Επιτάφιος
Μνήμη Δημήτρη Κ. Μιχαηλίδη
Από τα χέρια μου έχουν περάσει εκατοντάδες βιβλία, χιλιάδες σίγουρα, εκατοντάδες χιλιάδων; Υπερβάλλω! Ξέρω στατιστικά ότι έχω καταλογογραφήσει 6 000 βιβλία, δεν μετρώ πόσα έχω παραγγείλει, γιατί αυτά δεν ήταν βιβλία που έπιασα στα χέρια μου, άσχετο αν ήρθαν αργότερα στη βιβλιοθήκη όπου εργαζόμουνα. Άντε να μετρήσω και τα βιβλία μου, και τα βιβλία του Γ.Π. Σαββίδη, όταν τα μετέφερα από το δεύτερο υπόγειο που ήταν τοποθετημένα στο γραφείο του στον τέταρτο όροφο∙ το βάρος τους είχε διαλύσει το τραπεζάκι με ρόδες που το μεταχειριζόμουνα τότε για να τα μεταφέρω – ήταν ένα τραπεζάκι τύπου μπαρ για να μπορούν να μεταφέρονται μπουκάλια με ποτά, κι εγώ μετέφερα βιβλία. Να μετρήσω βιβλία που δανείστηκα από βιβλιοθήκες; Να τα μετρήσω. Εξαιρώ τα βιβλία που έχω τοποθετήσει πίσω στα ράφια τους και πόσες σειρές βιβλίων έχω τακτοποιήσει στα ράφια, σωστά σύμφωνα με τον βιβλιογραφικό κωδικό αριθμό τους; Για δεκαοχτώ χρόνια δούλευα σε πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, άρα μιλάμε για βιβλία επί βιβλίων! Αλλά όλα αυτά, αν δεν μας κάνουν δεκάδες χιλιάδες, ανέρχονται σε δεκάδες εκατοντάδες σίγουρα.
Από αυτές τις δεκάδες εκατοντάδες βιβλίων ένα βιβλίο μού έχει κάνει εντύπωση και με συγκίνησε, και το αποχωρίστηκα. Όχι δεν είναι κανένα από τα εννιακόσια τόσα βιβλία του Καβάφη που έχω καταγράψει. Με τι συγκίνηση τα έπιανα στα χέρια μου και άγγιζα ό,τι είχε αγγίξει κι Αυτός και διάβαζα τις ίδιες σελίδες που είχε διαβάσει κι Αυτός και ήταν σαν να τον άκουγα να μιλά για τις «ιδανικές φωνές» που μου έρχονταν στην αφή μου. Κάπου κάπου τον έβλεπα να βαριέται να διαβάσει ένα βιβλίο και να το αφήνει άκοπο ή μισοκομμένο ή κάτι να του έκανε εντύπωση και να το υπογράμμιζε ή να άφηνε μια σημείωση στο περιθώριο ή να ανακάλυπτε ένα λάθος και να το διόρθωνε με ένα μικρό σημείωμα πάνω σε ένα κομματάκι χαρτιού. Όχι, δεν ήταν κάποιο από αυτά τα βιβλία του Καβάφη, αλλά μια ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου, η πρώτη έκδοση του Επιτάφιου. Ήταν η έκδοση του Ριζοσπάστη, που επέζησε δικτατοριών και πολέμων. Το αντίτυπο ήρθε στην κατοχή μου από έναν εφηβικό μου έρωτα, το πρώτο μου ανολοκλήρωτο φιλί, γιατί τότε ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ξέραμε πώς να φιλιόμαστε κανονικά· και το άγγιγμα των χειλιών δεν ξέρω αν μετριέται σαν φιλί, μάλλον σαν άγγιγμα σφραγίδας ήταν, αλλά μου έδωσε το φιλί της ζωής κι άλλαξε την πορεία της. Το βιβλίο δεν το έχω πια στη κατοχή μου, το δώρισα σε μια βιβλιοθήκη του εξωτερικού, όπου είχα περάσει πολλές ευχάριστες και δημιουργικές ώρες. Όσο το είχα στην κατοχή μου, ήταν σαν να κρατούσα ένα αναμμένο κάρβουνο στην τσέπη μου· και όταν το ταχυδρόμησα, ένα μεγάλο βάρος έφυγε από πάνω μου.
Αλλά πώς ήρθε στην κατοχή μου αυτό το βιβλίο, που ελπίζω να το τίμησα όσο μπόρεσα; Στο Γυμνάσιο ήμουν σε μια παρέα που ο πυρήνας τους ήταν παιδιά με καταγωγή από τη Λέσβο. Ένιωθα λίγο παράταιρη σε αυτή την παρέα, γιατί η καταγωγή μου ήταν από άλλο νησί κι από μέρη που δεν ήταν πια ελληνικά, και σαν πατρίδα μου μετρούσα τη χοάνη της Αθήνας (καμιά φορά θα πρέπει να γεωγραφήσουμε την Αθήνα ανά γειτονιές για να συνεννοούμαστε), αλλά είχα καταφέρει να με θεωρούν δικό τους παιδί, σχεδόν ντόπια, και να με καλούν τα καλοκαίρια στην Πέτρα∙ να σταματούμε για λίγες μέρες στη Μυτιλήνη και να μας φιλοξενούν άλλοι φίλοι φίλων και να κάνουμε μπάνιο στα Τζαμάκια, βόλτες στο κάστρο, και το βράδυ να την αράζουμε σε ένα καφενείο και να γνωριζόμαστε και με άλλους φίλους φίλων, ξαδέλφια φίλων, γείτονες ξαδελφιών φίλων. Αυτή ήταν η σύνθεση της παρέας, αγόρια και κορίτσια από δεκαπέντε μέχρι 20 χρονών, όπως υπολογίζω τώρα. Αλλά μεγαλώναμε συγχρόνως και νομίζω ότι μετά τα είκοσί μας χρόνια και την ενηλικίωσή μας σοβαρέψαμε και κόψαμε «την παρέα». Ο καθένας μας είχε πάρει τον δρόμο του. Στα χρόνια που ακολούθησαν συναντιόμαστε δυο δυο ή τρεις τρεις, όσοι είχαμε κρατήσει κάποια επαφή μεταξύ μας, αλλά «η παρέα» κομμένη. Κάπως έτσι γνωρίστηκα και χάθηκα με τον άνθρωπο που με σφράγισε στα χείλη και μου χάρισε τον Επιτάφιο.
Ήταν γείτονας στην Πέτρα της καλύτερης, όπως υπολόγιζα τότε, φιλενάδας μου, συμμαθήτριάς μου στο γυμνάσιο. Η λέξη κολλητή δεν ήταν σε χρήση τότε, αλλά ήθελα να πιστεύω ότι ήταν η κολλητή μου. Τα σπίτια τους ήταν υπέροχα δίπατα σπίτια, χτισμένα μέσα σε μια μεγάλη αυλή ή σε περιβολάκι. Είχαν ψηλά παράθυρα, πέτρινους γωνιόλιθους, επιβλητικές εξώπορτες με επιθύριο ρόπτρο ένα μπρούτζινο γυναικείο χέρι με δαχτυλίδι στο παράμεσο δάχτυλο, για να το χτυπάμε αντί για κουδούνι. Αλλά δεν χρειαζόταν να το χτυπάμε, οι πόρτες ήταν πάντα ανοιχτές. Εμείς εκείνο τον καιρό δεν φορούσαμε κανένα δαχτυλίδι, δεν είμαστε δοσμένες κάπου. Εγώ μόνο είχα ένα μεγάλο δαχτυλίδι της γιαγιάς μου με μια μυστήρια πέτρα και το φορούσα στο μεσαίο δάχτυλό μου, έτσι για φιγούρα. Αυτά τα σπίτια ήταν χτισμένα γύρω σε μια κλειστή αυλή, και ο πατέρας της καλύτερής μου φίλης, που με εισήγαγε στη ρωσική λογοτεχνία και που ήθελε να μου μάθει κι αρχιτεκτονική, παρ’ ότι ήταν γιατρός, μου ερμήνευε την αρχιτεκτονική του χώρου και το πώς διαμορφώθηκαν τα σπίτια γύρω από την κλειστή αυλή και πώς αργότερα οι μεγάλες γλάστρες με τους φίκους και τις φτέρες εξαφανίστηκαν, και η εσωτερική αυλή μεταμορφώθηκε σε σαλόνι ή καθιστικό ή χώρος υποδοχής και συναλλαγής, μακριά από τα ιδιωτικά δωμάτια των μελών της οικογένειας. Δυστυχώς, εξωτερικά καλώδια του ηλεκτρικού, που εμφανίστηκε ύστερα από το χτίσιμο των σπιτιών, πλήγωναν κάπου την αρχιτεκτονική και την αρμονία του χώρου, ενώ ηλεκτρικές λάμπες κρέμονταν παράταιρα από τα ταβάνια. Αλλά όλα αυτά είναι μίζερες αρχιτεκτονικές παρατηρήσεις και, όπως είπα, ο άνθρωπος ήταν γιατρός κι όχι αρχιτέκτονας, αλλά τον έτρωγε το μεράκι της αρχιτεκτονικής ώσπου κατάφερε η μικρή του θυγατέρα να παντρευτεί έναν πολιτικό μηχανικό που τσιμέντωσε όλη την Ελλάδα. Τα σπίτια ήταν αρχοντόσπιτα.
Ελάχιστες φορές είχα εισχωρήσει στο εσωτερικό του πατρογονικού σπιτιού Εκείνου. Αργότερα, άλλοι γνωστοί περιέγραφαν ότι είχε ζωγραφιές του Θεόφιλου, αλλά ο Θεόφιλος, τότε, δεν μας έκανε και τόση εντύπωση, και πολλά σπίτια στη Λέσβο είχαν Θεόφιλους κρεμασμένους στους τοίχους τους ή είχαν ζωγραφισμένους τοίχους και ταβάνια από εκείνον. Εκείνος τα ζωγράφιζε για ένα πιάτο φασολάδας, και εμείς τα βλέπαμε σαν να ήταν «πέντε στο δεκάρικο». Νωρίς το απόγευμα, μετά το πρωινό μπάνιο στη θάλασσα και τον μεσημεριανό ύπνο, η παρέα άρχιζε να μαζεύεται και ανηφορίζαμε προς το σπίτι του, ήταν σχεδόν από τα τελευταία του χωριού, κοντά στον δημόσιο δρόμο, για να πάρουμε κι Εκείνον. Η μητέρα του καθόταν σαν κέρβερος στην ξώπορτα και μας έλεγε: «Ήρθατε πολύ νωρίς να τον πάρετε, τώρα μελετά, να τον περιμένετε». Εμείς βλέπαμε ότι κάπου υπήρχαν σειρές με βιβλιοθήκες μέσα στο σπίτι, μερικοί κορμοί από το απολιθωμένο δάσος από το Σίγρι, ένα κομμάτι είχε βαθούλωμα και έμοιαζε με τασάκι, αλλά τότε δεν τολμούσαμε να καπνίσουμε μπροστά στους «μεγάλους» και να σβήσουμε το τσιγάρο μας εκεί μέσα. Εμείς τα κορίτσια καρφώναμε στα μαλλιά μας ωραία μεγάλα μοβ λουλούδια από μολόχες και γεμίζαμε τα σουτιέν μας, που τότε τα στήθη μας προσπαθούσαν να τα γεμίζουν, με γιασεμιά για να μοσχοβολάμε, και φτάναμε στο σπίτι του. Εκεί μας περίμενε ο «κέρβερος μητέρα» και είχε και τη βοήθεια του άλλου βοηθού κέρβερου, τη γιαγιά του. «Όχι, δεν μπορεί να κατέβει ακόμη» μας έλεγε «μελετά». Αυτή ήταν η καθημερινή επωδός. Μελετά. Εμάς καθόλου δεν μας πτοούσε η μη είσοδος στον Παράδεισο. Καθόμαστε στην αυλή και τον περιμέναμε. Σκαρφαλώναμε στην καρυδιά που φύτρωνε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του και σπάζαμε πάνω σε μια κατάμαυρη πέτρα τα καρύδια, παρ’ ότι δεν είχαν γίνει ακόμη. Τρίβαμε τη φλούδα τους στα δόντια μας για να ασπρίσουν, αλλά τα δάχτυλά μας γίνονταν κατάμαυρα· ρουφούσαμε τον άσπρο αγίνωτο καρπό τους, γιατί τότε ήταν κατακαλόκαιρο και τα καρύδια δεν είχαν ωριμάσει ακόμη. Και περιμέναμε Εκείνον να τελειώσει τη μελέτη του και να έρθει να ενωθεί με την παρέα. Αργότερα, όταν κι εγώ «μελετούσα» και είχα – ελπίζω – ωριμάσει (τα στήθη μου σίγουρα είχαν γεμίσει το σουτιέν μου), όταν έπεφτα πάνω σε μαύρες πέτρες ή πέτρες της υπομονής, πάντα θυμόμουνα τη μαύρη πέτρα που σπάζαμε επάνω τους τα άγουρα καρύδια της αυλής του. Τότε είμαστε όλοι φίλοι, μεριάζαμε και φυλάγαμε μερικά στην άκρη για να τα βρει έτοιμα Εκείνος, να γευτεί τον στυφό κι άγουρο καρπό τους, όταν τελείωνε τη μελέτη του. Κατέβαινε από το δωμάτιό του και τα μάτια του έλαμπαν, μας έλεγε για το τι είχε διαβάσει, για το λάθος που είχε ανακαλύψει σε αυτόν ή εκείνο τον φιλόλογο, η μαμά-κέρβερος έλαμπε. Η σιωπηλή ματιά της έλεγε: «Δεν σας το έλεγα, μη τον ενοχλείτε». Αρχίζαμε τα σχέδια για το πώς θα περνούσαμε το βράδυ, θα αρχίζαμε τρώγοντας λουκουμάδες; Ίσως να πηγαίναμε στον Μόλυβδο για ουζοποσία, ίσως καλύτερα στην παράγκα, τη μικρή ταβέρνα στην άκρη του χωριού, να τραγουδήσουμε και να χορέψουμε, και μετά στον μόλο, καλύτερα βαρκάδα, κι ύστερα να ξαπλώναμε στην παραλία και να μετράγαμε πεφτάστερα. Εκείνος μας έλεγε ότι κάποτε θα έπρεπε να ανεβαίναμε στη Παναγιά την Πετρανή και να ακούγαμε τον εσπερινό, φως ιλαρόν, ή καμιά παράκληση όταν ήταν Δεκαπενταύγουστος. Ποτέ δεν το είχαμε κάνει, να πάμε δηλαδή να εκκλησιαστούμε ανεβαίνοντας τον βράχο όπου ήταν χτισμένη η θαυματουργή εκκλησία της Παναγιάς της Πετρανής. Ούτε κι Εκείνος νομίζω ότι είχε πάει. Πάντα ήταν όλο λόγια, σχέδια, προγραμματισμούς και πλάνα δράσης, αλλά με ελάχιστη δράση. Εμείς τα κορίτσια είχαμε χωρίσει τα αγόρια στις προτιμήσεις μας, ίσως κι αυτά να μας είχαν μοιραστεί: Εσύ αυτόν, μα δεν μου αρέσει, τότε τον Θανάση, μα αυτός γουστάρει τη Μερόπη, τότε τον Στρατή, παρακαλώ, βρέστε κάποιον άλλον, είναι χοντρός. Τότε τον Λευτέρη, μα αυτός μένει στην Καλλονή και είναι τόσο πιο μεγάλος, πάει πανεπιστήμιο και δεν έρχεται πάντα στην Πέτρα, εγώ μόνη μου θα τριγυρνώ; Καλά, ο Φαίδωνας, νομίζω ότι σε καλοκοιτάζει. Δεν ξέρω, ίσως. Ο Γιώργης; Το Αντωνέλι; Δεν ξέρω πώς τα μάτια μου έπεσαν σε Εκείνον. Ήταν ψηλός, αδύνατος, ξερακιανός, με βαθουλωμένα μάτια, με μια γαμψή μύτη, και του άρεσαν τα βιβλία. Εγώ ήμουν εξαιρετικά αδύνατη εκείνο τον καιρό, όλο μάτια, μακριά μαλλιά, «δαχτυλιδένια» μέση και μια χοντρή μύτη. Ίσως να του έπεσα στην μοιρασιά, γιατί και τα αγόρια είχαν κάνει μάλλον τη μοιρασιά τους, τα ζευγαρώματα. Επειδή κι εγώ είχα μανία με τα βιβλία και ήμουν με ένα βιβλίο στο χέρι συνέχεια, έπρεπε να τελειώσω όλο το Πόλεμος και Ειρήνη προτού τελειώσουν οι καλοκαιρινές διακοπές, και να του έπεσα στην μοιρασιά.
Τον χειμώνα στην Αθήνα πηγαίναμε όλοι μαζί σινεμά. Κάθονταν δίπλα μου και μου κρατούσε το χέρι στη διάρκεια της προβολής. Εκείνη την εποχή βλέπαμε φιλμ της Nouvelle vague και είχαμε ξετρελαθεί με τον ιταλικό κινηματογράφο και ιδιαίτερα με την Κλαούντια Καρντινάλε· δεν αφήναμε έργο για έργο που να έπαιζε και να μην το βλέπαμε. Μια φορά, ύστερα από ένα τέτοιο φιλμ, γύρισε και μου είπε: «Εγώ θα πάω να ζήσω στην Ιταλία, σε μια από αυτές τις επαρχιακές πόλεις». Δεν μου είπε αν θα με έπαιρνε μαζί του. Ίσως να έψαχνε εκεί την Κλαούντια Καρντινάλε του. Μα γιατί στην Ιταλία, αφού όλοι μας είμαστε γαλλοβλαμμένοι, και γαλλική ποίηση διαβάζαμε και ενθουσιαζόμαστε, και η μητέρα του παρέδιδε γαλλικά μαθήματα για να ζήσουν; Μα στην Ιταλία για την Κλαούντια Καρντινάλε, με τα ωραία στρογγυλά στήθη, τη βαθιά ματιά, τα μαύρα μαλλιά χτενισμένα παζ, τη μπάσα φωνή που υπόσχονταν πολλά, το υπέροχο χαμόγελο. Για την Κλαούντια Καρντινάλε φυσικά! Στην Ιταλία ακούγονταν αφύσικο, αφού κάπου στα τρελά μας όνειρα βλέπαμε τους εαυτούς μας φοιτητές στο Quartier Latin. Όχι, εγώ θα πάω στην Ιταλία, δήλωνε κατηγορηματικά και όλοι μας το ξέραμε ότι, αν του έμπαινε κάτι στο μυαλό, δεν υπήρχε ελπίδα να αλλάξει γνώμη. Ήταν απαιτητικός, επίμονος, πεισματάρης. Σινεμά μάς άφηναν να πηγαίνουμε μόνο όταν είμαστε όλοι μαζί, στην παράσταση 6-8 μ.μ., γιατί στις 10 μ.μ. όλοι θα έπρεπε να είμαστε σπίτια μας και στα κρεβάτια μας. Σινεμά με παρέα επιτρεπόταν, σινεμά σαν ζευγάρι, ραντεβού να πούμε, απαγορευόταν. Οι γονείς μας πίστευαν ότι η ομάδα ήταν η καλύτερη προστασία από ερωτικά παραπατήματα. Όταν προσπαθούσα να ρωτήσω: «Μα πώς γίνεται αυτό ή εκείνο, πάντα ερχόταν η καθορισμένη απάντηση: Είσαι μικρή ακόμη να ρωτάς και να μαθαίνεις τέτοια πράγματα, όταν μεγαλώσεις θα μάθεις, θα σου τα πούμε. Και να κρατάς τη βρακοζώνα σου δεμένη και να μην αφήνεις να σε πιάνουν εκεί. Ποιος θα σε πάρει φιλημένη και αγγιγμένη». Και όταν επέμενα, ερχόταν η απάντηση συμπληρωνόταν: «Μπες πρώτα στο πανεπιστήμιο, και βλέπουμε· και, όπως είπαμε, η βρακοζώνα δεμένη». Έτσι περνούσαμε τις μέρες μας.
Προς την άνοιξη κατεβαίναμε και πηγαίναμε επίσκεψη στο σπίτι του. Ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του, μετακόμισαν από την Πέτρα στην Αθήνα, στη Νέα Σμύρνη στην αρχή, και μετά στο Παλιό Φάληρο, προς την Αμφιθέα. Ακόμα θυμάμαι τη διεύθυνση του σπιτιού του, οδός Σειρήνων 21, έμενε με τη μητέρα του και τη γιαγιά του. Πήγαινε στην Ευαγγελική Σχολή στη Νέα Σμύρνη, και στην αρχή του καλοκαιριού καθόμαστε στην Πλατεία της και τρώγαμε παγωτό καϊμάκι ντοντουρμά και ακούγαμε ιστορίες από τη σχολική χρονιά που πέρασε. Ευτυχώς τα αγόρια που πήγαιναν γυμνάσιο στην Αθήνα δεν φορούσαν αυτό το απαίσιο πηλίκιο με την κουκουβάγια στη μέση και δίπλα τον αριθμό του μητρώου τους. Εμείς τα κορίτσια γυρνοβολούσαμε με μια μαύρη ποδιά και κεντημένο στο στήθος τον αριθμό του Γυμνασίου μας. Μισούσα αυτή την ποδιά. Τα κορίτσια που πήγαιναν στο Αρσάκειο ή στο Κολέγιο φορούσαν πιο κομψό σχολικό ένδυμα. Όταν κατεβαίναμε στο σπίτι του με το λεωφορείο του Παλαιού Φαλήρου, κατηφορίζαμε τη λεωφόρο Συγγρού, αυτόν το δίκλωνο δρόμο, και βγαίναμε στη στάση Φόρος. Φαίνεται όταν είχε πρωτοανοίξει η λεωφόρος, ίσως σε αυτό το σημείο να υπήρχαν διόδια. Στο σπίτι του καθόμαστε στο μπαλκόνι και μας κερνούσαν υποβρύχιο ή πορτοκαλάδα. Και συζητούσαμε για κάθε τι, κυρίως για βιβλία, κουτσομπολιά για λογοτεχνικά θέματα ή για φίλους. Πάντα ένας μεγάλος μάς επέβλεπε, και η μητέρα-κέρβερος κυρίως διηύθυνε τη συζήτηση. Σχεδόν πάντα η συζήτηση κατέληγε στη γαλλική ποίηση, οι συμβολιστές και παρνασσιακοί συγκινούσαν πιο πολύ τη μαμά. Είχε πάει σχολείο εσώκλειστη στις καλογριές στη Νάξο, όπως συνήθιζαν τότε τα κορίτσια της τάξης της – ορθόδοξα κορίτσια – να πηγαίνουν για να εκπαιδευτούν σε σχολεία που είχαν ιδρύσει καθολικά τάγματα. Δεν νομίζω ότι είχε πάει πανεπιστήμιο, αλλά είχε μια στερεή γνώση της γαλλικής, γι’ αυτό όταν χήρεψε, για να έχει ένα σταθερό εισόδημα, παρέδιδε κατ’ οίκον ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικής. Ήταν επιλεκτική στους μαθητές της και αρκετά δημοφιλής στην περιοχή και είχε αρκετούς μαθητές. Νομίζω ότι αυτό ήταν το μόνο εισόδημά τους, αλλά εμείς τα παιδιά δεν γνωρίζαμε τα οικονομικά των μεγάλων. Ενδιαφερόμαστε κυρίως να έχουμε το χαρτζιλίκι στη τσέπη μας για να πάμε σινεμά ή να αγοράσουμε κανένα δίσκο. Η μαμά του μας απάγγελνε ποίηση και μας ενθάρρυνε να αρχίζουμε να μεταφράζουμε ευκολομετάφραστους ποιητές, π.χ. Paul Éluard ή Jacques Prévert. Χρόνια αργότερα, όταν είδα αυτές τις μεταφράσεις μου, νόμιζα ότι στέκονταν σε σύγκριση με τις άλλες που είχαν δημοσιευτεί. Αλλά δεν υπήρχε πια λόγος να δημοσιευτούν, εξάλλου τις είχα κάνει για να τον εντυπωσιάσω, δεν ξέρω πώς είχα αποφασίσει να μεταφράσω και René Char. Περισσότερο όμως επιθυμούσαμε να ακούσουμε τη μητέρα του να μας ερμηνεύει τις μπαλάντες του George Branssens, αλλά ντρεπόμαστε να τη ρωτήσουμε και κοκκινίζαμε ώς τις ρίζες των μαλλιών μας, αν λέγαμε κάποια λέξη που μπορούσε να θεωρηθεί ελαφρώς ανατομικά περιγραφική· εκείνη μας αγριοκοίταζε και η συζήτηση σταματούσε εκεί.
Ήταν γόνος μιας εξαιρετικά διακεκριμένης οικογένειας της Λέσβου, που ποιος ξέρει τι συγγένειες αίματος ή συμπεθεριών είχε με άλλα διάσημα λογοτεχνικά ονόματα του νησιού. Μερικά πράγματα ήταν αυτονόητα και ποτέ δεν είχα μάθει λεπτομέρειες. Ο παππούς του ήταν ένας λόγιος ιατρός και ο πατέρας του διακεκριμένος φιλόλογος· ανήκε, ας πούμε, στη δεύτερη γενιά των μαχόμενων δημοτικιστών. Είδα αργότερα άρθρα του δημοσιευμένα στη Νέα Εστία, και είχαν σεβαστεί την ορθογραφία του (ενώ τώρα η Νέα Εστία πολυτονίζει τα κείμενά μας και μόνο τα κείμενα του Εμμανούλ Κριαρά ή του Αλέξη Πολίτη, καθηγητών όντων, τα αφήνει ως έχουν). Πέθανε αρκετά νέος από φυματίωση, όταν Εκείνος ήταν 8 ή 10 ετών. Νομίζω ότι ο πόλεμος οδήγησε την οικογένειά του στην καταστροφή, όπως και τόσους άλλους που δεν ανήκαν στις τάξεις των δωσίλογων και των μαυραγοριτών, αλλά νομίζω ότι είχε διασωθεί η κτηματική περιουσία, κυρίως ελιές, που είναι και το κύριο προϊόν του νησιού, αν και δεν ήξερα λεπτομέρειες. Το διαμέρισμά του στο Παλαιό Φάληρο ήταν μια μικρή «Εθνική Βιβλιοθήκη», είχαν και τι δεν είχαν. Πρώτες εκδόσεις βιβλίων, κλασικούς συγγραφείς, νεοέλληνες, λεξικά, δερματόδετους τόμους, ίσως και incunabula, ενώ εγώ με το χαρτζιλίκι μου είχα μόνο λεφτά για βιβλία τσέπης. Εκείνος είχε αναλάβει τον ρόλο του μέντορά μου, κι ας ήταν μόνο έναν χρόνο μεγαλύτερός μου. Εκείνη την εποχή γινόταν συζήτηση για το τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε. Εκείνος έγινε φιλόλογος, μια και ο πατέρας ήταν φιλόλογος. Για μένα ίσως το φυσιολογικό θα ήταν να ακολουθούσα τα βήματα τις μαμάς μου και να δουλέψω στο μαγαζί της γιαγιάς μου. Εξάλλου γι’ αυτό με ετοίμαζαν. Από τότε που ήμουν μικρή, άρχισα να παραδίδω καπέλα στις πελάτισσες, για να τις γνωρίσω και να με γνωρίσουν. Η πορεία ήταν: πρώτα «μικρή του μαγαζιού», μετά «μαθήτρα», ακολούθως να αποδείξω την αξία μου στην «πρεμιέρα» και τέλος συνιδιοκτήτρια. Άρχισα να κάνω μικρές βελονιές στα καπέλα, πιο σωστά πάνω στις φόρμες με τις οποίες θα σχεδιάζονταν, να παρακολουθώ τη γιαγιά μου να τα προβάρει στις πελάτισσες, και να της δίνω την καπελίνα ή το κλος ή το τουρμπάνι από τις κρεμάστρες και ύστερα να τη βοηθώ να τα τακτοποιεί ξανά στη θέση τους. Αλλά κάπου το DNA μου είχε αλλοιωθεί, οι βελονιές μου ήταν άτσαλες, να ράψω στη ραπτομηχανή μου φαινόταν σχεδόν αδύνατο, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τα χρώματα, ανοιχτό μπλε με πράσινο τσαγαλί, να πούμε, σχεδόν ακατόρθωτο. Ούτε είχα τη χάρη και το κοκαλάκι της νυχτερίδας να με συμπαθούν οι πελάτισσες, αφού και εγώ δεν τις συμπαθούσα και τους το έδειχνα. Όσο για την αριθμητική που είναι απαραίτητη για το εμπόριο, έκανα όλες τις πράξεις με τα δάχτυλά μου και ούτε πολλαπλασιασμό δεν ήξερα, το 7x8 ήταν δύσκολο να το βρω, κι αν το έβρισκα, για να βρω το 8x7 έκανα πάλι την πράξη από την αρχή. Έτσι φούντωναν οι συζητήσεις στην οικογένεια για το «Τί θα γίνω όταν μεγαλώσω». Η γιαγιά μου, που έκοβε το μάτι της, είπε στη μαμά μου: «Αυτή δεν μου φαίνεται για το μαγαζί, δεν τη σπουδάζεις, να έχει ένα βραχιολάκι στο χέρι της κι όταν το χρειαστεί να το μεταχειρίζεται;» Η γιαγιά μου επέμενε να έχουμε βραχιολάκια, να μάθεις γαλλικά, ένα βραχιολάκι, να μάθεις γερμανικά, άλλο βραχιολάκι, να μάθεις γραφομηχανή, τρίτο βραχιολάκι, να μάθεις να ράβεις, αυτό το βραχιολάκι δεν το φόρεσα ποτέ, να μάθεις να κρατάς λογιστικά βιβλία, ούτε αυτό το βραχιολάκι δεν έτυχε να το φορέσω. Σ’ αυτή τη συζήτηση για το «τί θα γίνω όταν μεγαλώσω» εμφανίστηκε Εκείνος και πρότεινε να γίνω φιλόλογος. Το είπε και στη μαμά μου, αυτή κάπου είχε τις αντιρρήσεις της, αλλά εγώ είχα ενθουσιαστεί, θα γινόμουν φιλόλογος και θα τον ακολουθούσα παντού, άλλο που δεν ήθελα. Εκείνος τότε ήταν φοιτητής στο Αθήνησι Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, και παρ’ ότι ήμουν μαθήτρια στο γυμνάσιο, με έπαιρνε στις παραδόσεις του Πανεπιστημίου και μου μιλούσε με ενθουσιασμό για τον καθηγητή του τον Τωμαδάκη και ήθελε να γίνει βοηθός του, και εγώ καθόμουνα στα έδρανα του αμφιθεάτρου, στην οδό Σόλωνος, και τον έβλεπα και τον καμάρωνα να κουβαλά την τσάντα του καθηγητή του μέσα στο αμφιθέατρο και να την τοποθετεί με προσοχή δίπλα στην έδρα ή να του σβήνει τον πίνακα. Μέχρι Λατινικά παρακολούθησα, Ιουβενάλη, και άκουσα για τη ρωμαϊκή σάτιρα. Ήταν εύκολο, γιατί τα μαθήματα ήταν απόγευμα, επιπλέον υπήρχε μια παρατεταμένη απεργία των εκπαιδευτικών εκείνη τη χρονιά και, αντί να κοπροσκυλιάζω ή να κοιμάμαι μέχρι το μεσημέρι, πήγαινα σε πανεπιστημιακές παραδόσεις. Η μαμά μου είχε ενθουσιαστεί, γιατί νόμισε ότι «βρήκα τον δρόμο μου». Παρ’ ότι είχε αντιρρήσεις για τη φιλοσοφική, του είπε για την ανορθογραφία μου, και εκείνος της εγγυήθηκε ότι θα της σύστηνε ένα καλό φροντιστήριο που έκανε κούτσουρα να ανθίζουν, και αυτός θα με διάβαζε. Εγώ άλλο που δεν ήθελα. Έτσι, κομμένα τα γαλλικά και τα γερμανικά, και άρχισα φροντιστήριο. Το φροντιστήριο που συνέστησε στη μαμά μου ήταν του Αποστολόπουλου. Βρισκόταν στη γωνία Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους, στον ημιώροφο, και πραγματικά εκεί έμαθα πολύ καλά γράμματα, ίσως σε μερικούς τομείς ήταν ισάξιο του Πανεπιστημίου· ήταν ένα μικρό πανεπιστήμιο το Φροντιστήριο του Αποστολόπουλου και σίγουρα ήταν ανώτερο του γυμνασίου. Πραγματικά έπαιρνε κούτσουρα και τα έκανε να ανθίσουν, π.χ. εμένα. (Ίσως κάποτε γράψω κάτι γι’ αυτή την τρομερή προσωπικότητα του Φώτη Αποστολόπουλου.) Η μαμά μου κάπως είχε ησυχάσει με τις επιλογές μου, είχα αποφασίσει για το τι θα «γινόμουν όταν μεγαλώσω», και επικροτούσε την εκλογή μου για «το αγόρι» μου, παρ’ ότι θα προτιμούσε κάτι πιο γυαλιστερό, έναν φοιτητή του Πολυτεχνείου να πούμε, αλλά κι ένας φτωχοφιλόλογος καλός ήταν. Από το τίποτε, καλή και η φιλολογία. Η μαμά του, από την άλλη μεριά, δεν με χώνευε καθόλου, μα καθόλου. Νόμιζε ότι ενοχλώ τον γιο της από τα διαβάσματά του και του αποσπώ την προσοχή του, ήταν και λίγο δύσκολο να με απομακρύνει, γιατί πάντα βγαίναμε όλοι μαζί με μια παρέα από άλλα παιδιά που αγαπούσε και εκτιμούσε, και ήταν λίγο δύσκολο να κάνει πέρα μόνο εμένα και να με ξεκολλήσει από την όλη παρέα. Κράτησε δε και την υπόσχεσή του στη μαμά μου και πήγαινα στο σπίτι του και του έδειχνα τη πρόοδό μου και με διάβαζε. Εκείνος μια φορά ενθουσιάστηκε για το πώς κατάφερα να μεταφράσω ένα δύσκολο κομμάτι του Πλάτωνα και με φίλησε! Για να είμαστε ακριβείς, κόλλησε τα χείλη του στα χείλη μου. Αυτό ήταν όλο κι όλο. Η μητέρα του ήταν δίπλα στην κουζίνα και μαγείρευε μουσακά στη γάστρα, κι η γιαγιά του στο χολ μαντάριζε κάλτσες. Το θέμα που έπεσε στις εισαγωγικές του πανεπιστημίου ήταν ένα πλατωνικό κείμενο, και πέρασα με την πρώτη. Αργότερα, όταν συγκρίναμε με φιλενάδες το πόσο φιλημένες ή «αγγιγμένες» είμαστε, εγώ δεν το μετρούσα αυτό σαν φιλί. Αλλά πάντα θυμάμαι την πίεση πάνω στα χείλη μου, τη σφραγίδα του.
Δεν ξέρω πώς η μητέρα του μηχανεύτηκε κάτι και τα κατάφερε στο τέλος και χωρίσαμε, δεν «τα είχαμε πια», όπως λέγαμε τότε. Νομίζω μια άλλη, πανέμορφη και πανέξυπνη κοπελιά έπεσε στον δρόμο του. Ο αγαπημένος μου τσίμπησε και τσιμπήθηκε με την καινούργια κοπελιά, και εμείς έπρεπε «να τα χαλάσουμε». Έριξα κουβάδες δάκρυα και, όπως κάνουν όλες οι καθώς πρέπει ρομαντικές ηρωίδες όταν χωρίζουν, του επέστρεψα τα γράμματα που είχαμε ανταλλάξει. Τι ερωτική αλληλογραφία και πράσινα άλογα, δύο τρεις κάρτες ήταν που του είχα στείλει από την κατασκήνωση των Οδηγών που ήμουν, και εκείνος από το πατρικό του στην Πέτρα της Λέσβου όπου περνούσε τα καλοκαίρια του. Προσπάθησα να του επιστρέψω κάτι σημειώσεις του και κάτι λυσάρια του φροντιστηρίου, βιβλία που μου είχε δανείσει και «τα δώρα» που μου είχε κάνει. Εκείνος πήρε πίσω τα δανεικά βιβλία, αλλά δεν ήθελε να δεχτεί τα λυσάρια και τις σημειώσεις του, με τη δικαιολογία ότι είχε μπει πια στο πανεπιστήμιο και δεν τα χρειαζόταν πια. Υποπτευόμουν ότι ντρεπόταν να έχει στη βιβλιοθήκη του τέτοιου είδους βιβλία, αυτός ο γόνος φιλολόγων. Όσο για τα «δώρα» – καλύτερα το δώρο – δεν ήθελε να ακούσει λέξη για επιστροφή. Τι να έκανε τα κοχύλια που είχαμε μαζέψει μαζί στην παραλία της Πέτρας ή τη μεγάλη μπουρού (είχε δεκάδες παρόμοιες στο σπίτι του), αλλά το να μη θέλει πίσω την πρώτη έκδοση του Επιτάφιου του Γιάννη Ρίτσου από τον Ριζοσπάστη, αυτό ήταν πολύ ιπποτικό εκ μέρους του. Εγώ επέμενα να του την επιστρέψω, γιατί κυρίως φοβόμουν τι θα πει η μητέρα του, όταν ανακάλυπτε ότι της έλειπε αυτό το βιβλίο από τη βιβλιοθήκη τους. «Είναι δικό σου, δώρο που σου το έδωσα» μου είπε «και δεν το παίρνω πίσω». Το είπε με αποφασιστικό τρόπο.
– Μα θα λείψει από τη βιβλιοθήκη σας, και η μαμά σου ίσως το ψάχνει.
– Θα ανακουφιστεί που δεν θα έχει τη φροντίδα του ξανά, απάντησε.
Είχαμε ακούσει την ιστορία για το πώς είχε διασωθεί αυτό το βιβλίο. Ήταν η πρώτη έκδοση του ποιήματος. Στο εξώφυλλο είχε την ξυλογραφία της μητέρας του θύματος, Τάσου Τούση, να μοιρολογά τον νεκρό γιο της, ενώ διακρίνεται και η υπογραφή λ. Είχε γίνει από τον χαράκτη Λυδάκη και βασίστηκε σε φωτογραφία που είχε δημοσιευτεί στον Ριζοσπάτη την επόμενη μέρα της διαδήλωσης με τα τραγικά αποτελέσματα. Αυτή η φωτογραφία κι ο νεκρός διαδηλωτής συγκλόνισαν τον Ρίτσο και τον έκαναν να γράψει τον Επιτάφιο. Βέβαια αυτή η ξυλογραφία για το αισθητικό μου γούστο, του τότε και του τώρα, είναι απαράδεκτη, ένα έκτρωμα. Η μητέρα που «σχίζει» τα ρούχα της μοιρολογώντας πάνω από το σκοτωμένο παιδί της μού φαίνεται σαν «ανδρογυναίκα», ίσως και να έχει μουστάκι, ενώ το σκοτωμένο παλληκάρι φαίνεται σαν ένας τριαντάρης, με μπριγιαντίνη στα μαλλιά και τέλεια χωρίστρα, παρά ένας νεαρός καπνεργάτης. Ίσως και να ήταν η απεικόνιση του ποιητή. Στις φωτογραφίες της εποχής ο Γιάννης Ρίτσος εμφανιζόταν πάντα καλοχτενισμένος και καλομπριγιαντιναρισμένος, όπως το απαιτούσε η μόδα της εποχής. Ευτυχώς η αριστερή τέχνη ωρίμασε και μας έδωσε καλλιτέχνες της αισθητικής και της ευαισθησίας ενός Τάσσου ή της Βάσως Κατράκη. Η φωτογραφία της εφημερίδας, στην οποία βασίστηκε η λιθογραφία του εξωφύλλου, αναδίδει περισσότερη συγκίνηση παρά το «καλλιτεχνικό εξώφυλλο». Το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και σαν φυλλάδιο, ήταν τυπωμένο σε φτηνό λεπτό χαρτί χωρίς σελιδαρίθμηση, μόνο με λατινική αρίθμηση των ποιημάτων. Τα τυπογραφικά στοιχεία ήταν πολύ κοινά, νομίζω ότι οι τυπογράφοι τα περιγράφουν σαν «Άττικα». Δεν έχει, τέλος πάντων, την αισθητική ή την τυπογραφική φροντίδα με την οποία βλέπουμε να τυπώνονται, π.χ., τα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη την ίδια περίπου εποχή. Αλλά τι ήταν αυτό που έκανε το βιβλίο τόσο ξεχωριστό; Ήταν οι εκδόσεις «Ριζοσπάστη» και το ότι η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, μιμούμενη το γερμανικό ναζιστικό καθεστώς, έκαψε βιβλία. Η μητέρα της «χαμένης» μου αγάπης μάς είχε πει ότι υπήρχε διαταγή σύμφωνα με την οποία όσοι είχαν βιβλία που εμφανίζονταν στη λίστα προς καύσιν να τα παραδώσουν στη συγκεκριμένη ώρα και στον συγκεκριμένο χώρο. Αν βρίσκονταν παραβάτες που είχαν στην κατοχή τους αυτά τα βιβλία, θα τιμωρούνταν παραδειγματικά. Ευτυχώς από τα 10 000 αντίτυπα του Επιτάφιου που είχαν τυπωθεί τότε, τα 9 750 είχαν πουληθεί και λίγα είχαν μείνει για την πυρά. Ο αριθμός μου φαίνεται αστρονομικός, γιατί εκείνη την εποχή μια ποιητική συλλογή κυκλοφορούσε, άντε να πούμε, σε 300 αντίτυπα. Αλλά ποιος ξέρει, ο εκδότης ανήκε κομμουνιστικό κόμμα κι ίσως γνώριζε την αναγνωστική/ αγοραστική δύναμη των οπαδών του. Ένα από αυτά τα αντίτυπα ήταν και το δώρο μου. Ίσως μια από τις πιο βάρβαρες πράξεις που έχουμε εφεύρει είναι οι εκτελέσεις ομήρων και κρατουμένων πατριωτών, το κάψιμο των χωριών τους αλλά και – το χειρότερο – το κάψιμο των βιβλίων· η πυρπόληση ενός άψυχου αντικειμένου, της ιδέας.
Οι γονείς του δεν μπορούσαν να παραδώσουν στην πυρά αυτό το βιβλίο, ούτε και τα άλλα τους βιβλία. Το έκρυψαν όπως έκρυψαν προκηρύξεις, φυγάδες, αντιστασιακούς και τα απαραίτητα όπλα για τον «αγώνα». Η μητέρα του μας είχε διηγηθεί ότι πήρε αυτό το βιβλιαράκι και το έκρυψε ανάμεσα σε σελίδες εγκυκλοπαίδειας, συγκεκριμένα του «Πυρσού», και πιο πολύ ανησυχούσε για την τύχη αυτού του βιβλίου παρά για τα άλλα μυστικά που έκρυβε το σπίτι. Γι’ αυτό και ο γιος της μου είχε εκμυστηρευτεί ότι θα ανακούφιζα τη μητέρα του από τη φροντίδα αυτού του βιβλίου – σαν να ήξερε τι θα επακολουθούσε. Η μητέρα του το είχε διασώσει από τη μεταξική δικτατορία, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, και εγώ από τη χουντοκρατία των καταραμένων συνταγματαρχών, κρυμμένο πάντα ανάμεσα στις σελίδες της εγκυκλοπαίδειας του «Πυρσού».
Κράτησα το βιβλίο. Και το σεβάστηκα, όχι γι’ αυτό που είναι, αλλά γιατί ήταν μέρος ενός χαμένου έρωτα μου. Όταν οι κατάρατοι ήρθαν στην εξουσία και ο συγγραφέας βρισκόταν στη Λέρο εξόριστος και απαγορευόταν με ποινή φυλάκισης να τραγουδάμε τα μελοποιημένα ποιήματά του, το πήρα και το έβαλα ανάμεσα σε σελίδες της εγκυκλοπαίδειας του «Πυρσού», τόμους που στοίχειωναν τα παιδικά μου χρόνια. Και, κατά τη διήγηση της μητέρας του, δεν το άφηνα μόνο μέσα σε έναν τόμο, αλλά το άλλαζα από καιρού εις καιρόν· όπως έκανε εκείνη, έκανα κι εγώ. Αυτό ήταν η μόνη «πολύτιμη» έκδοση που είχα στη βιβλιοθήκη μου και αυτή ήταν κρυμμένη. Δεν ήταν μόνο γιατί μου θύμιζε μια χαμένη αγάπη, αλλά ήταν και ο ποιητής και το ποίημά του. Τα δάκρυά μου στέγνωσαν και παρηγορήθηκα αρκετά γρήγορα σε άλλες αγκαλιές, έμαθα να φιλώ, γαλλικά φιλιά, και έμαθα ότι τα παιδιά δεν βγαίνουν από την κοιλιά, όταν ξεδιπλώνεται ο αφαλός, αλλά από αλλού, και μπήκα και στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλοσοφική Σχολή, με την πρώτη και σε καλή σειρά, αλλά σπούδασα σε άλλες φιλοσοφικές σχολές και τις συνέκρινα με τη μικρή εμπειρία που είχα από το Αθήνησι και ανατρίχιαζα. Είχα καθηγητές που με είχαν σαν παιδί τους και με φρόντιζαν και με τάιζαν μπριζόλες, όταν με έβλεπαν χλωμή, ή ζεστό τσάι, όταν έκανε κρύο, όχι για να τους κουβαλώ τη τσάντα και να τους σβήνω το πίνακα. Και έγινα φιλόλογος;
Τον έβλεπα αραιά και σπάνια πια, ήμουν σε άλλο πανεπιστήμιο, κυκλοφορούσα σε άλλους κύκλους. Έναν χειμώνα μόνο, όταν ήμουν πρωτοετής, με κάλεσε να συμμετάσχω σε μια «αναγνωστική ομάδα» φοιτητών που είχε συγκροτήσει με άλλους συμφοιτητές του. Μαζεύονταν μια φορά τη βδομάδα και συζητούσαν διάφορα φιλολογικά προβλήματα. Θυμάμαι στην ομάδα τον Φώντα Κονδύλη, πάει κι αυτός, την Ηώ Κωνσταντοπούλου, την τόσο αδικοχαμένη, την Πόλυ Μηλιώρη και την αδελφή της, στο σπίτι τους ήταν η συγκέντρωση, και μερικούς άλλους που δεν θυμάμαι το όνομά τους. Με ρώτησαν κι εμένα με τι ασχολούμαι. Με τι να ασχοληθώ; Γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, που ήταν μια αίθουσα όλη κι όλη τον Νοέμβρη, άντε να είχαμε κάνει δυο με τρεις βδομάδες παραδόσεις, και τότε έρχονταν Χριστούγεννα. Πού έμενε καιρός να ασχοληθώ και να ερευνήσω; Τους είπα κάτι μέσες άκρες, πόσο θα με ενδιέφερε να έβλεπα πώς εξελίχτηκε η δημοτική μέσα από τις γραμματικές του 14ου και 15ου αιώνα. Εκείνος ενθουσιάστηκε. Μετά πιάσαμε μια συζήτηση για το πώς πρέπει να προφέρουμε και να γράφουμε τα ξενόγλωσσα ονόματα στα ελληνικά· π.χ. ο Gœthe θα πρέπει να προφέρεται με κλειστό το οe ή ελληνιστί Γκαίτε και γιατί όχι Γκέτε; Έγινε καυγάς τρικούβερτος και αναχωρήσαμε για να λυθεί το πρόβλημα στην επόμενη συνεδρία. Για μένα άλλη συνεδρία δεν υπήρξε και δεν έμαθα πώς να προφέρω τον Gœthe. Ύστερα πήγα σε άλλες χώρες, κι εκείνος πήγε στην Ιταλία. Θυμάμαι πόσο κακόγουστο μου φάνηκε όταν είδα δημοσιευμένη μια αγγελία στα κοινωνικά μιας εφημερίδας, σύμφωνα με την οποία γιαγιά και μητέρα τον συγχαίρανε που έγινε καθηγητής νεοελληνικών στο Lecce. Ώστε τα είχε καταφέρει και είχε πάει στην Ιταλία και ζούσε σε μια μικρή ιταλική επαρχιακή πόλη του Νότου, παρ’ ότι τα φιλμ της Κλαούντια Καρντινάλε διαδραματίζονταν σε πόλεις του βορρά! Αραιά και πού τον έβλεπα στη Γεννάδειο, διέκοπτε τη μελέτη του όταν με έβλεπε και βγαίναμε έξω, αγκαλιαζόμαστε και ανταλλάσσαμε τα νέα μας. Με ρωτούσε πάντα τι μελετούσα, θυμόταν τις γραμματικές μου. Του είπα για το φιάσκο μου, όταν μίλησα γι’ αυτές στο M.I.T., το γλωσσολογικό άντρο του Chomsky, εγώ προσπαθούσα να αρθρώσω κάτι για εξελικτική γλωσσολογία. Εκείνος μου είπε: «Α, θα έπρεπε να ερχόσουν στη Ρώμη, να πήγαινες στην Παπική Βιβλιοθήκη, στο Pontificio Instituto Orientale, να έβλεπες τα αρχεία του Κολεγίου του Αγίου Αθανασίου». Τον κοίταζα λες και μου έλεγε εξωπραγματικές κουβέντες, να ταξιδέψω στον Άρη. Εγώ στη Ρώμη! Και πού θα άφηνα τα παιδιά μου, τον άντρα μου; Με μεμφόταν όταν έβλεπε ότι δεν είχα δημοσιεύσεις. Ναι, καλά, σκεφτόμουν, και πότε θα μαγειρέψω, εγώ δεν έχω καμία κυρία Κατίνα στο σπίτι να μου μαγειρεύει νόστιμα φαγητά, και μάλιστα μουσακά στη γάστρα, ή γιαγιά να μου μαντάρει τις κάλτσες. Πότε θα δουλέψω για να ζήσουμε, τα αγόρια μεγαλώνουν γρήγορα και θέλουν παντελόνια τζιν, παπούτσια μάρκας και ποδήλατα, και εμείς δεν έχουμε ρίζες ελιών ή ό,τι άλλο για να τσακίσουμε. Με ρωτούσε για τη «διατριβή» μου. «Μα γι’ αυτό είμαι εδώ, του έλεγα, όποτε βρίσκω λίγη ώρα στις διακοπές μου, τις περνώ σε βιβλιοθήκες. Άλλοι κάνουν διακοπές και άλλοι διατριβές». Καμιά φορά με άφηνε και έφευγε τρέχοντας, γιατί είχε να πάει να συναντήσει κάποιον παλαιοβιβλιοπώλη, που του είχε βρει αυτό το σπάνιο βιβλίο ή τη δεύτερη έκδοση εκείνου του βιβλίου, από το οποίο είχε την πρώτη και την τρίτη έκδοση, και αποχωριζόμαστε στα σκαλιά της Γενναδείου. Θυμόμουν τα πείσματα που έκανε παλιά στη μητέρα του για να του αγοράσει πανάκριβα βιβλία, νομίζω ότι είχε φτάσει να κάνει «απεργία πείνας», ώσπου να πείσει τη μάνα του να πουλήσει κάτι ρίζες ελιών, νομίζω, για να του αγοράσει την «Patrologia Graeca» του Migne, την οποία δεν είχαν καλά καλά όλες οι βιβλιοθήκες σε πλήρη σειρά. Εκείνος τη βρήκε και την ήθελε όλη δικιά του. Την τελευταία φορά που θυμάμαι ότι τον είδα ήταν το καλοκαίρι αυτού που ιστορικά ονομάστηκε «το βρώμικο ’89». Πάλι τα λέγαμε στα σκαλιά της Γενναδείου, αλλά ήταν αναπόφευκτο εκείνη τη φορά να μη μιλήσουμε για πολιτική. Του είπα την απογοήτευση που ένιωθα για τη χώρα μας και του είπα τους στίχους του Καβάφη: σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς του / αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα. Εκείνος μου είπε ότι συχνάζει στη Λέσχη των Φιλελευθέρων, όχι των Φιλελευθέρων της Ένωσης Κέντρου ή του Ζίγδη αλλά των αυθεντικών φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου, και να τον επισκεφτώ εκεί και να καθίσω στις βαθιές πολυθρόνες της, εκεί όπου είχε καθίσει ο μέγας Βενιζέλος, και να πάρω δύναμη από κει. Ανταλλάξαμε διευθύνσεις και του έστειλα μια κάρτα σε κάποια Vialle, Via Veios (;) στη Ρώμη. Αλλά ποτέ δεν πήρα απάντηση και ούτε ξέρω καν αν είχε διαβάσει την κάρτα μου. Από έναν κοινό φίλο της πρώην παρέας έμαθα για τον αρραβώνα του με την κοντεσσίνα τάδε και τον ονειρεμένο γάμο τους στην κατεντράλε του Παλέρμο, νομίζω. Για το ολόλευκο νυφικό που φορούσε η νύφη. Αλλά ύστερα έμαθα ότι ο γάμος ακυρώθηκε μετά από λίγο καιρό, ως μήποτε γενόμενος, μια από τις δικαιολογίες που δέχεται η καθολική εκκλησία για να δώσει διαζύγιο. Και η νύφη έμεινε παρθένος με το ολόλευκο νυφικό της. Αλλά ποιος ξέρει, όλες αυτές οι ιστορίες της καθολικής εκκλησίας είναι για ρομαντικά μυθιστορήματα.
Έζησα και γνώρισα άλλες μεγάλες βιβλιοθήκες. Δούλευα σε μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, όπου το πανεπιστήμιο ήταν αρκετά γνωστό για τις σχολές και την έρευνα που γίνονταν στις βιολογικές επιστήμες και στα πετρέλαια, αλλά ήταν εξαιρετικά φτωχό στις κλασικές και νεοελληνικές σπουδές (να μην πω ότι το τμήμα των Classics άλλαξε όνομα, γιατί πολύς κόσμος τηλεφωνούσε στη γραμματέα του και ζητούσε τραγούδια Classics Rock). Στα διαλείμματα της δουλειάς, για παρηγοριά, ανέβαινα στον όροφο των κλασικών κειμένων και έβλεπα τα ράφια με την Patrologia Graeca του Migne και αναρωτιόμουν αν είχε στην κατοχή του όλη τη σειρά της, όπως και το Πανεπιστήμιό μου. Άλλες φορές άνοιγα τον Κατάλογο των βιβλίων της Γενναδείου και διάβαζα τα δελτία της βιβλιοθήκης και μου έρχονταν στις αισθήσεις μου η μυρωδιά της παρκετίνης του αναγνωστηρίου, η μυρωδιά του ιδρώτα του καλοκαιριού, τα λουλακιά μαλλιά της Ευριδίκης Δημητρακοπούλου ή η ψιλόλιγνη μορφή του Francis R. Walton, και κάπου η δική του ψιλόλιγνη μορφή να μου χαμογελά, να βάζει το χέρι στο στόμα υποδηλώνοντας ότι επιβάλλεται σιωπή στη βιβλιοθήκη, ή θυμάμαι την κίνηση του χεριού του για να βγούμε στην αυλή και να ανταλλάξουμε τα νέα μας. Έβλεπα έξω από το παράθυρο το χιόνι να πέφτει σταθερά και συνειδητοποιούσα ότι το διάλειμμά μου είχε τελειώσει κι επέστρεφα στο εργασιακό μου πόστο. Μετά την «έρημο των Τατάρων» βρέθηκα στον παράδεισο των βιβλιοθηκών. Η Widener Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Harvard είναι μια από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του κόσμου, ίσως εκείνος να την σνομπάριζε με τα τόσα εκατομμύρια βιβλία που είχε στα ράφια της· τη Lamond, τη βιβλιοθήκη με τα βιβλία που χρειάζονταν οι φοιτητές, είμαι σίγουρη ότι θα την προσπερνούσε απαξιωτικά· αλλά η Houghton, που είχε μόνο πρώτες εκδόσεις, σπάνια βιβλία και χειρόγραφα, είμαι σίγουρη ότι θα τον εντυπωσίαζε. Εκεί επιτρεπόταν στους αναγνώστες να χρησιμοποιήσουν μόνο μολύβι. Πολλά βιβλία για να τα αγγίξουμε έπρεπε να βάζουμε βαμβακερά γάντια, οι γραφομηχανές στις οποίες κρατούσαμε σημειώσεις ήταν ειδικές, άηχες! Μια φορά η Eύρω Layton, βιβλιοθηκάριος μέγιστης κλάσης, ήρθε επί τούτου από τη Νέα Υόρκη στο Κέιμπριτζ της Βοστόνης, για να ξεναγήσει τον Γ. Π. Σαββίδη στους θησαυρούς της βιβλιοθήκης. Ο Γ. Π. Σ. με πήρε για παρέα για να δω τη βιβλιοθήκη. Τα σάλια μου έτρεχαν: ειδικοί θάλαμοι με ελεγχόμενη θερμοκρασία και υγρασία για τη σωστή διατήρηση των βιβλίων, ειδικά «χρηματοκιβώτια» για τη φύλαξη σπάνιων εγγράφων και εκδόσεων, συζήτηση για το πώς θα προστατευτούν οι σελίδες των βιβλίων από την όξινη βροχή, ειδικές καλλιέργειες παπύρων για τη διατήρηση και αναστήλωση παπυρικών κειμένων. Σκεφτόμουν ότι θα εντυπωσιάζονταν κι Εκείνος από αυτούς τους θησαυρούς, ή θα έλεγε: «Μα εγώ έχω στη βιβλιοθήκη του σπιτιού, π.χ., την έκδοση του Περραιβού για την Ιστορία του Σουλίου, και του 1803 και του 1815 και του 1857, ενώ εσάς κάτι σας λείπει». Καμιά φορά, όταν ετοίμαζα τις παραδόσεις μου, σκεφτόμουν τον τρόπο με τον οποίο Εκείνος οργάνωνε τις παραδόσεις του για τους φοιτητές του. Τριανταφυλλοδοποιούσε απλοποιώντας γλωσσικά τον Καβάφη για να τον διδάξει, ή οι φοιτητές του ήταν τόσο καλοδιδαγμένοι που δεν χρειάζονταν γλωσσικές απλοποιήσεις, όπως έκανα εγώ; Είχε ονειρευτεί ποτέ ότι οι μαθητές του θα διαχειρίζονταν κείμενα του Παπαδιαμάντη χωρίς τη βοήθεια μιας μετάφρασης ή μεταγλώτισσης; Να κατανοήσουν μεσαιωνικά νεοελληνικά κείμενα, φαντάζομαι ότι θα ήταν όνειρο απατηλό, για τους φοιτητές μου σίγουρα. Πώς διδάσκεις νεοελληνικά στη Βόρεια Αμερική και πώς στη Νότια Ιταλία; Αλλά αυτές ήταν ερωτήσεις τις οποίες άφηναν αναπάντητες η ρουτίνα και η τρεχάλα της καθημερινότητας.
Ύστερα από χρόνια με είχε καλέσει για δείπνο στο σπίτι του ένας παλιός συμφοιτητής μου, αυτός που ανήγγειλε δυο χρόνια αργότερα και τον θάνατό του. Μιλούσαμε για εκδοτικά προβλήματα, πρώτες εκδόσεις βιβλίων, τέτοια φιλολογικά πράγματα. Και τους είπα την ιστορία της πρώτης έκδοσης του Επιτάφιου του Ρίτσου, την οποία είχα δωρίσει τρία χρόνια νωρίτερα στη βιβλιοθήκη σπάνιων βιβλίων και χειρογράφων Houghton του Πανεπιστημίου του Harvard, στη μνήμη του κοινού δασκάλου μας του Γ. Π. Σαββίδη (και του οικοδεσπότη και εμού). Καθώς μιλούσαμε για κοινούς φίλους και γνωστούς, ανακάλυψα ότι γνωρίζονταν με την «παλιά αγάπη» μου και τη βιβλιοθηκάριο που παρέλαβε τον Επιτάφιο. Μάλλον θα ήταν ένα από τα τελευταία βιβλία που θα είχε καταλογογραφήσει, γιατί σχεδόν τρεις βδομάδες αργότερα η κόρη της μου έγραψε για να μου αναγγείλει τον θάνατο της Εύρω Layton, που πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή. Πόσο μου είχε κοστίσει αυτός ο θάνατος, αλλά και πόσο το χάρηκα που αυτό το βιβλίο είχε περάσει από τα χέρια της! Η κόρη της μου έγραψε ότι αυτό το βιβλίο ήταν μια από τις τελευταίες χαρές της ζωής της και ότι χάρηκε πολύ που το έπιασε και το τοποθέτησε στα ράφια της βιβλιοθήκης.
Δυο χρόνια αργότερα, βρισκόμουν σε ένα συνέδριο στην alma mater μου. Η κούραση του συνεδρίου είχε αρχίσει να κάθεται πάνω μου, καθώς ήμουν σε ένα αμφιθέατρο τίγκα στον κόσμο, μέχρι και όρθιοι υπήρχαν στους διαδρόμους, που ήρθαν να ακούσουν τον οικοδεσπότη μου, πρώτο φιλολογικό όνομα, να μιλήσει για τα ζευγάρια Βούδας - Διόνυσος, Καζαντζάκης - Σικελιανός. Κατάφερα να βρω μια θέση στην τελευταία σειρά της αίθουσας· καθόμουν δίπλα σε άλλους παλιούς και αγαπητούς φίλους, ενώ από την άλλη πλευρά κάθονταν αντιπαθητικά σε μένα πρόσωπα. Ο ομιλητής άρχισε με μια εισαγωγή στην οποία έλεγε ότι θα ήθελε να αφιερώσει την ομιλία του στη μνήμη ενός διάσημου μα παραγνωρισμένου νεοελληνιστή, που πέθανε λίγους μήνες νωρίτερα, δεν ήταν απολύτως σίγουρος πότε ακριβώς, μόνος του στην Ιταλία· και ότι καταγόταν από τη Λέσβο και ήταν γόνος μιας φιλολογικής οικογένειας, σαν Εκείνον σκέφτηκα, και αμέσως μετά άκουσα το όνομά του: Δημήτρης Κίμωνος Μιχαηλίδης. Αυτόματα μια κραυγή οδύνης και σπαραγμού βγήκε από μέσα μου. Μερικοί από το αμφιθέατρο γύρισαν να κοιτάξουν από πού βγήκε αυτή η κραυγή, δεν ήξεραν τι συμβαίνει. Δεν είναι δυνατόν Εκείνος να είναι νεκρός, να έχει πεθάνει έτσι μόνος σε ξένο τόπο. Από τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν σιωπηλά δάκρυα. Ήθελα να βγω από την αίθουσα και να πάω να τον κλάψω, να τον θρηνήσω, να τον μοιρολογήσω. Μόνος. Στη Ρώμη. Πού θάφτηκε, σε ποιο κοιμητήριο είναι θαμμένος; Κάπου στη Ρώμη, όπου τους μη καθολικούς τους θάβουν extra muris, όπως έγινε με τον Σέλλεϋ, που το όνομά του γράφτηκε στο νερό; Πόσοι μέσα σ’ αυτή την αίθουσα είχαν ακούσει το όνομά του, ήξεραν τη δουλειά του; Μόνο εγώ ήξερα τι σήμαινε για μένα. Τα διπλανά φιλικά κι αντιπαθητικά πρόσωπα έβλεπαν τα δάκρυά μου να τρέχουν, χωρίς να ξέρουν τι να υποθέσουν. Μου ήταν αδύνατον να συγκεντρωθώ και να ακούσω την ομιλία. Ήταν ο τρίτος παρεπίδημος νεοελληνιστής τον οποίον γνώριζα, και πέθαινε σε ξένα χώματα. Ο πρώτος ήταν ο Μάνος Μοσχονάς, αυτός έπαθε καρδιακή προσβολή όταν εργαζόταν στις Βρυξέλλες και έμεινε στον τόπο, μπαμ και κάτω. Δεν ξέρω πού βρίσκεται θαμμένος, δεν γνωρίζω ούτε την ακριβή ημερομηνία του θανάτου του. Η άλλη ήταν το μοναχικότερο πρόσωπο που γνώρισα στη ζωή μου, η Σοφία Σκοπετέα· πήγε από έναν ξεγυρισμένο καρκίνο στο τσάκα τσάκα. Πέθανε μόνη σε ένα νοσοκομείο στην Κοπεγχάγη. Την θάψαμε δίπλα στην αγαπημένη της αδελφή, φάγαμε τα κόλλυβά της τα οποία ετοίμαμσε μια άλλη φίλη, και είπαμε το: Θεός σχωρέσ’ την. Τώρα Εκείνος. Τα σιωπηλά δάκρυα εξακολουθούσαν να τρέχουν, προσπάθησα να συγκεντρωθώ στην ομιλία, αλλά άκουγα πράγματα για άλλα λογοτεχνικά ζευγάρια, αυτός ο ευλογημένος ομιλητής, όταν τον πιάσει η φόρα της παραπομπής, δεν αφήνει τίποτε όρθιο, πώς δεν ανέφερε και το κινηματογραφικό ζευγάρι του Χοντρού και του Λιγνού!
Αργότερα έμαθα λεπτομέρειες: Ένας φίλος του ιησουίτης έγραψε ότι πέθανε μάλλον από κατάθλιψη, ύστερα από τον θάνατο της μητέρας του. Ίσως υπονοούσε ότι πήρε μεγαλύτερη δόση από τα χάπια του, δεν μπορώ να καταλάβω, αλλά και τι σημασία έχει πια. Κοιμήθηκε, ο πόνος και η μοναξιά του σταμάτησαν. Σε μένα έμεινε η ανάμνησή του. Έμαθα ότι μια ξαδέλφη του, που έμενε κι εκείνη στη Ρώμη, δώρισε τη βιβλιοθήκη του στο Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης. Δεν ξέρω τι απέγινε το αρχείο του ή αυτό του πατέρα του. Είχε στην κατοχή του και το αρχείο του Εφταλιώτη, ούτε γι’ αυτό γνωρίζω. Πάντως, κάπου λυπάμαι αυτή την ξαδέλφη, που είχε να αδειάσει ένα διαμέρισμα γεμάτο βιβλία. Ίσως, αν αποφάσιζε να τα μεταφέρει στην Ελλάδα, το κόστος της μεταφοράς να ήταν απαγορευτικό. Έψαξα να βρω τις δημοσιεύσεις του. Βρήκα ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη έχει μερικά έργα του και κάπου αποδίδει ορισμένα από αυτά σε έναν άλλο Δημήτριο Μιχαηλίδη, που γεννήθηκε το 1922! Καλά την αποκαλώ Αντεθνική Βιβλιοθήκη. Η Γεννάδειος είχε μόνο μια δημοσίευσή του. Σε μια βιβλιογραφία μεσαιωνικών κειμένων βρίσκω κάπου δώδεκα δικές του δημοσιεύσεις. Ψάχνω για τη διατριβή του, πουθενά. Συμπτωματικά βρίσκω έναν παλιό συμφοιτητή του, ο οποίος του έκλεψε την αντικαταστάτριά μου και της έγραψε υπέροχα ποιήματα, και τον ρωτώ για τη διατριβή του. «Μα ποτέ δεν έκανε διατριβή» μου λέει «δεν ξέρετε ότι στη Ιταλία κάποιος μπορεί να γίνει καθηγητής χωρίς διατριβή, μόνο με την πτυχιακή του εργασία, τη δάφνη (laurea) του;» Και τότε γιατί με κυνηγούσε εμένα για το πότε θα γράψω τη διατριβή μου; Και τι δίκιο που είχε ο καλός μου Λίνος Πολίτης, ο τόσο προσεχτικός με τους τίτλους, όταν είχε αναγγείλει στα Ελληνικά ότι ο φιλόλογος Δημήτριος Μιχαηλίδης θα επιμεληθεί την έκδοση του Θανατικού της Ρόδου, της Ριμάδας κόρης και νιου και του Τζαμπλάκου, χωρίς την ένδειξη δ.φ.! Και πόσο αισιόδοξος ήταν Εκείνος για το ότι θα μπορούσε να επιμεληθεί τρία κείμενα, όταν η ευθύνη για μια και μοναδική έκδοση ενός έργου θα τον τσάκιζε! Βλέπω τις δημοσιεύσεις του, δεν ξεπερνούν ούτε τις εκατό σελίδες. Χαμογελώ με το άρθρο του «Trois notules sur des Saints de Lesbos»· πώς θα σχολίαζε τους νεοφανείς αγίους της Λέσβου, τον Άγιο Ραφαήλ και την οικογένεια του και το μοναστήρι-προσκύνημα-πανηγυράκι-κόβουμε μονέδα στο νησί του; Θα μας προέτρεπε να πάμε να προσκυνήσουμε και να πηγαίνουμε στον εσπερινό; Ή θα σχολίαζε δηκτικά την όλη κατάσταση;
Μού ήταν αδιανόητο να μην μπορώ να βρω κάποιο βιβλίο του· στις δημοσιεύσεις του εύρισκα μεγάλα χρονικά κενά· βρήκα πολλές μεταξύ 1970 και 1972, ύστερα σιωπή, κατόπιν κάτι το 1990. Καλά έγραψε γι’ αυτόν ένας ιησουίτης μοναχός που τον γνώριζε στη Ρώμη ότι ήταν «σοφός, σεμνός και μετρημένος επιστήμονας» και ότι «non scripsit multa, sed multum», αλλά δεν το πίστευα. Πήγα στην Αντεθνική Βιβλιοθήκη να επιβεβαιώσω ότι οι δημοσιεύσεις του ήταν ανάτυπα από άρθρα σε περιοδικά, όπως υποψιαζόμαστε, κι όχι βιβλία του. Και έτσι ήταν. Αν καταλογογραφούσα τέτοια ανάτυπα, θα ήμουν έξω από την πόρτα της βιβλιοθήκης χωρίς δεύτερη σκέψη, ούτε συνδικάτο ούτε γνωριμίες θα έσωζαν τη δουλειά μου. Ένα κρύο μεσημέρι του Νοεμβρίου κατέβαινα θλιμμένη και στενοχωρημένη τα μαρμάρινα σκαλοπάτια της Αντεθνικής Βιβλιοθήκης, κουτσουλισμένα από τα περιστέρια που την περιτριγυρίζουν· τόση μελέτη, τόσος κόπος για τόσο λίγο, καλό, άριστο αλλά λίγο. Αχ, αχ, έλεγα, να ήταν η ζωή μας ίσια, γιατί, γιατί – και δεν πρόσεξα αμέσως ένα παλικάρι σαν τα κρύα τα νερά διπλωμένο στα δυο κάτω στα σκαλοπάτια, να έχει γίνει ένα με τις κουτσουλιές των περιστεριών και να έχει μπηγμένη στο λαιμό του μια σύριγγα. Τρόμαξα και ξαφνιάστηκα από αυτή τη διπλωμένη στα δυο σπαταλημένη ζωή, με έβγαλε από τον ελεφάντινό μου πύργο, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να τη σώσω. Αχ, βρε Δημήτρη, τι μου έκανες.
Από τη βιβλιογραφία Michael Jeffreys & Βίκη Δουλαβέρα, Πρώιμη νεοελληνική λογοτεχνία γενική βιβλιογραφία (4000 λήμματα) 1100-1700 = Early Modern Greek Literature General Bibliography (4000 items) Sidney, University of Sydney. Department of Modern Greek, 1988 σ. 248. Αντιγράφω τα λήμματα που αφορούν το έργο του Δημήτρη Κ. Μιχαηλίδη:
Δ. Κ. Μιχαηλίδης «Η μορφή του Παλαμήδη στη Μεσαιωνική μας λογοτεχνία», Παρνασσός 11 (1969) 281-287.
Δ. Κ. Μιχαηλίδης «Φιλολογικές παρατηρήσεις σε παλαιότερα κείμενα», Ελληνικά 23 (1970) 331-337.
Δημήτριος Μιχαηλίδης, «Ματθαίος Μυρέων και Πωρικολόγος», Παρνασσός 12 (1970) 121-123.
Δημήτριος Μιχαηλίδης, «Τρία μεταβυζαντινά στιχουργήματα από χειρόγραφα του Αγίου Όρους» , Κείμενα και Μελέται Νεοελληνικής Φιλολογίας 67, Αθήνα 1970.
Δ. Κ. Μιχαηλίδης, «Βιβλιογραφικό σημείωμα για τον Ανδρόνικο Νούκιο», Ο Ερανιστής 8 (1970) 220-222.
Δ. Κ. Μιχαηλίδης, «Παρατηρήσεις στο Θανατικό της Ρόδου» Δωδεκανησιακόν Αρχείον 5 (1970) 81-90.
D. Michailidis «Trois Notules sur des Saints de Lesbos», Extrait du tome 89, fasc. 1-2 Analecta Bollandiana, Revue Critiques d’ Hagiographie tome 89 fasc. 1-2 1971, p. [145]-147. Και ανάτυπο στην Εθνική Βιβλιοθήκη με υπογραφή D. Michailidis Athènes. Το άρθρο αυτό δεν περιλαμβάνεται στην Πρώιμη Νεοελληνική λογοτεχνία.
Demetrio Michailidis, «Palamedes Rediens. La fortuna di Palamede nel Medioevo Ellenico», Estratto da Rivista di Studi Bizantini e Neoellenici N.S. 8-9 (XVIII-XIX) Roma 1971-1972. σ. [261]-280 + 3 πίνακες. Και ανάτυπο (estrato) στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Δ. Κ. Μιχαηλίδης, «Ανέκδοτοι στίχοι κατά αμαθείας» (Κωδ. Arch. S. Pietro C152 [έτ. 1620] φ. 203v) Ελληνικά 25 (1972) 103-108.
D. K. Michailidis, «Un lament indedito sulla caduta di Constantinopoli (Cod. Alexandr. Bibl. Part. 30 [361] ff. 149mv- 150m», Byzantinische Zeitschrift Sonderdruck aus Band 65/1972 p. [303]-326, Tafel I, Tafel II. Και ανάτυπο (Sonderdruck) στην Εθνική Βιβλιοθήκη με υπογραφή D. Michailidis/Athen.
D. K. Michailidis, «Il modello italiano della Ιστορία της Σωσάννης di Marco Defaranas», Italia e Grecia: due culture a confront, III Convegno Nazionale di Studi Neogreci (Palermo-Catania 1989) (Quaderni dell’ Istituto di Filologia Greca dell’ Università di Palermo 21), Palermo, 157-167.
Dimitris K. Michailidis «Νέες Χρονολογήσεις μεσαιωνικών δημωδών κειμένων», Origini della letteratura neogreca. Atti del Secondo Congresso Internazionale “Neograeca Medii Aevi” (Venezia 1991) a cura di Nicolaos M. Panayotakis. Biblioteca dell’ Istituto Ellenico di Studi Bizantini e Postbizantini di Venazia 15, Venice vol. 2, 148-155.
5 Δεκεμβρίου 2011, ετήσιο μνημόσυνο
Από αυτές τις δεκάδες εκατοντάδες βιβλίων ένα βιβλίο μού έχει κάνει εντύπωση και με συγκίνησε, και το αποχωρίστηκα. Όχι δεν είναι κανένα από τα εννιακόσια τόσα βιβλία του Καβάφη που έχω καταγράψει. Με τι συγκίνηση τα έπιανα στα χέρια μου και άγγιζα ό,τι είχε αγγίξει κι Αυτός και διάβαζα τις ίδιες σελίδες που είχε διαβάσει κι Αυτός και ήταν σαν να τον άκουγα να μιλά για τις «ιδανικές φωνές» που μου έρχονταν στην αφή μου. Κάπου κάπου τον έβλεπα να βαριέται να διαβάσει ένα βιβλίο και να το αφήνει άκοπο ή μισοκομμένο ή κάτι να του έκανε εντύπωση και να το υπογράμμιζε ή να άφηνε μια σημείωση στο περιθώριο ή να ανακάλυπτε ένα λάθος και να το διόρθωνε με ένα μικρό σημείωμα πάνω σε ένα κομματάκι χαρτιού. Όχι, δεν ήταν κάποιο από αυτά τα βιβλία του Καβάφη, αλλά μια ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου, η πρώτη έκδοση του Επιτάφιου. Ήταν η έκδοση του Ριζοσπάστη, που επέζησε δικτατοριών και πολέμων. Το αντίτυπο ήρθε στην κατοχή μου από έναν εφηβικό μου έρωτα, το πρώτο μου ανολοκλήρωτο φιλί, γιατί τότε ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ξέραμε πώς να φιλιόμαστε κανονικά· και το άγγιγμα των χειλιών δεν ξέρω αν μετριέται σαν φιλί, μάλλον σαν άγγιγμα σφραγίδας ήταν, αλλά μου έδωσε το φιλί της ζωής κι άλλαξε την πορεία της. Το βιβλίο δεν το έχω πια στη κατοχή μου, το δώρισα σε μια βιβλιοθήκη του εξωτερικού, όπου είχα περάσει πολλές ευχάριστες και δημιουργικές ώρες. Όσο το είχα στην κατοχή μου, ήταν σαν να κρατούσα ένα αναμμένο κάρβουνο στην τσέπη μου· και όταν το ταχυδρόμησα, ένα μεγάλο βάρος έφυγε από πάνω μου.
Αλλά πώς ήρθε στην κατοχή μου αυτό το βιβλίο, που ελπίζω να το τίμησα όσο μπόρεσα; Στο Γυμνάσιο ήμουν σε μια παρέα που ο πυρήνας τους ήταν παιδιά με καταγωγή από τη Λέσβο. Ένιωθα λίγο παράταιρη σε αυτή την παρέα, γιατί η καταγωγή μου ήταν από άλλο νησί κι από μέρη που δεν ήταν πια ελληνικά, και σαν πατρίδα μου μετρούσα τη χοάνη της Αθήνας (καμιά φορά θα πρέπει να γεωγραφήσουμε την Αθήνα ανά γειτονιές για να συνεννοούμαστε), αλλά είχα καταφέρει να με θεωρούν δικό τους παιδί, σχεδόν ντόπια, και να με καλούν τα καλοκαίρια στην Πέτρα∙ να σταματούμε για λίγες μέρες στη Μυτιλήνη και να μας φιλοξενούν άλλοι φίλοι φίλων και να κάνουμε μπάνιο στα Τζαμάκια, βόλτες στο κάστρο, και το βράδυ να την αράζουμε σε ένα καφενείο και να γνωριζόμαστε και με άλλους φίλους φίλων, ξαδέλφια φίλων, γείτονες ξαδελφιών φίλων. Αυτή ήταν η σύνθεση της παρέας, αγόρια και κορίτσια από δεκαπέντε μέχρι 20 χρονών, όπως υπολογίζω τώρα. Αλλά μεγαλώναμε συγχρόνως και νομίζω ότι μετά τα είκοσί μας χρόνια και την ενηλικίωσή μας σοβαρέψαμε και κόψαμε «την παρέα». Ο καθένας μας είχε πάρει τον δρόμο του. Στα χρόνια που ακολούθησαν συναντιόμαστε δυο δυο ή τρεις τρεις, όσοι είχαμε κρατήσει κάποια επαφή μεταξύ μας, αλλά «η παρέα» κομμένη. Κάπως έτσι γνωρίστηκα και χάθηκα με τον άνθρωπο που με σφράγισε στα χείλη και μου χάρισε τον Επιτάφιο.
Ήταν γείτονας στην Πέτρα της καλύτερης, όπως υπολόγιζα τότε, φιλενάδας μου, συμμαθήτριάς μου στο γυμνάσιο. Η λέξη κολλητή δεν ήταν σε χρήση τότε, αλλά ήθελα να πιστεύω ότι ήταν η κολλητή μου. Τα σπίτια τους ήταν υπέροχα δίπατα σπίτια, χτισμένα μέσα σε μια μεγάλη αυλή ή σε περιβολάκι. Είχαν ψηλά παράθυρα, πέτρινους γωνιόλιθους, επιβλητικές εξώπορτες με επιθύριο ρόπτρο ένα μπρούτζινο γυναικείο χέρι με δαχτυλίδι στο παράμεσο δάχτυλο, για να το χτυπάμε αντί για κουδούνι. Αλλά δεν χρειαζόταν να το χτυπάμε, οι πόρτες ήταν πάντα ανοιχτές. Εμείς εκείνο τον καιρό δεν φορούσαμε κανένα δαχτυλίδι, δεν είμαστε δοσμένες κάπου. Εγώ μόνο είχα ένα μεγάλο δαχτυλίδι της γιαγιάς μου με μια μυστήρια πέτρα και το φορούσα στο μεσαίο δάχτυλό μου, έτσι για φιγούρα. Αυτά τα σπίτια ήταν χτισμένα γύρω σε μια κλειστή αυλή, και ο πατέρας της καλύτερής μου φίλης, που με εισήγαγε στη ρωσική λογοτεχνία και που ήθελε να μου μάθει κι αρχιτεκτονική, παρ’ ότι ήταν γιατρός, μου ερμήνευε την αρχιτεκτονική του χώρου και το πώς διαμορφώθηκαν τα σπίτια γύρω από την κλειστή αυλή και πώς αργότερα οι μεγάλες γλάστρες με τους φίκους και τις φτέρες εξαφανίστηκαν, και η εσωτερική αυλή μεταμορφώθηκε σε σαλόνι ή καθιστικό ή χώρος υποδοχής και συναλλαγής, μακριά από τα ιδιωτικά δωμάτια των μελών της οικογένειας. Δυστυχώς, εξωτερικά καλώδια του ηλεκτρικού, που εμφανίστηκε ύστερα από το χτίσιμο των σπιτιών, πλήγωναν κάπου την αρχιτεκτονική και την αρμονία του χώρου, ενώ ηλεκτρικές λάμπες κρέμονταν παράταιρα από τα ταβάνια. Αλλά όλα αυτά είναι μίζερες αρχιτεκτονικές παρατηρήσεις και, όπως είπα, ο άνθρωπος ήταν γιατρός κι όχι αρχιτέκτονας, αλλά τον έτρωγε το μεράκι της αρχιτεκτονικής ώσπου κατάφερε η μικρή του θυγατέρα να παντρευτεί έναν πολιτικό μηχανικό που τσιμέντωσε όλη την Ελλάδα. Τα σπίτια ήταν αρχοντόσπιτα.
Ελάχιστες φορές είχα εισχωρήσει στο εσωτερικό του πατρογονικού σπιτιού Εκείνου. Αργότερα, άλλοι γνωστοί περιέγραφαν ότι είχε ζωγραφιές του Θεόφιλου, αλλά ο Θεόφιλος, τότε, δεν μας έκανε και τόση εντύπωση, και πολλά σπίτια στη Λέσβο είχαν Θεόφιλους κρεμασμένους στους τοίχους τους ή είχαν ζωγραφισμένους τοίχους και ταβάνια από εκείνον. Εκείνος τα ζωγράφιζε για ένα πιάτο φασολάδας, και εμείς τα βλέπαμε σαν να ήταν «πέντε στο δεκάρικο». Νωρίς το απόγευμα, μετά το πρωινό μπάνιο στη θάλασσα και τον μεσημεριανό ύπνο, η παρέα άρχιζε να μαζεύεται και ανηφορίζαμε προς το σπίτι του, ήταν σχεδόν από τα τελευταία του χωριού, κοντά στον δημόσιο δρόμο, για να πάρουμε κι Εκείνον. Η μητέρα του καθόταν σαν κέρβερος στην ξώπορτα και μας έλεγε: «Ήρθατε πολύ νωρίς να τον πάρετε, τώρα μελετά, να τον περιμένετε». Εμείς βλέπαμε ότι κάπου υπήρχαν σειρές με βιβλιοθήκες μέσα στο σπίτι, μερικοί κορμοί από το απολιθωμένο δάσος από το Σίγρι, ένα κομμάτι είχε βαθούλωμα και έμοιαζε με τασάκι, αλλά τότε δεν τολμούσαμε να καπνίσουμε μπροστά στους «μεγάλους» και να σβήσουμε το τσιγάρο μας εκεί μέσα. Εμείς τα κορίτσια καρφώναμε στα μαλλιά μας ωραία μεγάλα μοβ λουλούδια από μολόχες και γεμίζαμε τα σουτιέν μας, που τότε τα στήθη μας προσπαθούσαν να τα γεμίζουν, με γιασεμιά για να μοσχοβολάμε, και φτάναμε στο σπίτι του. Εκεί μας περίμενε ο «κέρβερος μητέρα» και είχε και τη βοήθεια του άλλου βοηθού κέρβερου, τη γιαγιά του. «Όχι, δεν μπορεί να κατέβει ακόμη» μας έλεγε «μελετά». Αυτή ήταν η καθημερινή επωδός. Μελετά. Εμάς καθόλου δεν μας πτοούσε η μη είσοδος στον Παράδεισο. Καθόμαστε στην αυλή και τον περιμέναμε. Σκαρφαλώναμε στην καρυδιά που φύτρωνε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του και σπάζαμε πάνω σε μια κατάμαυρη πέτρα τα καρύδια, παρ’ ότι δεν είχαν γίνει ακόμη. Τρίβαμε τη φλούδα τους στα δόντια μας για να ασπρίσουν, αλλά τα δάχτυλά μας γίνονταν κατάμαυρα· ρουφούσαμε τον άσπρο αγίνωτο καρπό τους, γιατί τότε ήταν κατακαλόκαιρο και τα καρύδια δεν είχαν ωριμάσει ακόμη. Και περιμέναμε Εκείνον να τελειώσει τη μελέτη του και να έρθει να ενωθεί με την παρέα. Αργότερα, όταν κι εγώ «μελετούσα» και είχα – ελπίζω – ωριμάσει (τα στήθη μου σίγουρα είχαν γεμίσει το σουτιέν μου), όταν έπεφτα πάνω σε μαύρες πέτρες ή πέτρες της υπομονής, πάντα θυμόμουνα τη μαύρη πέτρα που σπάζαμε επάνω τους τα άγουρα καρύδια της αυλής του. Τότε είμαστε όλοι φίλοι, μεριάζαμε και φυλάγαμε μερικά στην άκρη για να τα βρει έτοιμα Εκείνος, να γευτεί τον στυφό κι άγουρο καρπό τους, όταν τελείωνε τη μελέτη του. Κατέβαινε από το δωμάτιό του και τα μάτια του έλαμπαν, μας έλεγε για το τι είχε διαβάσει, για το λάθος που είχε ανακαλύψει σε αυτόν ή εκείνο τον φιλόλογο, η μαμά-κέρβερος έλαμπε. Η σιωπηλή ματιά της έλεγε: «Δεν σας το έλεγα, μη τον ενοχλείτε». Αρχίζαμε τα σχέδια για το πώς θα περνούσαμε το βράδυ, θα αρχίζαμε τρώγοντας λουκουμάδες; Ίσως να πηγαίναμε στον Μόλυβδο για ουζοποσία, ίσως καλύτερα στην παράγκα, τη μικρή ταβέρνα στην άκρη του χωριού, να τραγουδήσουμε και να χορέψουμε, και μετά στον μόλο, καλύτερα βαρκάδα, κι ύστερα να ξαπλώναμε στην παραλία και να μετράγαμε πεφτάστερα. Εκείνος μας έλεγε ότι κάποτε θα έπρεπε να ανεβαίναμε στη Παναγιά την Πετρανή και να ακούγαμε τον εσπερινό, φως ιλαρόν, ή καμιά παράκληση όταν ήταν Δεκαπενταύγουστος. Ποτέ δεν το είχαμε κάνει, να πάμε δηλαδή να εκκλησιαστούμε ανεβαίνοντας τον βράχο όπου ήταν χτισμένη η θαυματουργή εκκλησία της Παναγιάς της Πετρανής. Ούτε κι Εκείνος νομίζω ότι είχε πάει. Πάντα ήταν όλο λόγια, σχέδια, προγραμματισμούς και πλάνα δράσης, αλλά με ελάχιστη δράση. Εμείς τα κορίτσια είχαμε χωρίσει τα αγόρια στις προτιμήσεις μας, ίσως κι αυτά να μας είχαν μοιραστεί: Εσύ αυτόν, μα δεν μου αρέσει, τότε τον Θανάση, μα αυτός γουστάρει τη Μερόπη, τότε τον Στρατή, παρακαλώ, βρέστε κάποιον άλλον, είναι χοντρός. Τότε τον Λευτέρη, μα αυτός μένει στην Καλλονή και είναι τόσο πιο μεγάλος, πάει πανεπιστήμιο και δεν έρχεται πάντα στην Πέτρα, εγώ μόνη μου θα τριγυρνώ; Καλά, ο Φαίδωνας, νομίζω ότι σε καλοκοιτάζει. Δεν ξέρω, ίσως. Ο Γιώργης; Το Αντωνέλι; Δεν ξέρω πώς τα μάτια μου έπεσαν σε Εκείνον. Ήταν ψηλός, αδύνατος, ξερακιανός, με βαθουλωμένα μάτια, με μια γαμψή μύτη, και του άρεσαν τα βιβλία. Εγώ ήμουν εξαιρετικά αδύνατη εκείνο τον καιρό, όλο μάτια, μακριά μαλλιά, «δαχτυλιδένια» μέση και μια χοντρή μύτη. Ίσως να του έπεσα στην μοιρασιά, γιατί και τα αγόρια είχαν κάνει μάλλον τη μοιρασιά τους, τα ζευγαρώματα. Επειδή κι εγώ είχα μανία με τα βιβλία και ήμουν με ένα βιβλίο στο χέρι συνέχεια, έπρεπε να τελειώσω όλο το Πόλεμος και Ειρήνη προτού τελειώσουν οι καλοκαιρινές διακοπές, και να του έπεσα στην μοιρασιά.
Τον χειμώνα στην Αθήνα πηγαίναμε όλοι μαζί σινεμά. Κάθονταν δίπλα μου και μου κρατούσε το χέρι στη διάρκεια της προβολής. Εκείνη την εποχή βλέπαμε φιλμ της Nouvelle vague και είχαμε ξετρελαθεί με τον ιταλικό κινηματογράφο και ιδιαίτερα με την Κλαούντια Καρντινάλε· δεν αφήναμε έργο για έργο που να έπαιζε και να μην το βλέπαμε. Μια φορά, ύστερα από ένα τέτοιο φιλμ, γύρισε και μου είπε: «Εγώ θα πάω να ζήσω στην Ιταλία, σε μια από αυτές τις επαρχιακές πόλεις». Δεν μου είπε αν θα με έπαιρνε μαζί του. Ίσως να έψαχνε εκεί την Κλαούντια Καρντινάλε του. Μα γιατί στην Ιταλία, αφού όλοι μας είμαστε γαλλοβλαμμένοι, και γαλλική ποίηση διαβάζαμε και ενθουσιαζόμαστε, και η μητέρα του παρέδιδε γαλλικά μαθήματα για να ζήσουν; Μα στην Ιταλία για την Κλαούντια Καρντινάλε, με τα ωραία στρογγυλά στήθη, τη βαθιά ματιά, τα μαύρα μαλλιά χτενισμένα παζ, τη μπάσα φωνή που υπόσχονταν πολλά, το υπέροχο χαμόγελο. Για την Κλαούντια Καρντινάλε φυσικά! Στην Ιταλία ακούγονταν αφύσικο, αφού κάπου στα τρελά μας όνειρα βλέπαμε τους εαυτούς μας φοιτητές στο Quartier Latin. Όχι, εγώ θα πάω στην Ιταλία, δήλωνε κατηγορηματικά και όλοι μας το ξέραμε ότι, αν του έμπαινε κάτι στο μυαλό, δεν υπήρχε ελπίδα να αλλάξει γνώμη. Ήταν απαιτητικός, επίμονος, πεισματάρης. Σινεμά μάς άφηναν να πηγαίνουμε μόνο όταν είμαστε όλοι μαζί, στην παράσταση 6-8 μ.μ., γιατί στις 10 μ.μ. όλοι θα έπρεπε να είμαστε σπίτια μας και στα κρεβάτια μας. Σινεμά με παρέα επιτρεπόταν, σινεμά σαν ζευγάρι, ραντεβού να πούμε, απαγορευόταν. Οι γονείς μας πίστευαν ότι η ομάδα ήταν η καλύτερη προστασία από ερωτικά παραπατήματα. Όταν προσπαθούσα να ρωτήσω: «Μα πώς γίνεται αυτό ή εκείνο, πάντα ερχόταν η καθορισμένη απάντηση: Είσαι μικρή ακόμη να ρωτάς και να μαθαίνεις τέτοια πράγματα, όταν μεγαλώσεις θα μάθεις, θα σου τα πούμε. Και να κρατάς τη βρακοζώνα σου δεμένη και να μην αφήνεις να σε πιάνουν εκεί. Ποιος θα σε πάρει φιλημένη και αγγιγμένη». Και όταν επέμενα, ερχόταν η απάντηση συμπληρωνόταν: «Μπες πρώτα στο πανεπιστήμιο, και βλέπουμε· και, όπως είπαμε, η βρακοζώνα δεμένη». Έτσι περνούσαμε τις μέρες μας.
Προς την άνοιξη κατεβαίναμε και πηγαίναμε επίσκεψη στο σπίτι του. Ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του, μετακόμισαν από την Πέτρα στην Αθήνα, στη Νέα Σμύρνη στην αρχή, και μετά στο Παλιό Φάληρο, προς την Αμφιθέα. Ακόμα θυμάμαι τη διεύθυνση του σπιτιού του, οδός Σειρήνων 21, έμενε με τη μητέρα του και τη γιαγιά του. Πήγαινε στην Ευαγγελική Σχολή στη Νέα Σμύρνη, και στην αρχή του καλοκαιριού καθόμαστε στην Πλατεία της και τρώγαμε παγωτό καϊμάκι ντοντουρμά και ακούγαμε ιστορίες από τη σχολική χρονιά που πέρασε. Ευτυχώς τα αγόρια που πήγαιναν γυμνάσιο στην Αθήνα δεν φορούσαν αυτό το απαίσιο πηλίκιο με την κουκουβάγια στη μέση και δίπλα τον αριθμό του μητρώου τους. Εμείς τα κορίτσια γυρνοβολούσαμε με μια μαύρη ποδιά και κεντημένο στο στήθος τον αριθμό του Γυμνασίου μας. Μισούσα αυτή την ποδιά. Τα κορίτσια που πήγαιναν στο Αρσάκειο ή στο Κολέγιο φορούσαν πιο κομψό σχολικό ένδυμα. Όταν κατεβαίναμε στο σπίτι του με το λεωφορείο του Παλαιού Φαλήρου, κατηφορίζαμε τη λεωφόρο Συγγρού, αυτόν το δίκλωνο δρόμο, και βγαίναμε στη στάση Φόρος. Φαίνεται όταν είχε πρωτοανοίξει η λεωφόρος, ίσως σε αυτό το σημείο να υπήρχαν διόδια. Στο σπίτι του καθόμαστε στο μπαλκόνι και μας κερνούσαν υποβρύχιο ή πορτοκαλάδα. Και συζητούσαμε για κάθε τι, κυρίως για βιβλία, κουτσομπολιά για λογοτεχνικά θέματα ή για φίλους. Πάντα ένας μεγάλος μάς επέβλεπε, και η μητέρα-κέρβερος κυρίως διηύθυνε τη συζήτηση. Σχεδόν πάντα η συζήτηση κατέληγε στη γαλλική ποίηση, οι συμβολιστές και παρνασσιακοί συγκινούσαν πιο πολύ τη μαμά. Είχε πάει σχολείο εσώκλειστη στις καλογριές στη Νάξο, όπως συνήθιζαν τότε τα κορίτσια της τάξης της – ορθόδοξα κορίτσια – να πηγαίνουν για να εκπαιδευτούν σε σχολεία που είχαν ιδρύσει καθολικά τάγματα. Δεν νομίζω ότι είχε πάει πανεπιστήμιο, αλλά είχε μια στερεή γνώση της γαλλικής, γι’ αυτό όταν χήρεψε, για να έχει ένα σταθερό εισόδημα, παρέδιδε κατ’ οίκον ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικής. Ήταν επιλεκτική στους μαθητές της και αρκετά δημοφιλής στην περιοχή και είχε αρκετούς μαθητές. Νομίζω ότι αυτό ήταν το μόνο εισόδημά τους, αλλά εμείς τα παιδιά δεν γνωρίζαμε τα οικονομικά των μεγάλων. Ενδιαφερόμαστε κυρίως να έχουμε το χαρτζιλίκι στη τσέπη μας για να πάμε σινεμά ή να αγοράσουμε κανένα δίσκο. Η μαμά του μας απάγγελνε ποίηση και μας ενθάρρυνε να αρχίζουμε να μεταφράζουμε ευκολομετάφραστους ποιητές, π.χ. Paul Éluard ή Jacques Prévert. Χρόνια αργότερα, όταν είδα αυτές τις μεταφράσεις μου, νόμιζα ότι στέκονταν σε σύγκριση με τις άλλες που είχαν δημοσιευτεί. Αλλά δεν υπήρχε πια λόγος να δημοσιευτούν, εξάλλου τις είχα κάνει για να τον εντυπωσιάσω, δεν ξέρω πώς είχα αποφασίσει να μεταφράσω και René Char. Περισσότερο όμως επιθυμούσαμε να ακούσουμε τη μητέρα του να μας ερμηνεύει τις μπαλάντες του George Branssens, αλλά ντρεπόμαστε να τη ρωτήσουμε και κοκκινίζαμε ώς τις ρίζες των μαλλιών μας, αν λέγαμε κάποια λέξη που μπορούσε να θεωρηθεί ελαφρώς ανατομικά περιγραφική· εκείνη μας αγριοκοίταζε και η συζήτηση σταματούσε εκεί.
Ήταν γόνος μιας εξαιρετικά διακεκριμένης οικογένειας της Λέσβου, που ποιος ξέρει τι συγγένειες αίματος ή συμπεθεριών είχε με άλλα διάσημα λογοτεχνικά ονόματα του νησιού. Μερικά πράγματα ήταν αυτονόητα και ποτέ δεν είχα μάθει λεπτομέρειες. Ο παππούς του ήταν ένας λόγιος ιατρός και ο πατέρας του διακεκριμένος φιλόλογος· ανήκε, ας πούμε, στη δεύτερη γενιά των μαχόμενων δημοτικιστών. Είδα αργότερα άρθρα του δημοσιευμένα στη Νέα Εστία, και είχαν σεβαστεί την ορθογραφία του (ενώ τώρα η Νέα Εστία πολυτονίζει τα κείμενά μας και μόνο τα κείμενα του Εμμανούλ Κριαρά ή του Αλέξη Πολίτη, καθηγητών όντων, τα αφήνει ως έχουν). Πέθανε αρκετά νέος από φυματίωση, όταν Εκείνος ήταν 8 ή 10 ετών. Νομίζω ότι ο πόλεμος οδήγησε την οικογένειά του στην καταστροφή, όπως και τόσους άλλους που δεν ανήκαν στις τάξεις των δωσίλογων και των μαυραγοριτών, αλλά νομίζω ότι είχε διασωθεί η κτηματική περιουσία, κυρίως ελιές, που είναι και το κύριο προϊόν του νησιού, αν και δεν ήξερα λεπτομέρειες. Το διαμέρισμά του στο Παλαιό Φάληρο ήταν μια μικρή «Εθνική Βιβλιοθήκη», είχαν και τι δεν είχαν. Πρώτες εκδόσεις βιβλίων, κλασικούς συγγραφείς, νεοέλληνες, λεξικά, δερματόδετους τόμους, ίσως και incunabula, ενώ εγώ με το χαρτζιλίκι μου είχα μόνο λεφτά για βιβλία τσέπης. Εκείνος είχε αναλάβει τον ρόλο του μέντορά μου, κι ας ήταν μόνο έναν χρόνο μεγαλύτερός μου. Εκείνη την εποχή γινόταν συζήτηση για το τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε. Εκείνος έγινε φιλόλογος, μια και ο πατέρας ήταν φιλόλογος. Για μένα ίσως το φυσιολογικό θα ήταν να ακολουθούσα τα βήματα τις μαμάς μου και να δουλέψω στο μαγαζί της γιαγιάς μου. Εξάλλου γι’ αυτό με ετοίμαζαν. Από τότε που ήμουν μικρή, άρχισα να παραδίδω καπέλα στις πελάτισσες, για να τις γνωρίσω και να με γνωρίσουν. Η πορεία ήταν: πρώτα «μικρή του μαγαζιού», μετά «μαθήτρα», ακολούθως να αποδείξω την αξία μου στην «πρεμιέρα» και τέλος συνιδιοκτήτρια. Άρχισα να κάνω μικρές βελονιές στα καπέλα, πιο σωστά πάνω στις φόρμες με τις οποίες θα σχεδιάζονταν, να παρακολουθώ τη γιαγιά μου να τα προβάρει στις πελάτισσες, και να της δίνω την καπελίνα ή το κλος ή το τουρμπάνι από τις κρεμάστρες και ύστερα να τη βοηθώ να τα τακτοποιεί ξανά στη θέση τους. Αλλά κάπου το DNA μου είχε αλλοιωθεί, οι βελονιές μου ήταν άτσαλες, να ράψω στη ραπτομηχανή μου φαινόταν σχεδόν αδύνατο, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τα χρώματα, ανοιχτό μπλε με πράσινο τσαγαλί, να πούμε, σχεδόν ακατόρθωτο. Ούτε είχα τη χάρη και το κοκαλάκι της νυχτερίδας να με συμπαθούν οι πελάτισσες, αφού και εγώ δεν τις συμπαθούσα και τους το έδειχνα. Όσο για την αριθμητική που είναι απαραίτητη για το εμπόριο, έκανα όλες τις πράξεις με τα δάχτυλά μου και ούτε πολλαπλασιασμό δεν ήξερα, το 7x8 ήταν δύσκολο να το βρω, κι αν το έβρισκα, για να βρω το 8x7 έκανα πάλι την πράξη από την αρχή. Έτσι φούντωναν οι συζητήσεις στην οικογένεια για το «Τί θα γίνω όταν μεγαλώσω». Η γιαγιά μου, που έκοβε το μάτι της, είπε στη μαμά μου: «Αυτή δεν μου φαίνεται για το μαγαζί, δεν τη σπουδάζεις, να έχει ένα βραχιολάκι στο χέρι της κι όταν το χρειαστεί να το μεταχειρίζεται;» Η γιαγιά μου επέμενε να έχουμε βραχιολάκια, να μάθεις γαλλικά, ένα βραχιολάκι, να μάθεις γερμανικά, άλλο βραχιολάκι, να μάθεις γραφομηχανή, τρίτο βραχιολάκι, να μάθεις να ράβεις, αυτό το βραχιολάκι δεν το φόρεσα ποτέ, να μάθεις να κρατάς λογιστικά βιβλία, ούτε αυτό το βραχιολάκι δεν έτυχε να το φορέσω. Σ’ αυτή τη συζήτηση για το «τί θα γίνω όταν μεγαλώσω» εμφανίστηκε Εκείνος και πρότεινε να γίνω φιλόλογος. Το είπε και στη μαμά μου, αυτή κάπου είχε τις αντιρρήσεις της, αλλά εγώ είχα ενθουσιαστεί, θα γινόμουν φιλόλογος και θα τον ακολουθούσα παντού, άλλο που δεν ήθελα. Εκείνος τότε ήταν φοιτητής στο Αθήνησι Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, και παρ’ ότι ήμουν μαθήτρια στο γυμνάσιο, με έπαιρνε στις παραδόσεις του Πανεπιστημίου και μου μιλούσε με ενθουσιασμό για τον καθηγητή του τον Τωμαδάκη και ήθελε να γίνει βοηθός του, και εγώ καθόμουνα στα έδρανα του αμφιθεάτρου, στην οδό Σόλωνος, και τον έβλεπα και τον καμάρωνα να κουβαλά την τσάντα του καθηγητή του μέσα στο αμφιθέατρο και να την τοποθετεί με προσοχή δίπλα στην έδρα ή να του σβήνει τον πίνακα. Μέχρι Λατινικά παρακολούθησα, Ιουβενάλη, και άκουσα για τη ρωμαϊκή σάτιρα. Ήταν εύκολο, γιατί τα μαθήματα ήταν απόγευμα, επιπλέον υπήρχε μια παρατεταμένη απεργία των εκπαιδευτικών εκείνη τη χρονιά και, αντί να κοπροσκυλιάζω ή να κοιμάμαι μέχρι το μεσημέρι, πήγαινα σε πανεπιστημιακές παραδόσεις. Η μαμά μου είχε ενθουσιαστεί, γιατί νόμισε ότι «βρήκα τον δρόμο μου». Παρ’ ότι είχε αντιρρήσεις για τη φιλοσοφική, του είπε για την ανορθογραφία μου, και εκείνος της εγγυήθηκε ότι θα της σύστηνε ένα καλό φροντιστήριο που έκανε κούτσουρα να ανθίζουν, και αυτός θα με διάβαζε. Εγώ άλλο που δεν ήθελα. Έτσι, κομμένα τα γαλλικά και τα γερμανικά, και άρχισα φροντιστήριο. Το φροντιστήριο που συνέστησε στη μαμά μου ήταν του Αποστολόπουλου. Βρισκόταν στη γωνία Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους, στον ημιώροφο, και πραγματικά εκεί έμαθα πολύ καλά γράμματα, ίσως σε μερικούς τομείς ήταν ισάξιο του Πανεπιστημίου· ήταν ένα μικρό πανεπιστήμιο το Φροντιστήριο του Αποστολόπουλου και σίγουρα ήταν ανώτερο του γυμνασίου. Πραγματικά έπαιρνε κούτσουρα και τα έκανε να ανθίσουν, π.χ. εμένα. (Ίσως κάποτε γράψω κάτι γι’ αυτή την τρομερή προσωπικότητα του Φώτη Αποστολόπουλου.) Η μαμά μου κάπως είχε ησυχάσει με τις επιλογές μου, είχα αποφασίσει για το τι θα «γινόμουν όταν μεγαλώσω», και επικροτούσε την εκλογή μου για «το αγόρι» μου, παρ’ ότι θα προτιμούσε κάτι πιο γυαλιστερό, έναν φοιτητή του Πολυτεχνείου να πούμε, αλλά κι ένας φτωχοφιλόλογος καλός ήταν. Από το τίποτε, καλή και η φιλολογία. Η μαμά του, από την άλλη μεριά, δεν με χώνευε καθόλου, μα καθόλου. Νόμιζε ότι ενοχλώ τον γιο της από τα διαβάσματά του και του αποσπώ την προσοχή του, ήταν και λίγο δύσκολο να με απομακρύνει, γιατί πάντα βγαίναμε όλοι μαζί με μια παρέα από άλλα παιδιά που αγαπούσε και εκτιμούσε, και ήταν λίγο δύσκολο να κάνει πέρα μόνο εμένα και να με ξεκολλήσει από την όλη παρέα. Κράτησε δε και την υπόσχεσή του στη μαμά μου και πήγαινα στο σπίτι του και του έδειχνα τη πρόοδό μου και με διάβαζε. Εκείνος μια φορά ενθουσιάστηκε για το πώς κατάφερα να μεταφράσω ένα δύσκολο κομμάτι του Πλάτωνα και με φίλησε! Για να είμαστε ακριβείς, κόλλησε τα χείλη του στα χείλη μου. Αυτό ήταν όλο κι όλο. Η μητέρα του ήταν δίπλα στην κουζίνα και μαγείρευε μουσακά στη γάστρα, κι η γιαγιά του στο χολ μαντάριζε κάλτσες. Το θέμα που έπεσε στις εισαγωγικές του πανεπιστημίου ήταν ένα πλατωνικό κείμενο, και πέρασα με την πρώτη. Αργότερα, όταν συγκρίναμε με φιλενάδες το πόσο φιλημένες ή «αγγιγμένες» είμαστε, εγώ δεν το μετρούσα αυτό σαν φιλί. Αλλά πάντα θυμάμαι την πίεση πάνω στα χείλη μου, τη σφραγίδα του.
Δεν ξέρω πώς η μητέρα του μηχανεύτηκε κάτι και τα κατάφερε στο τέλος και χωρίσαμε, δεν «τα είχαμε πια», όπως λέγαμε τότε. Νομίζω μια άλλη, πανέμορφη και πανέξυπνη κοπελιά έπεσε στον δρόμο του. Ο αγαπημένος μου τσίμπησε και τσιμπήθηκε με την καινούργια κοπελιά, και εμείς έπρεπε «να τα χαλάσουμε». Έριξα κουβάδες δάκρυα και, όπως κάνουν όλες οι καθώς πρέπει ρομαντικές ηρωίδες όταν χωρίζουν, του επέστρεψα τα γράμματα που είχαμε ανταλλάξει. Τι ερωτική αλληλογραφία και πράσινα άλογα, δύο τρεις κάρτες ήταν που του είχα στείλει από την κατασκήνωση των Οδηγών που ήμουν, και εκείνος από το πατρικό του στην Πέτρα της Λέσβου όπου περνούσε τα καλοκαίρια του. Προσπάθησα να του επιστρέψω κάτι σημειώσεις του και κάτι λυσάρια του φροντιστηρίου, βιβλία που μου είχε δανείσει και «τα δώρα» που μου είχε κάνει. Εκείνος πήρε πίσω τα δανεικά βιβλία, αλλά δεν ήθελε να δεχτεί τα λυσάρια και τις σημειώσεις του, με τη δικαιολογία ότι είχε μπει πια στο πανεπιστήμιο και δεν τα χρειαζόταν πια. Υποπτευόμουν ότι ντρεπόταν να έχει στη βιβλιοθήκη του τέτοιου είδους βιβλία, αυτός ο γόνος φιλολόγων. Όσο για τα «δώρα» – καλύτερα το δώρο – δεν ήθελε να ακούσει λέξη για επιστροφή. Τι να έκανε τα κοχύλια που είχαμε μαζέψει μαζί στην παραλία της Πέτρας ή τη μεγάλη μπουρού (είχε δεκάδες παρόμοιες στο σπίτι του), αλλά το να μη θέλει πίσω την πρώτη έκδοση του Επιτάφιου του Γιάννη Ρίτσου από τον Ριζοσπάστη, αυτό ήταν πολύ ιπποτικό εκ μέρους του. Εγώ επέμενα να του την επιστρέψω, γιατί κυρίως φοβόμουν τι θα πει η μητέρα του, όταν ανακάλυπτε ότι της έλειπε αυτό το βιβλίο από τη βιβλιοθήκη τους. «Είναι δικό σου, δώρο που σου το έδωσα» μου είπε «και δεν το παίρνω πίσω». Το είπε με αποφασιστικό τρόπο.
– Μα θα λείψει από τη βιβλιοθήκη σας, και η μαμά σου ίσως το ψάχνει.
– Θα ανακουφιστεί που δεν θα έχει τη φροντίδα του ξανά, απάντησε.
Είχαμε ακούσει την ιστορία για το πώς είχε διασωθεί αυτό το βιβλίο. Ήταν η πρώτη έκδοση του ποιήματος. Στο εξώφυλλο είχε την ξυλογραφία της μητέρας του θύματος, Τάσου Τούση, να μοιρολογά τον νεκρό γιο της, ενώ διακρίνεται και η υπογραφή λ. Είχε γίνει από τον χαράκτη Λυδάκη και βασίστηκε σε φωτογραφία που είχε δημοσιευτεί στον Ριζοσπάτη την επόμενη μέρα της διαδήλωσης με τα τραγικά αποτελέσματα. Αυτή η φωτογραφία κι ο νεκρός διαδηλωτής συγκλόνισαν τον Ρίτσο και τον έκαναν να γράψει τον Επιτάφιο. Βέβαια αυτή η ξυλογραφία για το αισθητικό μου γούστο, του τότε και του τώρα, είναι απαράδεκτη, ένα έκτρωμα. Η μητέρα που «σχίζει» τα ρούχα της μοιρολογώντας πάνω από το σκοτωμένο παιδί της μού φαίνεται σαν «ανδρογυναίκα», ίσως και να έχει μουστάκι, ενώ το σκοτωμένο παλληκάρι φαίνεται σαν ένας τριαντάρης, με μπριγιαντίνη στα μαλλιά και τέλεια χωρίστρα, παρά ένας νεαρός καπνεργάτης. Ίσως και να ήταν η απεικόνιση του ποιητή. Στις φωτογραφίες της εποχής ο Γιάννης Ρίτσος εμφανιζόταν πάντα καλοχτενισμένος και καλομπριγιαντιναρισμένος, όπως το απαιτούσε η μόδα της εποχής. Ευτυχώς η αριστερή τέχνη ωρίμασε και μας έδωσε καλλιτέχνες της αισθητικής και της ευαισθησίας ενός Τάσσου ή της Βάσως Κατράκη. Η φωτογραφία της εφημερίδας, στην οποία βασίστηκε η λιθογραφία του εξωφύλλου, αναδίδει περισσότερη συγκίνηση παρά το «καλλιτεχνικό εξώφυλλο». Το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και σαν φυλλάδιο, ήταν τυπωμένο σε φτηνό λεπτό χαρτί χωρίς σελιδαρίθμηση, μόνο με λατινική αρίθμηση των ποιημάτων. Τα τυπογραφικά στοιχεία ήταν πολύ κοινά, νομίζω ότι οι τυπογράφοι τα περιγράφουν σαν «Άττικα». Δεν έχει, τέλος πάντων, την αισθητική ή την τυπογραφική φροντίδα με την οποία βλέπουμε να τυπώνονται, π.χ., τα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη την ίδια περίπου εποχή. Αλλά τι ήταν αυτό που έκανε το βιβλίο τόσο ξεχωριστό; Ήταν οι εκδόσεις «Ριζοσπάστη» και το ότι η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, μιμούμενη το γερμανικό ναζιστικό καθεστώς, έκαψε βιβλία. Η μητέρα της «χαμένης» μου αγάπης μάς είχε πει ότι υπήρχε διαταγή σύμφωνα με την οποία όσοι είχαν βιβλία που εμφανίζονταν στη λίστα προς καύσιν να τα παραδώσουν στη συγκεκριμένη ώρα και στον συγκεκριμένο χώρο. Αν βρίσκονταν παραβάτες που είχαν στην κατοχή τους αυτά τα βιβλία, θα τιμωρούνταν παραδειγματικά. Ευτυχώς από τα 10 000 αντίτυπα του Επιτάφιου που είχαν τυπωθεί τότε, τα 9 750 είχαν πουληθεί και λίγα είχαν μείνει για την πυρά. Ο αριθμός μου φαίνεται αστρονομικός, γιατί εκείνη την εποχή μια ποιητική συλλογή κυκλοφορούσε, άντε να πούμε, σε 300 αντίτυπα. Αλλά ποιος ξέρει, ο εκδότης ανήκε κομμουνιστικό κόμμα κι ίσως γνώριζε την αναγνωστική/ αγοραστική δύναμη των οπαδών του. Ένα από αυτά τα αντίτυπα ήταν και το δώρο μου. Ίσως μια από τις πιο βάρβαρες πράξεις που έχουμε εφεύρει είναι οι εκτελέσεις ομήρων και κρατουμένων πατριωτών, το κάψιμο των χωριών τους αλλά και – το χειρότερο – το κάψιμο των βιβλίων· η πυρπόληση ενός άψυχου αντικειμένου, της ιδέας.
Οι γονείς του δεν μπορούσαν να παραδώσουν στην πυρά αυτό το βιβλίο, ούτε και τα άλλα τους βιβλία. Το έκρυψαν όπως έκρυψαν προκηρύξεις, φυγάδες, αντιστασιακούς και τα απαραίτητα όπλα για τον «αγώνα». Η μητέρα του μας είχε διηγηθεί ότι πήρε αυτό το βιβλιαράκι και το έκρυψε ανάμεσα σε σελίδες εγκυκλοπαίδειας, συγκεκριμένα του «Πυρσού», και πιο πολύ ανησυχούσε για την τύχη αυτού του βιβλίου παρά για τα άλλα μυστικά που έκρυβε το σπίτι. Γι’ αυτό και ο γιος της μου είχε εκμυστηρευτεί ότι θα ανακούφιζα τη μητέρα του από τη φροντίδα αυτού του βιβλίου – σαν να ήξερε τι θα επακολουθούσε. Η μητέρα του το είχε διασώσει από τη μεταξική δικτατορία, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, και εγώ από τη χουντοκρατία των καταραμένων συνταγματαρχών, κρυμμένο πάντα ανάμεσα στις σελίδες της εγκυκλοπαίδειας του «Πυρσού».
Κράτησα το βιβλίο. Και το σεβάστηκα, όχι γι’ αυτό που είναι, αλλά γιατί ήταν μέρος ενός χαμένου έρωτα μου. Όταν οι κατάρατοι ήρθαν στην εξουσία και ο συγγραφέας βρισκόταν στη Λέρο εξόριστος και απαγορευόταν με ποινή φυλάκισης να τραγουδάμε τα μελοποιημένα ποιήματά του, το πήρα και το έβαλα ανάμεσα σε σελίδες της εγκυκλοπαίδειας του «Πυρσού», τόμους που στοίχειωναν τα παιδικά μου χρόνια. Και, κατά τη διήγηση της μητέρας του, δεν το άφηνα μόνο μέσα σε έναν τόμο, αλλά το άλλαζα από καιρού εις καιρόν· όπως έκανε εκείνη, έκανα κι εγώ. Αυτό ήταν η μόνη «πολύτιμη» έκδοση που είχα στη βιβλιοθήκη μου και αυτή ήταν κρυμμένη. Δεν ήταν μόνο γιατί μου θύμιζε μια χαμένη αγάπη, αλλά ήταν και ο ποιητής και το ποίημά του. Τα δάκρυά μου στέγνωσαν και παρηγορήθηκα αρκετά γρήγορα σε άλλες αγκαλιές, έμαθα να φιλώ, γαλλικά φιλιά, και έμαθα ότι τα παιδιά δεν βγαίνουν από την κοιλιά, όταν ξεδιπλώνεται ο αφαλός, αλλά από αλλού, και μπήκα και στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλοσοφική Σχολή, με την πρώτη και σε καλή σειρά, αλλά σπούδασα σε άλλες φιλοσοφικές σχολές και τις συνέκρινα με τη μικρή εμπειρία που είχα από το Αθήνησι και ανατρίχιαζα. Είχα καθηγητές που με είχαν σαν παιδί τους και με φρόντιζαν και με τάιζαν μπριζόλες, όταν με έβλεπαν χλωμή, ή ζεστό τσάι, όταν έκανε κρύο, όχι για να τους κουβαλώ τη τσάντα και να τους σβήνω το πίνακα. Και έγινα φιλόλογος;
Τον έβλεπα αραιά και σπάνια πια, ήμουν σε άλλο πανεπιστήμιο, κυκλοφορούσα σε άλλους κύκλους. Έναν χειμώνα μόνο, όταν ήμουν πρωτοετής, με κάλεσε να συμμετάσχω σε μια «αναγνωστική ομάδα» φοιτητών που είχε συγκροτήσει με άλλους συμφοιτητές του. Μαζεύονταν μια φορά τη βδομάδα και συζητούσαν διάφορα φιλολογικά προβλήματα. Θυμάμαι στην ομάδα τον Φώντα Κονδύλη, πάει κι αυτός, την Ηώ Κωνσταντοπούλου, την τόσο αδικοχαμένη, την Πόλυ Μηλιώρη και την αδελφή της, στο σπίτι τους ήταν η συγκέντρωση, και μερικούς άλλους που δεν θυμάμαι το όνομά τους. Με ρώτησαν κι εμένα με τι ασχολούμαι. Με τι να ασχοληθώ; Γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, που ήταν μια αίθουσα όλη κι όλη τον Νοέμβρη, άντε να είχαμε κάνει δυο με τρεις βδομάδες παραδόσεις, και τότε έρχονταν Χριστούγεννα. Πού έμενε καιρός να ασχοληθώ και να ερευνήσω; Τους είπα κάτι μέσες άκρες, πόσο θα με ενδιέφερε να έβλεπα πώς εξελίχτηκε η δημοτική μέσα από τις γραμματικές του 14ου και 15ου αιώνα. Εκείνος ενθουσιάστηκε. Μετά πιάσαμε μια συζήτηση για το πώς πρέπει να προφέρουμε και να γράφουμε τα ξενόγλωσσα ονόματα στα ελληνικά· π.χ. ο Gœthe θα πρέπει να προφέρεται με κλειστό το οe ή ελληνιστί Γκαίτε και γιατί όχι Γκέτε; Έγινε καυγάς τρικούβερτος και αναχωρήσαμε για να λυθεί το πρόβλημα στην επόμενη συνεδρία. Για μένα άλλη συνεδρία δεν υπήρξε και δεν έμαθα πώς να προφέρω τον Gœthe. Ύστερα πήγα σε άλλες χώρες, κι εκείνος πήγε στην Ιταλία. Θυμάμαι πόσο κακόγουστο μου φάνηκε όταν είδα δημοσιευμένη μια αγγελία στα κοινωνικά μιας εφημερίδας, σύμφωνα με την οποία γιαγιά και μητέρα τον συγχαίρανε που έγινε καθηγητής νεοελληνικών στο Lecce. Ώστε τα είχε καταφέρει και είχε πάει στην Ιταλία και ζούσε σε μια μικρή ιταλική επαρχιακή πόλη του Νότου, παρ’ ότι τα φιλμ της Κλαούντια Καρντινάλε διαδραματίζονταν σε πόλεις του βορρά! Αραιά και πού τον έβλεπα στη Γεννάδειο, διέκοπτε τη μελέτη του όταν με έβλεπε και βγαίναμε έξω, αγκαλιαζόμαστε και ανταλλάσσαμε τα νέα μας. Με ρωτούσε πάντα τι μελετούσα, θυμόταν τις γραμματικές μου. Του είπα για το φιάσκο μου, όταν μίλησα γι’ αυτές στο M.I.T., το γλωσσολογικό άντρο του Chomsky, εγώ προσπαθούσα να αρθρώσω κάτι για εξελικτική γλωσσολογία. Εκείνος μου είπε: «Α, θα έπρεπε να ερχόσουν στη Ρώμη, να πήγαινες στην Παπική Βιβλιοθήκη, στο Pontificio Instituto Orientale, να έβλεπες τα αρχεία του Κολεγίου του Αγίου Αθανασίου». Τον κοίταζα λες και μου έλεγε εξωπραγματικές κουβέντες, να ταξιδέψω στον Άρη. Εγώ στη Ρώμη! Και πού θα άφηνα τα παιδιά μου, τον άντρα μου; Με μεμφόταν όταν έβλεπε ότι δεν είχα δημοσιεύσεις. Ναι, καλά, σκεφτόμουν, και πότε θα μαγειρέψω, εγώ δεν έχω καμία κυρία Κατίνα στο σπίτι να μου μαγειρεύει νόστιμα φαγητά, και μάλιστα μουσακά στη γάστρα, ή γιαγιά να μου μαντάρει τις κάλτσες. Πότε θα δουλέψω για να ζήσουμε, τα αγόρια μεγαλώνουν γρήγορα και θέλουν παντελόνια τζιν, παπούτσια μάρκας και ποδήλατα, και εμείς δεν έχουμε ρίζες ελιών ή ό,τι άλλο για να τσακίσουμε. Με ρωτούσε για τη «διατριβή» μου. «Μα γι’ αυτό είμαι εδώ, του έλεγα, όποτε βρίσκω λίγη ώρα στις διακοπές μου, τις περνώ σε βιβλιοθήκες. Άλλοι κάνουν διακοπές και άλλοι διατριβές». Καμιά φορά με άφηνε και έφευγε τρέχοντας, γιατί είχε να πάει να συναντήσει κάποιον παλαιοβιβλιοπώλη, που του είχε βρει αυτό το σπάνιο βιβλίο ή τη δεύτερη έκδοση εκείνου του βιβλίου, από το οποίο είχε την πρώτη και την τρίτη έκδοση, και αποχωριζόμαστε στα σκαλιά της Γενναδείου. Θυμόμουν τα πείσματα που έκανε παλιά στη μητέρα του για να του αγοράσει πανάκριβα βιβλία, νομίζω ότι είχε φτάσει να κάνει «απεργία πείνας», ώσπου να πείσει τη μάνα του να πουλήσει κάτι ρίζες ελιών, νομίζω, για να του αγοράσει την «Patrologia Graeca» του Migne, την οποία δεν είχαν καλά καλά όλες οι βιβλιοθήκες σε πλήρη σειρά. Εκείνος τη βρήκε και την ήθελε όλη δικιά του. Την τελευταία φορά που θυμάμαι ότι τον είδα ήταν το καλοκαίρι αυτού που ιστορικά ονομάστηκε «το βρώμικο ’89». Πάλι τα λέγαμε στα σκαλιά της Γενναδείου, αλλά ήταν αναπόφευκτο εκείνη τη φορά να μη μιλήσουμε για πολιτική. Του είπα την απογοήτευση που ένιωθα για τη χώρα μας και του είπα τους στίχους του Καβάφη: σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς του / αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα. Εκείνος μου είπε ότι συχνάζει στη Λέσχη των Φιλελευθέρων, όχι των Φιλελευθέρων της Ένωσης Κέντρου ή του Ζίγδη αλλά των αυθεντικών φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου, και να τον επισκεφτώ εκεί και να καθίσω στις βαθιές πολυθρόνες της, εκεί όπου είχε καθίσει ο μέγας Βενιζέλος, και να πάρω δύναμη από κει. Ανταλλάξαμε διευθύνσεις και του έστειλα μια κάρτα σε κάποια Vialle, Via Veios (;) στη Ρώμη. Αλλά ποτέ δεν πήρα απάντηση και ούτε ξέρω καν αν είχε διαβάσει την κάρτα μου. Από έναν κοινό φίλο της πρώην παρέας έμαθα για τον αρραβώνα του με την κοντεσσίνα τάδε και τον ονειρεμένο γάμο τους στην κατεντράλε του Παλέρμο, νομίζω. Για το ολόλευκο νυφικό που φορούσε η νύφη. Αλλά ύστερα έμαθα ότι ο γάμος ακυρώθηκε μετά από λίγο καιρό, ως μήποτε γενόμενος, μια από τις δικαιολογίες που δέχεται η καθολική εκκλησία για να δώσει διαζύγιο. Και η νύφη έμεινε παρθένος με το ολόλευκο νυφικό της. Αλλά ποιος ξέρει, όλες αυτές οι ιστορίες της καθολικής εκκλησίας είναι για ρομαντικά μυθιστορήματα.
Έζησα και γνώρισα άλλες μεγάλες βιβλιοθήκες. Δούλευα σε μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, όπου το πανεπιστήμιο ήταν αρκετά γνωστό για τις σχολές και την έρευνα που γίνονταν στις βιολογικές επιστήμες και στα πετρέλαια, αλλά ήταν εξαιρετικά φτωχό στις κλασικές και νεοελληνικές σπουδές (να μην πω ότι το τμήμα των Classics άλλαξε όνομα, γιατί πολύς κόσμος τηλεφωνούσε στη γραμματέα του και ζητούσε τραγούδια Classics Rock). Στα διαλείμματα της δουλειάς, για παρηγοριά, ανέβαινα στον όροφο των κλασικών κειμένων και έβλεπα τα ράφια με την Patrologia Graeca του Migne και αναρωτιόμουν αν είχε στην κατοχή του όλη τη σειρά της, όπως και το Πανεπιστήμιό μου. Άλλες φορές άνοιγα τον Κατάλογο των βιβλίων της Γενναδείου και διάβαζα τα δελτία της βιβλιοθήκης και μου έρχονταν στις αισθήσεις μου η μυρωδιά της παρκετίνης του αναγνωστηρίου, η μυρωδιά του ιδρώτα του καλοκαιριού, τα λουλακιά μαλλιά της Ευριδίκης Δημητρακοπούλου ή η ψιλόλιγνη μορφή του Francis R. Walton, και κάπου η δική του ψιλόλιγνη μορφή να μου χαμογελά, να βάζει το χέρι στο στόμα υποδηλώνοντας ότι επιβάλλεται σιωπή στη βιβλιοθήκη, ή θυμάμαι την κίνηση του χεριού του για να βγούμε στην αυλή και να ανταλλάξουμε τα νέα μας. Έβλεπα έξω από το παράθυρο το χιόνι να πέφτει σταθερά και συνειδητοποιούσα ότι το διάλειμμά μου είχε τελειώσει κι επέστρεφα στο εργασιακό μου πόστο. Μετά την «έρημο των Τατάρων» βρέθηκα στον παράδεισο των βιβλιοθηκών. Η Widener Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Harvard είναι μια από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του κόσμου, ίσως εκείνος να την σνομπάριζε με τα τόσα εκατομμύρια βιβλία που είχε στα ράφια της· τη Lamond, τη βιβλιοθήκη με τα βιβλία που χρειάζονταν οι φοιτητές, είμαι σίγουρη ότι θα την προσπερνούσε απαξιωτικά· αλλά η Houghton, που είχε μόνο πρώτες εκδόσεις, σπάνια βιβλία και χειρόγραφα, είμαι σίγουρη ότι θα τον εντυπωσίαζε. Εκεί επιτρεπόταν στους αναγνώστες να χρησιμοποιήσουν μόνο μολύβι. Πολλά βιβλία για να τα αγγίξουμε έπρεπε να βάζουμε βαμβακερά γάντια, οι γραφομηχανές στις οποίες κρατούσαμε σημειώσεις ήταν ειδικές, άηχες! Μια φορά η Eύρω Layton, βιβλιοθηκάριος μέγιστης κλάσης, ήρθε επί τούτου από τη Νέα Υόρκη στο Κέιμπριτζ της Βοστόνης, για να ξεναγήσει τον Γ. Π. Σαββίδη στους θησαυρούς της βιβλιοθήκης. Ο Γ. Π. Σ. με πήρε για παρέα για να δω τη βιβλιοθήκη. Τα σάλια μου έτρεχαν: ειδικοί θάλαμοι με ελεγχόμενη θερμοκρασία και υγρασία για τη σωστή διατήρηση των βιβλίων, ειδικά «χρηματοκιβώτια» για τη φύλαξη σπάνιων εγγράφων και εκδόσεων, συζήτηση για το πώς θα προστατευτούν οι σελίδες των βιβλίων από την όξινη βροχή, ειδικές καλλιέργειες παπύρων για τη διατήρηση και αναστήλωση παπυρικών κειμένων. Σκεφτόμουν ότι θα εντυπωσιάζονταν κι Εκείνος από αυτούς τους θησαυρούς, ή θα έλεγε: «Μα εγώ έχω στη βιβλιοθήκη του σπιτιού, π.χ., την έκδοση του Περραιβού για την Ιστορία του Σουλίου, και του 1803 και του 1815 και του 1857, ενώ εσάς κάτι σας λείπει». Καμιά φορά, όταν ετοίμαζα τις παραδόσεις μου, σκεφτόμουν τον τρόπο με τον οποίο Εκείνος οργάνωνε τις παραδόσεις του για τους φοιτητές του. Τριανταφυλλοδοποιούσε απλοποιώντας γλωσσικά τον Καβάφη για να τον διδάξει, ή οι φοιτητές του ήταν τόσο καλοδιδαγμένοι που δεν χρειάζονταν γλωσσικές απλοποιήσεις, όπως έκανα εγώ; Είχε ονειρευτεί ποτέ ότι οι μαθητές του θα διαχειρίζονταν κείμενα του Παπαδιαμάντη χωρίς τη βοήθεια μιας μετάφρασης ή μεταγλώτισσης; Να κατανοήσουν μεσαιωνικά νεοελληνικά κείμενα, φαντάζομαι ότι θα ήταν όνειρο απατηλό, για τους φοιτητές μου σίγουρα. Πώς διδάσκεις νεοελληνικά στη Βόρεια Αμερική και πώς στη Νότια Ιταλία; Αλλά αυτές ήταν ερωτήσεις τις οποίες άφηναν αναπάντητες η ρουτίνα και η τρεχάλα της καθημερινότητας.
Ύστερα από χρόνια με είχε καλέσει για δείπνο στο σπίτι του ένας παλιός συμφοιτητής μου, αυτός που ανήγγειλε δυο χρόνια αργότερα και τον θάνατό του. Μιλούσαμε για εκδοτικά προβλήματα, πρώτες εκδόσεις βιβλίων, τέτοια φιλολογικά πράγματα. Και τους είπα την ιστορία της πρώτης έκδοσης του Επιτάφιου του Ρίτσου, την οποία είχα δωρίσει τρία χρόνια νωρίτερα στη βιβλιοθήκη σπάνιων βιβλίων και χειρογράφων Houghton του Πανεπιστημίου του Harvard, στη μνήμη του κοινού δασκάλου μας του Γ. Π. Σαββίδη (και του οικοδεσπότη και εμού). Καθώς μιλούσαμε για κοινούς φίλους και γνωστούς, ανακάλυψα ότι γνωρίζονταν με την «παλιά αγάπη» μου και τη βιβλιοθηκάριο που παρέλαβε τον Επιτάφιο. Μάλλον θα ήταν ένα από τα τελευταία βιβλία που θα είχε καταλογογραφήσει, γιατί σχεδόν τρεις βδομάδες αργότερα η κόρη της μου έγραψε για να μου αναγγείλει τον θάνατο της Εύρω Layton, που πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή. Πόσο μου είχε κοστίσει αυτός ο θάνατος, αλλά και πόσο το χάρηκα που αυτό το βιβλίο είχε περάσει από τα χέρια της! Η κόρη της μου έγραψε ότι αυτό το βιβλίο ήταν μια από τις τελευταίες χαρές της ζωής της και ότι χάρηκε πολύ που το έπιασε και το τοποθέτησε στα ράφια της βιβλιοθήκης.
Δυο χρόνια αργότερα, βρισκόμουν σε ένα συνέδριο στην alma mater μου. Η κούραση του συνεδρίου είχε αρχίσει να κάθεται πάνω μου, καθώς ήμουν σε ένα αμφιθέατρο τίγκα στον κόσμο, μέχρι και όρθιοι υπήρχαν στους διαδρόμους, που ήρθαν να ακούσουν τον οικοδεσπότη μου, πρώτο φιλολογικό όνομα, να μιλήσει για τα ζευγάρια Βούδας - Διόνυσος, Καζαντζάκης - Σικελιανός. Κατάφερα να βρω μια θέση στην τελευταία σειρά της αίθουσας· καθόμουν δίπλα σε άλλους παλιούς και αγαπητούς φίλους, ενώ από την άλλη πλευρά κάθονταν αντιπαθητικά σε μένα πρόσωπα. Ο ομιλητής άρχισε με μια εισαγωγή στην οποία έλεγε ότι θα ήθελε να αφιερώσει την ομιλία του στη μνήμη ενός διάσημου μα παραγνωρισμένου νεοελληνιστή, που πέθανε λίγους μήνες νωρίτερα, δεν ήταν απολύτως σίγουρος πότε ακριβώς, μόνος του στην Ιταλία· και ότι καταγόταν από τη Λέσβο και ήταν γόνος μιας φιλολογικής οικογένειας, σαν Εκείνον σκέφτηκα, και αμέσως μετά άκουσα το όνομά του: Δημήτρης Κίμωνος Μιχαηλίδης. Αυτόματα μια κραυγή οδύνης και σπαραγμού βγήκε από μέσα μου. Μερικοί από το αμφιθέατρο γύρισαν να κοιτάξουν από πού βγήκε αυτή η κραυγή, δεν ήξεραν τι συμβαίνει. Δεν είναι δυνατόν Εκείνος να είναι νεκρός, να έχει πεθάνει έτσι μόνος σε ξένο τόπο. Από τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν σιωπηλά δάκρυα. Ήθελα να βγω από την αίθουσα και να πάω να τον κλάψω, να τον θρηνήσω, να τον μοιρολογήσω. Μόνος. Στη Ρώμη. Πού θάφτηκε, σε ποιο κοιμητήριο είναι θαμμένος; Κάπου στη Ρώμη, όπου τους μη καθολικούς τους θάβουν extra muris, όπως έγινε με τον Σέλλεϋ, που το όνομά του γράφτηκε στο νερό; Πόσοι μέσα σ’ αυτή την αίθουσα είχαν ακούσει το όνομά του, ήξεραν τη δουλειά του; Μόνο εγώ ήξερα τι σήμαινε για μένα. Τα διπλανά φιλικά κι αντιπαθητικά πρόσωπα έβλεπαν τα δάκρυά μου να τρέχουν, χωρίς να ξέρουν τι να υποθέσουν. Μου ήταν αδύνατον να συγκεντρωθώ και να ακούσω την ομιλία. Ήταν ο τρίτος παρεπίδημος νεοελληνιστής τον οποίον γνώριζα, και πέθαινε σε ξένα χώματα. Ο πρώτος ήταν ο Μάνος Μοσχονάς, αυτός έπαθε καρδιακή προσβολή όταν εργαζόταν στις Βρυξέλλες και έμεινε στον τόπο, μπαμ και κάτω. Δεν ξέρω πού βρίσκεται θαμμένος, δεν γνωρίζω ούτε την ακριβή ημερομηνία του θανάτου του. Η άλλη ήταν το μοναχικότερο πρόσωπο που γνώρισα στη ζωή μου, η Σοφία Σκοπετέα· πήγε από έναν ξεγυρισμένο καρκίνο στο τσάκα τσάκα. Πέθανε μόνη σε ένα νοσοκομείο στην Κοπεγχάγη. Την θάψαμε δίπλα στην αγαπημένη της αδελφή, φάγαμε τα κόλλυβά της τα οποία ετοίμαμσε μια άλλη φίλη, και είπαμε το: Θεός σχωρέσ’ την. Τώρα Εκείνος. Τα σιωπηλά δάκρυα εξακολουθούσαν να τρέχουν, προσπάθησα να συγκεντρωθώ στην ομιλία, αλλά άκουγα πράγματα για άλλα λογοτεχνικά ζευγάρια, αυτός ο ευλογημένος ομιλητής, όταν τον πιάσει η φόρα της παραπομπής, δεν αφήνει τίποτε όρθιο, πώς δεν ανέφερε και το κινηματογραφικό ζευγάρι του Χοντρού και του Λιγνού!
Αργότερα έμαθα λεπτομέρειες: Ένας φίλος του ιησουίτης έγραψε ότι πέθανε μάλλον από κατάθλιψη, ύστερα από τον θάνατο της μητέρας του. Ίσως υπονοούσε ότι πήρε μεγαλύτερη δόση από τα χάπια του, δεν μπορώ να καταλάβω, αλλά και τι σημασία έχει πια. Κοιμήθηκε, ο πόνος και η μοναξιά του σταμάτησαν. Σε μένα έμεινε η ανάμνησή του. Έμαθα ότι μια ξαδέλφη του, που έμενε κι εκείνη στη Ρώμη, δώρισε τη βιβλιοθήκη του στο Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης. Δεν ξέρω τι απέγινε το αρχείο του ή αυτό του πατέρα του. Είχε στην κατοχή του και το αρχείο του Εφταλιώτη, ούτε γι’ αυτό γνωρίζω. Πάντως, κάπου λυπάμαι αυτή την ξαδέλφη, που είχε να αδειάσει ένα διαμέρισμα γεμάτο βιβλία. Ίσως, αν αποφάσιζε να τα μεταφέρει στην Ελλάδα, το κόστος της μεταφοράς να ήταν απαγορευτικό. Έψαξα να βρω τις δημοσιεύσεις του. Βρήκα ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη έχει μερικά έργα του και κάπου αποδίδει ορισμένα από αυτά σε έναν άλλο Δημήτριο Μιχαηλίδη, που γεννήθηκε το 1922! Καλά την αποκαλώ Αντεθνική Βιβλιοθήκη. Η Γεννάδειος είχε μόνο μια δημοσίευσή του. Σε μια βιβλιογραφία μεσαιωνικών κειμένων βρίσκω κάπου δώδεκα δικές του δημοσιεύσεις. Ψάχνω για τη διατριβή του, πουθενά. Συμπτωματικά βρίσκω έναν παλιό συμφοιτητή του, ο οποίος του έκλεψε την αντικαταστάτριά μου και της έγραψε υπέροχα ποιήματα, και τον ρωτώ για τη διατριβή του. «Μα ποτέ δεν έκανε διατριβή» μου λέει «δεν ξέρετε ότι στη Ιταλία κάποιος μπορεί να γίνει καθηγητής χωρίς διατριβή, μόνο με την πτυχιακή του εργασία, τη δάφνη (laurea) του;» Και τότε γιατί με κυνηγούσε εμένα για το πότε θα γράψω τη διατριβή μου; Και τι δίκιο που είχε ο καλός μου Λίνος Πολίτης, ο τόσο προσεχτικός με τους τίτλους, όταν είχε αναγγείλει στα Ελληνικά ότι ο φιλόλογος Δημήτριος Μιχαηλίδης θα επιμεληθεί την έκδοση του Θανατικού της Ρόδου, της Ριμάδας κόρης και νιου και του Τζαμπλάκου, χωρίς την ένδειξη δ.φ.! Και πόσο αισιόδοξος ήταν Εκείνος για το ότι θα μπορούσε να επιμεληθεί τρία κείμενα, όταν η ευθύνη για μια και μοναδική έκδοση ενός έργου θα τον τσάκιζε! Βλέπω τις δημοσιεύσεις του, δεν ξεπερνούν ούτε τις εκατό σελίδες. Χαμογελώ με το άρθρο του «Trois notules sur des Saints de Lesbos»· πώς θα σχολίαζε τους νεοφανείς αγίους της Λέσβου, τον Άγιο Ραφαήλ και την οικογένεια του και το μοναστήρι-προσκύνημα-πανηγυράκι-κόβουμε μονέδα στο νησί του; Θα μας προέτρεπε να πάμε να προσκυνήσουμε και να πηγαίνουμε στον εσπερινό; Ή θα σχολίαζε δηκτικά την όλη κατάσταση;
Μού ήταν αδιανόητο να μην μπορώ να βρω κάποιο βιβλίο του· στις δημοσιεύσεις του εύρισκα μεγάλα χρονικά κενά· βρήκα πολλές μεταξύ 1970 και 1972, ύστερα σιωπή, κατόπιν κάτι το 1990. Καλά έγραψε γι’ αυτόν ένας ιησουίτης μοναχός που τον γνώριζε στη Ρώμη ότι ήταν «σοφός, σεμνός και μετρημένος επιστήμονας» και ότι «non scripsit multa, sed multum», αλλά δεν το πίστευα. Πήγα στην Αντεθνική Βιβλιοθήκη να επιβεβαιώσω ότι οι δημοσιεύσεις του ήταν ανάτυπα από άρθρα σε περιοδικά, όπως υποψιαζόμαστε, κι όχι βιβλία του. Και έτσι ήταν. Αν καταλογογραφούσα τέτοια ανάτυπα, θα ήμουν έξω από την πόρτα της βιβλιοθήκης χωρίς δεύτερη σκέψη, ούτε συνδικάτο ούτε γνωριμίες θα έσωζαν τη δουλειά μου. Ένα κρύο μεσημέρι του Νοεμβρίου κατέβαινα θλιμμένη και στενοχωρημένη τα μαρμάρινα σκαλοπάτια της Αντεθνικής Βιβλιοθήκης, κουτσουλισμένα από τα περιστέρια που την περιτριγυρίζουν· τόση μελέτη, τόσος κόπος για τόσο λίγο, καλό, άριστο αλλά λίγο. Αχ, αχ, έλεγα, να ήταν η ζωή μας ίσια, γιατί, γιατί – και δεν πρόσεξα αμέσως ένα παλικάρι σαν τα κρύα τα νερά διπλωμένο στα δυο κάτω στα σκαλοπάτια, να έχει γίνει ένα με τις κουτσουλιές των περιστεριών και να έχει μπηγμένη στο λαιμό του μια σύριγγα. Τρόμαξα και ξαφνιάστηκα από αυτή τη διπλωμένη στα δυο σπαταλημένη ζωή, με έβγαλε από τον ελεφάντινό μου πύργο, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να τη σώσω. Αχ, βρε Δημήτρη, τι μου έκανες.
Από τη βιβλιογραφία Michael Jeffreys & Βίκη Δουλαβέρα, Πρώιμη νεοελληνική λογοτεχνία γενική βιβλιογραφία (4000 λήμματα) 1100-1700 = Early Modern Greek Literature General Bibliography (4000 items) Sidney, University of Sydney. Department of Modern Greek, 1988 σ. 248. Αντιγράφω τα λήμματα που αφορούν το έργο του Δημήτρη Κ. Μιχαηλίδη:
Δ. Κ. Μιχαηλίδης «Η μορφή του Παλαμήδη στη Μεσαιωνική μας λογοτεχνία», Παρνασσός 11 (1969) 281-287.
Δ. Κ. Μιχαηλίδης «Φιλολογικές παρατηρήσεις σε παλαιότερα κείμενα», Ελληνικά 23 (1970) 331-337.
Δημήτριος Μιχαηλίδης, «Ματθαίος Μυρέων και Πωρικολόγος», Παρνασσός 12 (1970) 121-123.
Δημήτριος Μιχαηλίδης, «Τρία μεταβυζαντινά στιχουργήματα από χειρόγραφα του Αγίου Όρους» , Κείμενα και Μελέται Νεοελληνικής Φιλολογίας 67, Αθήνα 1970.
Δ. Κ. Μιχαηλίδης, «Βιβλιογραφικό σημείωμα για τον Ανδρόνικο Νούκιο», Ο Ερανιστής 8 (1970) 220-222.
Δ. Κ. Μιχαηλίδης, «Παρατηρήσεις στο Θανατικό της Ρόδου» Δωδεκανησιακόν Αρχείον 5 (1970) 81-90.
D. Michailidis «Trois Notules sur des Saints de Lesbos», Extrait du tome 89, fasc. 1-2 Analecta Bollandiana, Revue Critiques d’ Hagiographie tome 89 fasc. 1-2 1971, p. [145]-147. Και ανάτυπο στην Εθνική Βιβλιοθήκη με υπογραφή D. Michailidis Athènes. Το άρθρο αυτό δεν περιλαμβάνεται στην Πρώιμη Νεοελληνική λογοτεχνία.
Demetrio Michailidis, «Palamedes Rediens. La fortuna di Palamede nel Medioevo Ellenico», Estratto da Rivista di Studi Bizantini e Neoellenici N.S. 8-9 (XVIII-XIX) Roma 1971-1972. σ. [261]-280 + 3 πίνακες. Και ανάτυπο (estrato) στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Δ. Κ. Μιχαηλίδης, «Ανέκδοτοι στίχοι κατά αμαθείας» (Κωδ. Arch. S. Pietro C152 [έτ. 1620] φ. 203v) Ελληνικά 25 (1972) 103-108.
D. K. Michailidis, «Un lament indedito sulla caduta di Constantinopoli (Cod. Alexandr. Bibl. Part. 30 [361] ff. 149mv- 150m», Byzantinische Zeitschrift Sonderdruck aus Band 65/1972 p. [303]-326, Tafel I, Tafel II. Και ανάτυπο (Sonderdruck) στην Εθνική Βιβλιοθήκη με υπογραφή D. Michailidis/Athen.
D. K. Michailidis, «Il modello italiano della Ιστορία της Σωσάννης di Marco Defaranas», Italia e Grecia: due culture a confront, III Convegno Nazionale di Studi Neogreci (Palermo-Catania 1989) (Quaderni dell’ Istituto di Filologia Greca dell’ Università di Palermo 21), Palermo, 157-167.
Dimitris K. Michailidis «Νέες Χρονολογήσεις μεσαιωνικών δημωδών κειμένων», Origini della letteratura neogreca. Atti del Secondo Congresso Internazionale “Neograeca Medii Aevi” (Venezia 1991) a cura di Nicolaos M. Panayotakis. Biblioteca dell’ Istituto Ellenico di Studi Bizantini e Postbizantini di Venazia 15, Venice vol. 2, 148-155.
5 Δεκεμβρίου 2011, ετήσιο μνημόσυνο
Μιχαήλα Καραμπίνη-Ιατρού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου