Μια αδημοσίευτη εργασία του Σάββα Χρίστη
για τον Βασίλη Μιχαηλίδη
Τον Ιούλιο του 1940, με αφορμή την επέτειο της 9ης Ιουλίου 1821, ο
δημοτικιστής και λόγιος Σάββας Θ. Χρίστης (1887-1973) έγραψε ένα κείμενο για
τον Βασίλη Μιχαηλίδη για να το εκφωνήσει σε θρησκευτικό μνημόσυνο στην Κερύνεια,
αλλά τελικά το διάβασε στις 21 του ίδιου μήνα στο οίκημα της «Φιλοπτώχου
Αδελφότητος Λαπήθου». Λίγο αργότερα, ο Σ. Χρίστης έστειλε το κείμενο της
ομιλίας του στο περιοδικό Κυπριακά
Γράμματα, αλλά δεν δημοσιεύτηκε. Ξέμεινε στο αρχείο του Κώστα Προυσή (το
οποίο κατατέθηκε πρόσφατα στο Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄) και το παρουσιάζουμε εδώ.
Όμως γιατί δεν δημοσιεύτηκε το κείμενο αυτό; Μόλις τότε, τον Αύγουστο του
1940, είχε κυκλοφορήσει το ογκώδες αφιέρωμα των Κυπριακών Γραμμάτων στον Β. Μιχαηλίδη. Εδώ αναδημοσιεύτηκε και η σχετική
μονογραφία του Γ. Λεύκη (Βασίλης
Μιχαηλίδης, ο ποιητής της Κύπρου, 1937), στην οποία βασίστηκε ο Σ. Χρίστης
για να γράψει το κείμενό του (ή ένα μέρος του). Ίσως αυτός να είναι ο πιο
πιθανός λόγος της μη δημοσίευσης. Εξάλλου, στα αμέσως επόμενα τεύχη του ίδιου
περιοδικού περιλήφθηκαν δυο κείμενα του Σ. Χρίστη, με αφορμή το δημοσίευμα του
Τ. Ανθία «Γύρω από τα μνημόσυνα του Βασίλη Μιχαηλίδη», που περιλήφθηκε στο
αφιερωματικό τεύχος (τχ. 62, σσ. 106-109 [=110-113]). Η εκτενής επιστολή του Σ. Χρίστη (τχ. 63, σσ.
246-249) παρουσιάζεται μαζί με απάντηση του Ανθία (τχ. 63, σσ. 249-250) και
ακολουθούν ανταπάντηση του Χρίστη (τχ. 64, σσ. 285-286) και η «τελευταία
απάντηση» του Ανθία (τχ. 64, σσ. 287-288).
Ό,τι και να συμβαίνει, το κείμενο του Σ. Χρίστη παρουσιάζει ενδιαφέρον από
ποικίλες σκοπιές. Ο λόγιος της Κερύνειας, αν και ήταν δηλωμένος θαυμαστής του
Λιπέρτη, δεν διστάζει να ασχοληθεί με την ποίηση του Β. Μιχαηλίδη και να
αναδείξει τη σημασία της. Ανάμεσα σ’ άλλα, ο ομιλητής εξαίρει τη μονογραφία του
Γ. Λεύκη, αλλά εκφράζει την απογοήτευσή του για την «τύχη» του ποιητή Β.
Μιχαηλίδη, από τη στιγμή που το έργο του δεν επανεκδόθηκε, παρά τις εξαγγελίες
του «Συλλόγου των Δώδεκα» και της ομάδας του περιοδικού Αβγή (Λεμεσός, 1924-1925). Επίσης, διαπιστώνει ότι το όνομα του
ποιητή είναι άγνωστο στο ευρύτερο κοινό. Αφού δώσει αρκετά βιογραφικά στοιχεία
του ποιητή, σχολιάζει συνοπτικά το έργο του, διακρίνοντάς το σε πατριωτικό,
ερωτικό και σατιρικό. Ανάμεσα σ’ άλλα, θεωρεί την «Ανεράδα» το κορυφαίο ποίημά
του και τη συνδέει με τα ερωτικά του Αλκαίου και της Σαπφώς, αν και δεν
απορρίπτει την άποψη του Α. Ιντιάνου, που είχε συνδέσει το ποίημα αυτό με την
μπαλάντα του J. Keats «La Belle Dame sans Merci».
Ως δημοτικιστής, ο Σ. Χρίστης κρατά στον λόγο και στο γράψιμό του αρκετούς
ακραίους τύπους του δημοτικισμού ή πλάθει δικές του λέξεις. Στο δακτυλόγραφο
κείμενό του δεν χρησιμοποιεί πουθενά τόνους, παρά μόνο σε μερικές χειρόγραφες
προσθήκες. Εδώ μεταφέρουμε το κείμενο στο μονοτονικό και εκσυγχρονίζουμε την
ορθογραφία του.
Λευτέρης Παπαλεοντίου
*
ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
Δευτερογιούνης 1940
Μπορεί να χτυπάει παράξενα, μα είναι η αλήθεια, όλο αλήθεια, κατάμονη
αλήθεια. Οι χρονιάρες μέρες, οι επέτειες, δεν καθιερωθήκανε και δεν καθιερώνονται
με σκοπό τα περασμένα· κάποιο νήμα τις συνδένει με τούτα· μα το
σημάδι τους είναι τα τωρινά, κι ο σκοπός τους τα μελλούμενα. Αναθυμίζουνε τα
περασμένα στους τωρινούς κι εμπνέουν τη δράση τους. Ο σκοπός τους όμως είναι με
την εμψύχωση άξιων δουλευτάδων να συντελέσουνε μελλοντικά σε απόδοση έργων
αντάξιων με τα περασμένα, αν όχι πιο καλών και πιο άξιων.
Αυτό είναι η σπουδαιότερη σημασία που έχουνε γενικά όλες οι «τιμές» – είτε μνημεία
είτε μνημόσυνα είτε γιορτές – για κατάλληλα περιστατικά, ιστορικά και
συγκαιρινά, γι’ ακουστούς προγόνους, μακρινούς και κοντινούς και γι’ άλλους
δουλευτάδες πνευματικούς προπάντων, μα κι ό,τι άλλους. Σχετικά με το τελευταίο,
πιο αναλυτικά έχω μιλήσει, πέντε χρόνια πριν, στην κερυνειώτικη γιορτή για τα
εβδομηντάχρονα του ενού από τους δυο ποιητές που έχουνε συμμετοχή στα κυπριακά
μνημόσυνα του Δευτερογιούνη, και δε θα ξαναπώ τώρα τα ίδια πράματα.
Για το νησί μας ο Δευτερογιούνης είχε
τρεις μεγάλες επέτειες, για να περιοριστούμε έξω από τους παλιούς καιρούς.
α) Στις 9 του σώθηκαν 119 χρόνια από τότες που η Χώρα, η Λευκωσία, είχε
γίνει μακελειό. Κρεμάστηκε ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, κι οι δεσποτάδες
Χρύσανθος της Πάφου, Μελέτης της Σκάλας και Λαυρέντιος της Κερύνειας και τόσοι
άλλοι προεστοί αποκεφαλιστήκανε. Είναι οι κυπριώτες εθνομάρτυρες του 1821, του
καιρού του Κουτσιούκ Μεχμέτ:
Αντάν αρκέψαν οι κρυφοί ανέμοι κ’ εφυσούσαν,
κι αρκίνησεν εις την Τουρκιάν να κρυφοσυννεφκιάζει,
και ’πού τες τέσσερις μερκές τα νέφη εκουβαλούσαν,1
ώστι να κάμουν τον καιρόν ν’ αρκεύκει να στοιβάζει [...]
Κι αντάν εφάνην η στραπή εις του Μωριά τα μέρη,
κ’ εξάπλωσεν κι ακούστηκεν παντού η πουμπουρκά της,
κι ούλα ξιλαμπρακίσασιν, και θάλασσα και ξέρη [...]
Από κάθε αξιόλογη γωνιά του νησιού είχε μαζέψει τα θύματά του ο απαίσιος
Μουσελλίμ αγάς· κι είναι αρκετό να πει κανείς τ’ όνομά του, για να ξυπνήσει σε
κάθε ελληνική καρδιά τη θύμησή τους, για να φλογίσει κάθε ελληνική καρδιά η
ευχή «ο Θεός μακαρίσει τους». Είναι οι πρώτοι μέτοχοι στα μνημόσυνα του μηνός.
β) Πάλε, μόλις τρία χρόνια σωθήκανε στις 17 του μηνός από τη μέρα που έφυγε
από ανάμεσό μας ο ποιητής των Τζιυπριώτικων
τραουδκιών, ο Δημητράκης Λιπέρτης. Δε θα βρίσκεται, πιστεύω, κανένας στο
σημερινό ακροατήριο που δεν τον έχει ζωγραφισμένο στην καρδιά του, και δεν
αναδεύει στο μυαλό του στίχους και τραγούδια του. Και δε θα βρίσκεται κανένας
που δε νιώθει να ξεπηδάει ολόθερμη από μέσα του η ευχή «ο Θεός μακαρίσει τον». Είναι
ο δεύτερος μέτοχος στα μνημόσυνα, για τη χρονιά τούτη τρίτος.
γ) Κι ακόμα, τρεις μέρες ύστερα από τον ποιητή, έχουμε χάσει τον «άρχοντα
πρωτοψάλτη», το Στυλιανό Χουρμούζιο. Κι είμαι σίγουρος πως όμοια θερμή βγαίνει
απ’ όλες τις καρδιές η ευχή «ο Θεός μακαρίσει τον». Είναι ο τρίτος μέτοχος των
κυπριακών δευτερογιούνικων μνημοσύνων, και τέταρτος για φέτος.
*
Στις τόσο βαριές και τόσο πολύτιμες αυτές επέτειες, χωρίς να επηρεάζεται το
ζήτημα της κατάλληλης μέρας και της κατάλληλης οργάνωσης γι’ άλλες χρονιές,
προστέθηκε αντιπροχτές ακόμα μια, για κάποιον άλλο ποιητή: για το Βασίλη το
Μιχαηλίδη.
Ντρέπομαι, καλοί μου ακροατές, που διακρίνω πως από την ώρα που είδατε την
έκκληση της ομάδας που πρωτοσκέφτηκε το μνημόσυνο του ποιητή τούτου, ή που
είδατε την ειδοποίηση τη δική μας για το μνημόσυνό του, ή που ακούσατε τη
στιγμή τούτη τ’ όνομά του, θ’ αναρωτιέστε τόσο κυπριώτικα, αλίμονο, «πκοιος έν’
τούτος ο Βασίλης Μιχαηλίδης;» Είναι, αλήθεια, δύσκολη κι αποθαρρυντική η
κατάσταση του τόπου μας. Ντρέπομαι για κείνους που ρωτούν ποιος είναι ο
Μιχαηλίδης· μα πιο πολύ ακόμα ντρέπομαι για κείνους που φταίνε για να
χρειάζεται ρώτημα τέτοιο από φιλότιμους Κυπριώτες. Και ντρέπομαι ακόμα πιο
βαθιά, γιατί, ό,τι ελαφρυντικά κι αν μπορεί να βρίσκονται, στο φταίξιμο αυτό
δεν είμαι κι εγώ αμέτοχος και γιατί, μόλο που κατά τα 1924-25 είχε γίνει και
«Σύλλογος των 12»2 με σκοπό το έργο του ποιητή ή καν κάποιο μέρος του, από το φταίξιμο τούτο
μόλις κανένα μονόχερο πρόσωπα θα μπορούνε να είναι απαλλαγμένα σήμερα.
Ένας από τα πρόσωπα τούτα, ο λεμεσιανός ποιητής Γιάννης Λεύκης, κατά το
τέλος της μελέτης του, που την έχει κιόλας εκδώσει (παν τρία χρόνια) σε βιβλίο,
ύστερα από την ιστόρηση του θανάτου του ποιητή, γράφει με πόνο τ’ ακόλουθα
λόγια: «Σε λίγο κάθε ανάμνηση έσβησε. Και γρήγορα, πολύ γρήγορα ξεχάστηκε κι ο τόπος
που τονε θάψανε. Γιατί κανένας δε φρόντισε να μπει ένα σημάδι, ένα μάρμαρο, ένα
ξύλο τουλάχιστο, που να θυμίζει πως
κάπου εκεί θάφτηκε μια από τις μεγαλύτερες δόξες του τόπου αυτού. Ξεχασμένος
όταν ζούσε, ξεχασμένος και τώρα που πέθανε. Ο συγκινημένος θαυμαστής που θα
’ρχότανε μια μέρα από κάπου να του φέρει το θαυμασμό του μαζί με λίγα λουλούδια
στον τάφο του ποιητή μάταια θ’ αναζητούσε το μέρος που δέχτηκε το βασανισμένο
κορμί του. Θα κουραζότανε άδικα. Δε θα ’βρισκε τίποτα. Τίποτα που να το
θυμίζει. Ούτε τάφο, ούτε μνημείο, ούτε πέτρα, ούτε καν τ’ όνομά του σ’ ένα
στενοσόκκακο της Λεμεσού».
Αλίμονο, καλέ μου φίλε, τέτοια είναι ακόμα στον τόπο μας η πιο συνηθισμένη
τύχη των πνευματικών δουλευτάδων. Με σπάνιες εξαιρέσεις, παραγνωρισμένοι όσο
ζούνε, ξεχνιούνται ολότελα σαν πεθάνουνε. Δε βλέπεις και πόσον έγινε ανάγκη να
ξενιτευτούνε, για να μπορέσουνε να βγάλουν το ψωμί τους; Κι όμως τί δεν κάνει
το βροντοφώνημα της αλήθειας κι η ευγενικιά προσπάθεια για τη δικαιοσύνη! Δεν
πέρασαν τρία χρόνια από το ξέσπασμα του πόνου σου, και βλέπω το χαμόγελο ν’
ανθεί στο πρόσωπό σου και να φουντώνει σε χαρά μεγάλη και βαθιά. Τις μέρες
τούτες, νά, ένας από τους δρόμους της Λεμεσού παίρνει τ’ όνομα του ποιητή σου,
γίνεται «οδός» ή «λεωφόρος Βασίλη Μιχαηλίδη». (Αυτός είναι κι ένας από τους
λόγους που δώσανε στο μήνα τούτο την τιμή για το πρώτο μνημόσυνο του ποιητή,
ύστερα από το φιλολογικό μνημόσυνο που του είχατε κάμει «ομάς πολιτών» λίγες
μέρες ύστερα που πέθανε.) Και νά, κάποια ομάδα παρουσιάστηκε αντιπροχτές,
πυρήνας πιο πλατιάς οργάνωσης που δεν μπορεί να λείπεις από τα μέλη της, με
σκοπό την εργασία που χρειάζεται για φροντισμένη έκδοση του ποιητικού έργου και
περισυλλογή και διατήρηση των άλλων του έργων και των θυμημάτων του και για
μνημείο του και γενικά για τη δικαίωσή του, πιο σωστά όμως για την εξάγνιση του
τόπου μας από την αδιαφορία του ώς τα τώρα. Είναι ο δεύτερος μέτοχος των
κυπριακών μνημοσύνων του Δευτερογιούνη για φέτος ο Βασίλης Μιχαηλίδης.
Δεν πρέπει να νομίσει κανείς πως με τη σειρά τούτη αδικιέται ο πιο στενά
δικός μας – ο
Θερμιώτης ή Κερυνειώτης και Σκαλιώτης μα και Λευκωσιάτης – ποιητής, ο Λιπέρτης, με τη σειρά που δώσαμε του Μιχαηλίδη στο μνημόσυνό
μας. Πρώτα πρώτα ο Μιχαηλίδης χρονολογικά βρίσκεται ομπρός από το Λιπέρτη. Κι
είναι αρκετά σημεία που δε θα ήταν αταίριαστο να πει κανείς πως ο Μιχαηλίδης
στάθηκε δάσκαλος για το Λιπέρτη. Μα είναι κι άλλη αιτία: Μια που δεν ήτανε
σωστό να συνεχιστεί η αδιαφορία ύστερα από την έκκληση, και που δεν έμενε
καιρός για πιο μελετημένο μνημόσυνο, και μια που το μνημόσυνό του γίνεται
«καιρόν Δευτερογιούνην», δεν μπορούσε να χωρίσει από κείνο των θυμάτων του
Κουτσιούκ Μεχμέτ. Γιατί ο Μιχαηλίδης έχει ψάλει χωρίς συζήτηση το καλύτερο
μνημόσυνο των κυπριωτών εθνομαρτύρων του 1821 με το ποίημά του «Η 9η Ιουλίου
του 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου)», που την αρχή του σας την έχω δώσει κιόλας
μιλώντας για τους πρώτους μετόχους των μνημοσύνων μας.
*
Με την αντίληψη που έχω φανερώσει στην αρχή για το σκοπό που δουλεύει η
καθιέρωση των επετείων και τα μνημεία, τα μνημόσυνα κι οι γιορτές, η ζωή και το
έργο των προσώπων του μνημόσυνου πρέπει να είναι γνωστά στα κεντρικά τους
σημεία. Με την κατάσταση όμως που υπάρχει στον τόπο μας σχετικά με το Βασίλη
Μιχαηλίδη γίνεται χρέος μου να μην τον αναφέρω μονάχα σαν τ’ άλλα τ’
αντικείμενα των δευτερογιούνικων μνημοσύνων, και να δώσω τις κεντρικές γραμμές
της ζωής του και του έργου (αποκλειστική πηγή μου σχεδόν η μελέτη του Γιάννη
Λεύκη).
Μόλο που φαίνεται να έζησε 39 χρόνια
ο Βασίλης Μιχαηλίδης στη Λεμεσό, τα γεννητικά του είναι από την καρδιά
της Μεσαριάς, το Λευκόνοικο. Στην ενορία που έχει τ’ όνομα της εκκλησίας του
Αγίου Αρχαγγέλου, στον «απάνω μαχαλλά», που βρίσκεται ακόμα το σπίτι που γεννήθηκε
στα 1849 ή στο 1853· και πιστεύω πως η οργάνωση για τη δικαίωση του ποιητή θα
φροντίσει να κάμει ό,τι μπορεί απ’ όσα γίνονται αλλού σε τέτοιες περιστάσεις.
Ήταν ανεψιοπαίδι του Γιάννη του Οικονομίδη, που έγινε ύστερα κληρικός με τ’
όνομα Κυπριανός, κι έγινε σχολάρχης στο σχολείο που είχε ιδρύσει ο άλλος
Κυπριανός, ο πρώτος εθνομάρτυρας των μνημοσύνων μας, στον τόπο που είναι τώρα
το Γυμνάσιο το «Παγκύπριο», κι αργότερα μητροπολίτης Κιτίου, κι ύστερα από την
εγγλέζικη κατοχή βουλευτής στο Νομοθετικό Συμβούλιο του τόπου.
Η συγγένεια τούτη έδωσε στο Μιχαηλίδη την ευκαιρία να ζήσει στη Λευκωσία
και στο Λάρνακα. Στη Λευκωσία πήρε αρχές ζωγραφικής με τον τύπο της
αγιογραφίας, που στάθηκε το πρώτο του καλλιτεχνικό μεράκαι. Μαζί όμως
συναντήθηκε με κάποιο ξενικό συνόκαιρό του, που έγινε ο ποιητής κι ο πατέρας
της ελληνικής διηγηματογραφίας, το Γιώργο Βιζυηνό. Στο Λάρνακα ζούσε κι αυτός
στη μητρόπολη με τον υπάλληλο της «περιποίησης» Παναγιώτη Βασιλειάδη, που με
τον καιρό έγινε μητροπολίτης δικός μας, το «Κυριλλούδιν», κι ο τελευταίος
αρχιεπίσκοπος. Αξίζει όμως να προσεχτεί πως εκεί συχνά πήγαινε στο γειτονικό
σπίτι της «Κοκονούς», της μητέρας του άλλου ποιητή των κυπριώτικων μνημοσύνων,
του Λιπέρτη, που ήταν παιδί ακόμα. (Τί όμορφη σύμπτωση, αλήθεια, να σχετίζεται
τόσο καλά ο παραγνωρισμένος ποιητής μας με όλα τα πρόσωπα του μνημοσύνου μας.)
Εκεί γνώρισε ακόμα και δυο ποιητές: το Γαλλοκύπριο Γουσταύο Λαφών και το
Θεμιστοκλή Θεοχαρίδη, πρώτο εκδότη της εφημερίδας που σήμερα είναι η Νέα Φωνή της Κύπρου. Εκεί όμως ένιωσε
και την πρώτη δυνατή σαϊτιά του φτερωτού θεού για κάποια όμορφη κοπέλλα και
μορφωμένη.
Η μόρφωση στάθηκε πάντα ο μεγάλος καημός του Μιχαηλίδη. Τα γράμματα που
ήταν τον καιρό εκείνο να μάθει στο χωριό του, τα παπαδίστικα, και δεν του
δόθηκε ευκαιρία να τα συμπληρώσει παρά μόνο με τις γνώσεις που άρπαζε αχόρταγα
στη ζωή του απ’ όπου λάχαινε, είτε από βιβλία είτε απ’ ομιλίες είτε από
κουβέντες. Τα καλλιτεχνικά του μεράκια, δυστυχώς, δεν τα συμπαθούσε ο θείος του
για να τονε βοηθήσει. Κάποτες τον έστειλε στην Ιταλία για τη ζωγραφική. Μα το
έκαμε μονάχα για να τονε βγάλει από το κεφάλι του, και τα λεφτά που του έδωσε
μπορεί κανείς να πει πως μόλις ήσαν αρκετά για τα ναύλα. Για τούτο αναγκάστηκε
σύντομα από εκεί να πάει στην Ελλάδα, με την ευκαιρία που είχε δώσει το
ελληνικό κίνημα για τη Θεσσαλία. Κι ύστερα, σαν πήρε η Αγγλία τον τόπο της
Τουρκίας εδώ, γύρισε στον τόπο κι εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό για πάντα· πρώτα
στη μητρόπολη, μια σύντομα έξω, με δουλειά δημοτικού υπαλλήλου, στον κλάδο
νοσοκόμος – ήτανε
σα δημοτικό ίδρυμα τότες το Νοσοκομείο της Λεμεσού – κι επόπτης του σφαγείου,
κι αργότερα στον πρώτο μονάχα, τελευταία όμως σε κάποιον άλλο τόσο αταίριαστο
για τον ποιητή, που ντραπήκανε να τον πούνε με τ’ όνομά του και τον αναφέρανε
για «εργασία σχετικά με την υγείαν της πόλεως, ως απολύμανσιν οικιών κλπ.».
Η φτώχεια, βοηθώντας κι η συνηθισμένη
για κάποια πράματα σφιχτοχεριά των δημοτικών συμβουλίων, του στάθηκε πάντα η
πιστή κι αχώριστη συντρόφισσα ώς την ώρα της 26/9 του Δεκέβρη του 1917 που, «ένα Σαββάτο βράδυ, μια Κυριακή πρωί» και
τούτος, όπως κι ο Λιπέρτης, αποχαιρέτισε τον κόσμο. Για να συμπληρώσω τις αδρές
γραμμές της ζωής του ποιητή, πρέπει να προστέσω πως μια αισθηματική αποτυχία
τον είχε ρίψει με τα μούτρα στο πιοτό, που έγινε η αιτία να παυτεί από
νοσοκόμος κι αργότερα από κάθε δημοτική δουλειά και να κλειστεί στο
Φτωχοκομείο, που πέθανε κιόλας, στο χτίριο που είχε άλλοτες δουλέψει νοσοκόμος
και που στο τελευταίο δέκαχρονο γκρεμίστηκε για να γίνουν τα Δημοτικά Λουτρά
της πόλης εκείνης.
Κι όμως ο άνθρωπος αυτός, με τα φυσικά του τα χαρίσματα μονάχα πολεμώντας
την αμορφωσιά και την υλική κακοριζικιά του και πολεμώντας – στις στιγμές που
είχε καιρό – για την προκοπή του τόπου, είτε συνειδητά είτε όχι, δεν είναι
άδικα που ονομάστηκε από το Γιάννη Λεύκη «ο ποιητής της Κύπρου». Αληθινά, κάθε
της λύπη και χαρά ήτανε δική του λύπη και χαρά, κι έβρισκε πάντα πρόθυμη τη
λύρα του να την κάνει τραγούδι. Κι αληθινά, είναι ο πρώτος στα νεότερα χρόνια
που παράλαβε από τα δημοτικά τραγούδια και τους ποιητάρηδες το τραχύ όργανο της
τοπικής γλώσσας και το χρησιμοποίησε στην τεχνική ποίηση.
*
Χωρίς άλλο, το πιο πρεπιό μνημόσυνο για
το Μιχαηλίδη θα γινότανε με μελέτες από πρόσωπα κατάλληλα για το έργο του μέσα
στην εποχή που έζησε και κατά τ’ όργανο που δούλεψε, και με απόδοση των πιο
αντιπροσωπευτικών του ποιημάτων, εκτός απ’ όσα «παρθένω λέγειν ου καλόν» –
γιατί έχει και τέτοια ο ποιητής μας – απαγγελμένων από
κατάλληλα πρόσωπα, σε καμιά αίθουσα στολισμένη με εικόνες και ζωγραφιές δικές
του. Δεν την αφήνω, φυσικά, την αντίληψη πως στην καταλληλότητα το πρώτο
στοιχείο είναι η αληθινή αγάπη κι η πραγματική εχτίμηση για τον ποιητή και για
το έργο του, κι η ολόκαρδη προθυμία των συγκεντρωμένων να μάθουν και ν’ αλληλοφωτιστούν
αντίς για να περάσουν τον καιρό τους και να επιδειχτούνε. Λίγα λόγια ωστόσο
χρειάζεται να σας πω κι έτσι πρόχειρα.
Εχτός από το σατιρικό φύλλο Διάβολος,
που έβγαλε ο ίδιος, το εκδομένο ποιητικό έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη
παρουσιάστηκε στις λεμεσιανές εφημερίδες Αλήθεια
και Σάλπιγγα (η τελευταία βγήκε και
διευθυνόταν τότες από τον άλλο μέτοχο των δευτερογιούνικων μνημόσυνων, το
Στυλιανό Χουρμούζιο, κι αργότερα την πήραν τα παιδιά του), και δυο φορές σε
βιβλίο: το Ασθενής λύρα στα 1882 και
το Ποιήματα στα 1911, το τελευταίο
προλογισμένο από τον κ. Χριστόδουλο Στυλ. Χουρμούζιο. Τα ποιήματα του Μιχαηλίδη
είναι σατιρικά, λυρικά κι επικά.
α) Από τα πρώτα, όταν θα διαβάσετε τα ποιήματά του, θα μπορούσε να με
παρεξηγήσετε αν δε σας έδινα το δίστιχο:
Εις την ψευκιάν ο ποιητής μοιάζουν κι ο δικη(γ)όρος:
με πέντε λόγια δείχνουν σου πως έν’ κουνούπιν τ’ όρος.
από την «Επιστολήν εις
κυπριακήν διάλεκτον», τη γλώσσα που έχει γράψει τα καλύτερά του ποιήματα· και δεν
μπορώ να μη σας δώσω κάποιο άλλο, κάπως επίκαιρο τώρα που τ’ αεροπλάνα
διασκίζουν κάθε μέρα τους ουρανούς, και δεν είναι απίθανο να δούμε και κανένα
από τους πατριώτες μας να πετάει:
καλλύτερα να μέν καμει γαλάτες να πετήσει,
γιατ’ έννα φορτωθεί την γην να πά’ να την πουλήσει.
Μεγάλη επιτυχία όμως είχε στον καιρό του «Το θαύμα του Άη Γιώργη» στον
Ασπρόκρεμμο, που μπιζαρίστηκε στη δημοσίεψη (στα Ποιήματα έχει τον τίτλο «Μάγοι και Δαίμονες»).
β) Τα λυρικά του είναι πατριωτικά και ερωτικά. Από τα πρώτα ξεχωρίζει το «Η
Κύπρος προς τους λέγοντας ότι δεν είναι ελληνική», από τα τελευταία ξεχωρίζει
το αριστουργηματικό «Ανεράδα», που, σαν το νιώσετε, θα του παραβλέψετε χωρίς
άλλο το κατάντη στο πιοτό. Σας το διαβάζω «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης»
(με κάτι διορτώματα όμως στα παραδομένα κείμενα) [ακολουθεί ολόκληρο το
ποίημα].
Κι όμως η τύχη του το φύλαγε να τηνε βλέπει συχνά την Ανεράδα του, και να
την ξαναδεί – άθελά της, πιστεύω – και στο Φτωχοκομείο να διαμοιράζει
ελεημοσύνες, «φλαούνες» κι αβγά το Πάσχα του 1917, πρώτη κυρία του Δήμου, και
να του κάμει – άθελά της χωρίς άλλο – καινούριο κλονισμό, τον κλονισμό που
λίγους μήνες ύστερα τον απάλλαξε από τα βάσανα της ζωής.3 Το βάζουν πλάι στη μπαλλάτα «La
Belle Dame sans Merci» του εγγλέζου αρχαιολάτρη Κητς,
ποιητή του «Εντυμίωνα» και του «Υπερίωνα» το ποίημα τούτο οι κριτικοί μας.4 Είναι αλήθεια πως
στο θέμα τους και το ρυθμό υπάρχει αρκετή ομοιότητα· μα στη γενική φόρμα κι
αρχιτεχτονική και – πιο λίγο ίσως – στην εχτέλεση του σχεδίου, το «Ανεράδα» εμένα καν μου φαίνεται
πως μπορεί να σταθεί πλάι και στα ερωτικά του Αλκαίου και της Σαπφώς, κι αν μη
μπορούσε ούτε στ’ όνειρό του ο ποιητής μας ν’ ακούσει τίποτες για τους τρεις
αυτούς ποιητές. Καταντάει να ευχαριστηθεί κανείς για το ατύχημά του, αφού τούτο
είχε τη δύναμη να κάμει τέτοιο διαμάντι να πέσει με τα δάκρυά της από τα μάτια
της ψυχής του ποιητή.
γ) Μόλο που θα έφτανε και μονάχη της η
«Ανεράδα» να τονε στήσει πλάι στους ποιητές του κόσμου και των αιώνων – για
όσους τα ξέρουν τα κυπριώτικα προπάντων – το Βασίλη Μιχαηλίδη, το πιο
αντιπροσωπευτικό του έργο ωστόσο είναι τα πατριωτικά του ποιήματα. Αν τα
σατιρικά του φανερώνουν τη σπιρτάδα του μυαλού του, στα πατριωτικά του έχει
χύσει τα πλούτια και τη λάβα της καρδιάς του.
Ξέρω πως δεν είναι της μόδας σήμερα τα
πατριωτικά ποιήματα. Μα πιστεύω πως δεν είναι μονάχα η επίδραση της εποχής που γεννήθηκα
που με κάνει πολλές φορές να σκέφτουμαι τί τρέχει με τους σημερινούς ποιητές
και τον πατριωτισμό. Δεν τηνε βλέπω στερημένη από ανησυχίες και ρωτηματικά την
κατάσταση του τόπο στο σύνολό του· και πιστεύω πως τηνε βλέπουν όμοια κι
οι ποιητές μας. Δε μου φαίνεται να δικαιολογιέται η μονόχορδη λύρα από τη σχέση
του νησιού μας με την Αφροδίτη. Η βασιλεία του φτερωτού θεού, του παιδιού της,
αγκαλιάζει καθετί όμορφο, καθετί καλό, καθετί αληθινό· και δε βρίσκω πως μπορεί
να γεράσανε τα λόγια του Πλάτωνα [=Θουκυδίδη] «κι από πατέρα κι από μητέρα κι
από τους άλλους προγόνους όλους πολυτιμότερο πράμα είναι η πατρίδα και
σεμνότερο κι αγιότερο και σε πιο μεγάλη θέση για τους θεούς και για τους
αθρώπους που έχουνε μυαλό». Είναι το κήρυγμα το ελληνικό· κι αν ίσως γίνεται
προσπάθεια για τα δικά μας μάτια να στραφούνε σε καθετί άλλο παρά στα ελληνικά,
οι σοβαροί κι οι αληθινά ευγενικοί ξένοι δεν παύουνε να το πιστεύουν και να το
μολογούν και να το κηρύχνουνε πως – με τα λόγια ενός μεγάλου τωρινού εγγλέζου
σοφού – «η Ελλάδα στάθηκε η μητέρα της Ευρώπης· κι είναι στην Ελλάδα που πρέπει
να κοιτάξουμε για να βρούμε την αρχή των νεότερων ιδεών μας»,5 και – με τα προχτεσινά ακόμα λόγια ενός άλλου
μεγάλου Εγγλέζου – οι ελληνικές σπουδές «βοηθούνε για να κρατούμε ισορροπημένο
και γερό το μυαλό μέσα στον πολεμικό σίφουνα και για να διατηρούμε την αίσθηση
των αιώνιων αξιών. Γιατί κοντά στ’ άλλα οι πνευματικές σπουδές δημιουργούν κι
ανανεώνουν τον πολιτισμό· κι αν υπάρχουν κι άλλες, λίγες είναι τόσο σπουδαίες
όσο οι ελληνικές σπουδές· και σ’ όλους τους καιρούς κρατήσανε πόλεμο σκλερό με
την αμάθεια, με την αδιαφορία, με την οικονομική καταπίεση, με την
προχειρολογία. Ο ελληνισμός ανήκει στην καρδιά του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που
βρίσκεται σε κίντυνο, κι είναι η βρυσομάνα για μερικές από τις πιο σπουδαίες
αξίες που χάρη τους πολεμούμε. Πρέπει ν’ αποφεύγουμε καθετί που αδυνατίζει την
επιρροή του ελληνισμού στην εθνική μας ζωή».6
Μου είναι ανεξήγητη, αληθινά, η στάση
της ποίησής μας, ποίησης ελληνικής, αγνάντια στον πατριωτισμό, χωρίς να ζητώ,
φυσικά, και τις παλιές φόρμες στη σημερινή πατριωτική ποίηση. Το ζήτημα τούτο σηκώνει
χωριστή μελέτη, που κάποιος πρέπει να την κάμει κάποτε. Μα δεν μπορώ να μην το
ξανατονίσω πως ο Βασίλης Μιχαηλίδης μέσα στα πατριωτικά του έχει χυμένη την
καρδιά του ολάκερη, καρδιά πλούσια, γιομάτη με τη φυσική ομορφιά που χαράχτηκε
βαθιά βαθιά εκεί μέσα από τα παιδικά του χρόνια που ζούσε στο χωριό.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό για τον
πατριωτισμό του ποιητή, μου φαίνεται, που τονε βρίσκουμε και στα τρία καλούπια
που χωρίσαμε το ποιητικό του έργο. Αληθινά, δεν μπορώ να πω – εγώ καν – πως τα
σατιρικά του πατριωτικά δεν παραβγαίνουνε με τα γενικά λυρικά του τέτοια. Πρέπει,
ωστόσο, να προστέσω πως τον ατόφιο Μιχαηλίδη, όσο παράξενο κι αν είναι, τονε
βρίσκουμε στα επικά του πιο πολύ παρά στα λυρικά πατριωτικά. Δυο είναι τα έπη
του ποιητή: «Η Χιώτισσα» και «Η 9η Ιουλίου».7 Επικολυρικό μαζί όμως θαρρώ να είναι και το ανέκδοτο ποίημά του «Τ’
όρομαν του Ρωμιού», το κύκνειό του έργο.
Το πρώτο τεχνικά κρατιέται για το
καλύτερό του δημοσιεμένο έργο και βγήκε από κάποια πληροφορία πως ύστερα από τη
σφαγή της Χίου, στα 1821, κάποιοι αγάδες είχανε φέρει και στην Κύπρο ρωμιές
σκλάβες και πως μιας από τούτες ήρτε κάποτες καραβοκύρης ο αδερφός της εδώ και
τηνε βρήκε και την πήρε μαζί του.
Τί άλλο θα ήταν κι από εμάς το πιο καλό
μνημόσυνο για τους πρώτους μετόχους της σημερινής τελετής. Θα σας δώσω ακόμα
τρία κομάτια. Στα πρώτα δυο θα δείτε το καταστάλαγμα της φυσικής ομορφιάς στην
ψυχή του ποιητή· το ένα είναι η περιγραφή της νύχτας που αποφασίστηκε και το
μακελειό:
Μιαν νύχταν,
νύχταν σιανήν, καιρόν Δευτερογιούνην […]
Το δεύτερο είναι η επιθυμία του βοσκού που ανάγκασε ο Μουσελλίμ αγάς να
μαρτυρήσει ψεύτικα για επαναστατικό κίνημα στην Κύπρο:
Θέλω, αφέντη, μανιχά να πάω στο χωρκόν μου [...]
Μα όποια κι αν είναι η δική σας διάθεση σήμερα για τη φιλοπατρία και για
ό,τι κάποτες αναφέρνεται με την έκφραση εθνικά πεπρωμένα ή πεπρωμένα της φυλής
μας, κι όποια κι αν είναι η γνώμη των ειδικών για την τεχνική αξία των παρακάτω
στίχων, το πρώτο μνημόσυνο του ποιητή – συνδυασμένο με το μνημόσυνο των μαρτύρων της 9ης
Ιουλίου – δεν μπορώ παρά να το κλείσω με τα λόγια που έβαλε ο ποιητής στο στόμα
του Κυπριανού γι’ απάντηση στον Κκουτσιούκ Μεχμέτη μέσα στο σαράγιο. Είναι το
τρίτο κομάτι που είπα να σας δώσω από το έπος αυτό. Θα μου το συχωρέσει το
πνέμα του ποιητή που την αντιστρέφω τη σειρά τους:
Σφάξε μας ούλους,
κι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκιν […]
Δε μου χρειάζεται να ζητήσω την ευχή σας. Είμαι βέβαιος πως ολόφλογη θα
πεταχτεί από την καρδιά σας για τον αγνοημένο ποιητή: «Ο Θεός μακαρίσει τον».
6-7.7.1940
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Άλλη παραλλαγή: «εχτίζαν κ’ εχαλούσαν» (κυπρ. λογοτεχνικό
περιοδικό Αυγή, σ. 239).
2. Περιοδικό Αυγή, σ.
239.
3. Γιάννης Λεύκης, Βασίλης
Μιχαηλίδης, ο ποιητής της Κύπρου, σ. 57.
4. Περιοδικό Αυγή, σ. 238
[παραπέμπει στο ανυπόγραφο άρθρο του Α. Ιντιάνου].
5. Του καθηγητή A. N. Whilchead, Science and the World, έκδοση Pelican Books, σ. 17.
6. Sir R. W. Livinghtone, εφημ. Πάφος,
4.4.1940.
7. Ο ποιητής το έλεγε «Τρα(γ)ούδιν του Κυπριανού» (δες τη μελέτη
του Γλαύκου Αλιθέρση στο περ. Κυπριακά
Γράμματα, χρονιά Ε΄, σ. 79).
Ετοιμάστηκε για το θρησκευτικό μνημόσυνο της Κερύνειας των 7 του μηνός· μα
μιλήθηκε στο πνευματικό μνημόσυνο που οργάνωσε στην αίθουσά της η «Φιλόπτωχος
Αδελφότης Λαπήθου» στις 21, με τ’ αναγκαία διορτώματα και μερικές προσθήκες κι
αφαιρέσεις.
Σάβας Θεοδούλου Χρίστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου