει κάτι στην αντίληψή σας να με ενημερώσετε.
Δεν ξέρω αν βοήθησα, πάντως χαίρομαι πολύ για τον διάλογο που προέκυψε.
Σας χαιρετώ προς το παρόν, ελπίζοντας να σας ξαναακούσω. Μια παράκληση μόνο: αν μου ξαναστείλετε word κείμενο, ας είναι σωσμένο σε μορφή word 97-2003, την προγενέστερη δηλαδή από αυτήν που έχετε εσείς, γιατί δεν έχω windows xp στον υπολογιστή που χρησιμοποιώ συνήθως, και χρειάζομαι επιπλέον χρόνο, σε άλλον υπολογιστή, για την μετατροπή του docx σε doc.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Φύλλα 3.63 (15.8.1865), 449-454· 3.64 (30.8.1865), 481-488· 65 (15.9.1865), 513-518· 66 (30.9.1865), 545-549.
2. Κ[ωνσταντίνος] Π[ωπ] «Ανακαίνισις της Αγίας Σοφίας», Η Ευτέρπη, 3.49 (1849), 586-588.

Νατάσσα Τσαπανίδου


Δεν υπάρχουν σχόλια: