Η Ανατολική Μεσόγειος της Ήβης Μελεάγρου
H Ανατολική Μεσόγειος (1969) της Ήβης Μελεάγρου μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη σημαντική κορύφωση, ένα μεγάλο άλμα τόσο στο πεζογραφικό της έργο όσο και στο μυθιστόρημα που γράφεται στην Κύπρο κατά τον 20ό αιώνα. Πειραματικό, αποσπασματικό και συχνά δύσβατο, με διδάγματα από την ευρωπαϊκή παράδοση του μοντερνισμού και του γαλλικού Νέου Μυθιστορήματος (τη λεγόμενη «Σχολή του βλέμματος»), με αφηγηματική γλώσσα πολύμορφη, συνήθως υπαινικτική και μεταφορική, λέει λιγότερα και κρύβει περισσότερα. Με την αξιοποίηση της πολυεστιακής αφήγησης η συγγραφέας επιχειρεί να δείξει πολυπρισματικά τα πράγματα και να χωνεύσει στον ερωτικό καμβά της μυθοπλασίας στοιχεία από το κυπριακό ιστορικό πλαίσιο των χρόνων γύρω στο 1960.
Όσο και αν η θεματική και η αφηγηματική δομή του μυθιστορήματος κατατεμαχίζονται και διαχέονται με μοντερνιστικούς ρητορικούς τρόπους, πολλά στοιχεία παραπέμπουν ευδιάκριτα ή πιο καλυμμένα σε στιγμές της πιο πρόσφατης κυπριακής ιστορίας: Ο απελευθερωτικός και ενωτικός αγώνας μνημειώνεται κυρίως με τις σελίδες που γράφει ο νεαρός Κορνάρος στις τελευταίες στιγμές της ζωής του, προτού απαγχονιστεί από τους βρετανούς αποικιοκράτες. Άλλα περιστατικά, όπως οι πρώτες αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους το καλοκαίρι του 1958, συσσωρεύονται επαναληπτικά, με υπαινιγμούς και αποσιωπήσεις, και επανέρχονται επίμονα και βασανιστικά στον μονόλογο και στις ανομολόγητες ενδοσκοπήσεις της κεντρικής ηρωίδας, που αποτυπώνονται συχνά με καφέ τυπογραφικά στοιχεία, ή ακόμα και σε λογής μεταδιηγήσεις, όπως τη διήγηση της Ανθούσας. Επίσης, ιδίως σε πολιτικές συζητήσεις δυο δικηγόρων του μυθιστορήματος, του Ίωνα και του Γιώργου, περνούν οι προβληματικές συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου, με τις οποίες προβλεπόταν η ίδρυση μιας δήθεν ανεξάρτητης αλλά στην ουσία εξαρτημένης και κολοβής Κυπριακής Δημοκρατίας, το αίσθημα της διάψευσης που επικρατούσε στο δυσλειτουργικό κυπριακό κράτος, οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης Μακαρίου για τροποποίηση του Συντάγματος με τα λεγόμενα δεκατρία σημεία, με αποκορύφωμα την έκρηξη των διακοινοτικών συγκρούσεων παραμονές Χριστουγέννων του 1963. Παράλληλα ενσωματώνονται και διηγήσεις, βιώματα, μνήμες, υπαινιγμοί που παραπέμπουν σε παλιότερες εποχές· λ.χ. σε μορφές της αρχαίας κυπριακής ιστορίας (Κινύρας, Ευαγόρας, Ονήσιλος), στο μαρτύριο του Βραγαδίνου κατά την άλωση της Αμμοχώστου από τους Τούρκους το 1571, στον απαγχονισμό του «δεσπότη», δηλ. του αρχιεπισκόπου Κυπριανού, κατά τα αιματηρά γεγονότα της 9ης Ιουλίου 1821, κτλ. Όλα αυτά υποτυπώνονται και συνυφαίνονται με ποικίλους ρητορικούς τρόπους στον αφηγηματικό ιστό του μυθιστορήματος, καλά συγχωνευμένα με τη μυθοπλασία.
Η συγγραφέας επιλέγει να φωτίσει τα πράγματα κυρίως από τη σκοπιά της Μαργαρίτας και κατά δεύτερο λόγο με το βλέμμα του θείου Ίωνα. Η εστίαση εκχωρείται περισσότερο φευγαλέα στον Νικήτα, στη Φρύνη και στον Κορνάρο. Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου η αφήγηση είναι εστιασμένη στο πρόσωπο της Μαργαρίτας, η οποία κινείται με το αμάξι της στον χώρο – κυρίως στην περίκλειστη από τα ενετικά τείχη παλιά πόλη της Λευκωσίας και κατεξοχήν στη βορινή πλευρά της – και φωτογραφίζει με το βλέμμα της αναγνωρίσιμα μνημεία και κτίσματα (ενετικά τείχη, τάφρος, Φραγκοεκκλησιά, Πύλη Κερύνειας, άγαλμα του Ατατούρκ, Πλατεία Σεραγίου, μεσαιωνική εκκλησία Αγίας Σοφίας, τέμενος Μπαϊραχτάρη, Πύλη Πάφου κτλ.), και ταυτόχρονα επιχειρεί διαρκείς καταδύσεις και αναδιπλώσεις στον χρόνο, για να φέρει στην επιφάνεια γεγονότα και συμβάντα που σημάδεψαν την πολιτική ζωή του τόπου (και τη δική της): Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος δίνονται κομματιαστά και αρκετά συγκαλυμμένα οι σφαγές ομάδας Ελληνοκυπρίων από φανατισμένους Τουρκοκύπριους, οι οποίες έγιναν με την υποκίνηση και τη συμβολή βρετανών αποικιοκρατών τον Ιούνιο του 1958 ανάμεσα στα χωριά Κιόνελι και Κοντεμένος. Πρόκειται για εύγλωττο παράδειγμα της αποικιοκρατικής πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε» («divide et impera»). Καθώς η Μαργαρίτα διασχίζει τον κάμπο από τη Λευκωσία προς την Κερύνεια, αναπλάθει νοερά την αγωνιώδη προσπάθεια των αθώων ελληνοκύπριων πολιτών να γλιτώσουν τη σφαγή τρέχοντας μέσα στα αθέριστα σπαρτά και στο γυμνό τοπίο, που δεν τους παρέχει καμιά κάλυψη και προστασία. Σε τέτοιες σκηνές εσωτερικής αναδίπλωσης, η Μαργαρίτα στρέφεται στον εαυτό της και συνδιαλέγεται με το διχασμένο εγώ της, την Ελένη. Υιοθετώντας ανάλογες τεχνικές συγγραφέων του μοντερνισμού και του γαλλικού Νέου Μυθιστορήματος (λ.χ. του Κλοντ Σιμόν και του Σάμιουελ Μπέκετ), η Μελεάγρου φρόντισε να εκτυπώσει με σκουροκόκκινο χρώμα τέτοια χωρία ενδοσκόπησης και αναμέτρησης με το άλλο εγώ, που λειτουργούν ως βαλβίδας ασφαλείας για να διοχετευτούν φόβοι, εμμονές, παιδικά τραύματα και ανομολόγητοι πόθοι.
Δεν έχει άδικο ο Σεφέρης όταν γράφει στις 25 Ιουνίου 1970 σε επιστολή του προς τη Μελεάγρου: «Εσείς όμως έχετε μιαν άμεση αίσθηση της γης, που δεν το βρίσκει κανείς εύκολα». Αυτή η άμεση αίσθηση της γης επιτυγχάνεται μέσω της Μαργαρίτας, που εισπνέει και εγκλωβίζει με όλες τις αισθήσεις της τον χώρο που την περιβάλλει, την πόλη με τα τείχη και τα μνημεία της, την άνυδρη γη του κάμπου, τα βουνά, τη θάλασσα. Μάλιστα η ηρωίδα επιδιώκει να ζωγραφίσει τοπιογραφίες, όσο και αν η ζωγραφική είναι απλώς μια διέξοδος, μια αφορμή για να ξεφεύγει από τα προβλήματά της. Το κείμενο αρχίζει (και τελειώνει) με αποσιωπητικά, με μικρό αρχικό γράμμα, για να υποδηλωθεί ότι δεν έχει αρχή ούτε τέλος, όπως ταιριάζει με την πεζογραφία του μοντερνισμού.
Η ερωτική (και πολιτική) μορφή της Μαργαρίτας έλκει γύρω της (σαν συγκολλητικός ιστός αράχνης) πρόσωπα και καταστάσεις, όπως το πρόσωπο του θείου Ίωνα και, χωρίς να το ξέρει, τη μορφή του ετοιμοθάνατου νεαρού αγωνιστή Κορνάρου. Ο εξ αγχιστείας θείος Ίων, καλός δικηγόρος και κατεξοχήν ιδεολόγος, είναι το πλέον πολιτικό αφηγηματικό πρόσωπο του μυθιστορήματος (το όνομά του ενδέχεται να παραπέμπει στον ιδεολόγο Ίωνα Δραγούμη και συνειρμικά στον έρωτά του για την Π. Δέλτα). Ο Ίων αναπλάθει νοερά εικόνες από τον αγώνα της ΕΟΚΑ και βιώνει έντονα την ιδεολογική διάψευση που επισφράγισε την έκβασή του, με τις συνθήκες εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από την προοπτική του αφηγηματικού παρόντος (Δεκέμβριος 1963) ο θείος Ίων ανακαλεί στη μνήμη του τις τελευταίες στιγμές και την εκτέλεση του Κορνάρου (που είχε γίνει το 1958, μετά την πρώτη έκρηξη των διακοινοτικών συγκρούσεων), διαβάζοντας και το ημερολόγιο που άφησε ο τελευταίος. Ο ίδιος αξιολογεί ως υπερβολικά τα προνόμια που δόθηκαν στους Τουρκοκύπριους με τις συνθήκες εγκαθίδρυσης και θεωρεί ότι η σχεδιαζόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος σε «δεκατρία σημεία» δεν πρόκειται να επιφέρει «τομήν εις την κατάργησιν των πανάθλιων Συμφωνιών».
Ο έφηβος Κορνάρος συνοψίζει στο πρόσωπό του νεαρούς αγωνιστές του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, όπως τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, τον Μιχαλάκη Καραολή αλλά και τον Μάρκο Δράκο, που ζήτησε να ακούσει την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν προτού οδηγηθεί στην αγχόνη. Οι υποτιθέμενες ημερολογιακές σημειώσεις του Κορνάρου, που εκτυπώνονται με πένθιμο μοβ χρώμα, αποτελούν μιαν από τις πιο γοητευτικές σελίδες που γράφτηκαν για τον κυπριακό αγώνα του 1955-1959: Εδώ ο αφηγηματικός χρόνος διαστέλλεται για να χωρέσει ένας καταιγισμός σκέψεων της ύστατης στιγμής, όταν ο νέος συνωθεί σε ημερολογιακές σημειώσεις, που καταλήγουν σε παραληρηματικό μονόλογο, μνήμες από τον αγώνα και τους συναγωνιστές του, οράματα και ιδανικά, την αγάπη για τη ζωή και τον φόβο του θανάτου, ενώ η Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν ηχεί στα αυτιά του ως πένθιμο εμβατήριο για τον επικείμενο απαγχονισμό του. Αρχικά ο δεκαοχτάχρονος ήρωας προσπαθεί να πιαστεί από τη ζωή, συνομιλώντας νοερά με τον συναγωνιστή του Βασίλη, που έχει ήδη εκτελεστεί, και με την ερωτική μορφή της Μαργαρίτας. Στο τέλος, όμως, στρέφεται στον εαυτό του, ξεπερνά τον φόβο του θανάτου και αναγνωρίζει το μεγαλείο της ψυχής του· είναι έτοιμος πια να αντιμετωπίσει την αγχόνη των βρετανών αποικιοκρατών για χάρη της πατρίδας του.
Ο Σεφέρης, εκτός από την «άμεση αίσθηση της γης», πρόσεξε και επιδοκίμασε στην Ανατολική Μεσόγειο και την παρουσία του «τυφλού ποιητάρη», του επαγγελματία ριμαδόρου που τύπωσε σε φυλλάδα ένα τραγούδι του στην κυπριακή διάλεκτο, στο οποίο αποτυπώνονται οι διακοινοτικές συγκρούσεις και ο φόνος ενός παλικαριού. Ασφαλώς ο Σεφέρης γοητεύεται από την εμφάνιση ενός λαϊκού στιχοπλόκου, ο οποίος μεταφέρει σε στίχους την επικαιρότητα. Η σκηνή με τον τυφλό ποιητάρη, που δίνεται από τη σκοπιά της Μαργαρίτας, προφανώς αποδίδει το λαϊκό αίσθημα και την κοινή αντίληψη για την έξαρση των διακοινοτικών συγκρούσεων και την αυξανόμενη εχθρότητα ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Οι ποιητάρικοι στίχοι, που γράφτηκαν από την ίδια τη Μελεάγρου με πρότυπο τις ποιητάρκες φυλλάδες, λειτουργούν ως μεταδιήγηση και αποδίδουν μανιχαϊστικά, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, τις βλέψεις και τις διεκδικήσεις των Τουρκοκυπρίων.
Η Ανατολική Μεσόγειος αλλά και η πιο σύνθετη Προτελευταία εποχή προϋποθέτουν την πεζογραφία του μοντερνισμού (λ.χ. J. Joyce, Οδυσσέας, 1922· W. Faulkner, H βουή και το πάθος, 1929, Καθώς ψυχορραγώ, 1930), το ευρωπαϊκό ιδεολογικοπολιτικό μυθιστόρημα (λ.χ., του J.-P. Sartre), σε κάποιο βαθμό και τις εξελίξεις στο γαλλικό Νέο Μυθιστόρημα, αλλά και τις Ακυβέρνητες πολιτείες (1960-1965) του Στρ. Τσίρκα. Η τεχνική του ματιού, η πολυεστίαση (ή πολλαπλή εσωτερική εστίαση), οι ενδοσκοπικές αφηγηματικές τεχνικές (εσωτερικός μονόλογος, ροή της συνείδησης, ψυχοαφήγηση, αφηγημένος ή μνημονικός μονόλογος) είναι από τις νεότροπες αφηγηματικές στρατηγικές που επιστρατεύονται για να έρθουν στην επιφάνεια και να αρθρωθούν οι διεργασίες που συντελούνται στο ασυνείδητο αλλά και στη σκέψη των βασικών αφηγηματικών χαρακτήρων, για να ρηματοποιηθούν οι ανομολόγητες και καταπιεσμένες επιθυμίες τους, οι σκέψεις της στιγμής και οι βασανιστικοί διαλογισμοί, οι υπαρξιακές, ερωτικές ή άλλες ανησυχίες τους, το άγχος και ο πανικός που τους διακατέχουν για την αβέβαιη πολιτική κατάσταση του τόπου τους, που προδιαγράφεται ζοφερή και επικίνδυνη. Η τεχνική της πολυεστίασης, καλά δοκιμασμένη στα παραπάνω μυθιστορήματα του Joyce, του Faulkner, του Στρ. Τσίρκα, αλλά και στο Αλεξανδρινό κουαρτέτο (1957-1960) του L. Durrell, βοηθά και τη Μελεάγρου να δείξει τα πράγματα πολυπρισματικά, μέσα από διαφορετικές και συμπληρωματικές σκοπιές· λ.χ. μέσα από την ξεχωριστή ευαισθησία, τις σκέψεις, τις εμμονές και το ιδιόλεκτο της Μαργαρίτας, ή μέσα από την πολιτική σκέψη του Ίωνα και την οπτική γωνία άλλων, δευτερευόντων αφηγηματικών προσώπων.
Παράλληλα, θα ήταν χρήσιμη η ένταξη της Ανατολικής Μεσογείου και στα συμφραζόμενα της κυπριακής ή άλλης πεζογραφίας της εποχής, για να διαπιστωθεί ότι είναι το πρώτο αξιόλογο μυθιστόρημα που γράφεται στην Κύπρο, ύστερα από τα συνθετικά πεζογραφήματα που γράφτηκαν από Κυπρίους που έζησαν εκτός Κύπρου (όπως ο Νίκος Νικολαΐδης και ο Λουκής Ακρίτας). Όταν ο L. Durrell εξέδωσε το προπαγανδιστικό μυθιστορηματικό χρονικό Πικρολέμονα (1957), στο οποίο παρουσιάζει από καθαρά βρετανική σκοπιά τον απελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων ως τρομοκρατική ενέργεια, πλαισιώνοντας τις πολιτικές του θέσεις με ειδυλλιακές ταξιδιωτικές περιγραφές μερικών περιοχών του νησιού (ιδίως στην επαρχία της Κερύνειας), ένας διπλωμάτης και συγγραφέας, ο Ρόδης Ρούφος, αναλαμβάνει να ανασκευάσει με το μυθιστόρημά του Η χάλκινη εποχή (1960) τις αποικιακές στρατηγικές του προηγουμένου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Κώστας Μόντης επιλέγει να γράψει ένα αφήγημα (Κλειστές πόρτες, 1964), χρησιμοποιώντας κυρίως τη γλώσσα της ποίησης και της καρδιάς, για να δώσει τη δική του εκδοχή για τον κυπριακό αγώνα και για να απαντήσει στα Πικρολέμονα του Durrell και, πιο έμμεσα, στις μετα-αποικιακές στρατηγικές τις οποίες χρησιμοποιεί συνειδητά ο Ρούφος στη Χάλκινη εποχή του. Η Μελεάγρου δεν έχει ως προτεραιότητά της στην Ανατολική Μεσόγειο να απαντήσει στα Πικρολέμονα. Πάνω απ’ όλα επιδιώκει (και επιτυγχάνει) να μεταποιήσει την ιστορία σε μυθοπλασία, να μεταπλάσει σε ένα μυθιστόρημα-ποταμό τις πολιτικές περιπέτειες της Κύπρου κατά τα τελευταία χρόνια της βρετανοκρατίας και στα εντελώς πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ωστόσο, οι σελίδες του μυθιστορήματος που αναφέρονται στον κυπριακό αγώνα (κυρίως οι ημερολογιακές αναφορές του Κορνάρου, ενταγμένες σε ανάλογες πολιτικές σκέψεις και τοποθετήσεις του Ίωνα), αλλά και οι επανειλημμένες υπομνήσεις ότι οι βρετανοί αποικιοκράτες υποκινούσαν διασπαστικές τάσεις ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους – όλα αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν έμμεση και πειστική, αποστομωτική απάντηση στις προπαγανδιστικές θέσεις των Πικρολέμονων. Άλλωστε, τον δρόμο τον είχε δείξει ο Σεφέρης (παλιός φίλος του δήθεν φιλέλληνα Durrell, γνωστός του Ρούφου και όψιμη γνωριμία της Μελεάγρου) με την ώριμη ποιητική συλλογή του ...Κύπρον, ού μ’ εθέσπισεν... ή Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄ (1955), στην οποία κατόρθωσε να μνημειώσει με θαυμαστική-μοντερνιστική ματιά αλλά και με ρεαλιστική τόλμη τον κόσμο της Κύπρου, τις αρχέγονες καταβολές του και τα πολιτικά του προβλήματα, χωρίς να τον ψευτίζει και χωρίς να καταφεύγει σε προπαγανδιστικά δεκανίκια· πέτυχε να τον αποδώσει αυθεντικά, όπως τον απέδωσε με τον ζωγραφικό του χρωστήρα ο Διαμαντής. Έχω την αίσθηση ότι κάτι ανάλογο επιχείρησε να πετύχει και η Μελεάγρου στην Ανατολική Μεσόγειο· να συλλάβει με εξαιρετική αισθαντικότητα την αύρα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στα πρώτα βήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας και να δείξει αφαιρετικά και νεοτερικά τον κόσμο της Κύπρου του 1960, που εξαιτίας των πολιτικών πραγμάτων (της αποικιακής πολιτικής των Βρετανών, των στρατηγικών βλέψεων της Τουρκίας, της «εθνικοφροσύνης» ορισμένων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και της εχθρικής στάσης των ελλαδιτών συνταγματαρχών απέναντι στην κυβέρνηση Μακαρίου) παρασυρόταν στον διχασμό και στη ρήξη, γεγονός που οδήγησε στη συμφορά του 1974 και στα γνωστά τραγικά αποτελέσματά της.
Η Ανατολική Μεσόγειος φαίνεται πως διαψεύδει την αρχικά υπερβολική άρνηση της κριτικής· όσο πειραματικό και δύσβατο και αν είναι το μυθιστόρημα αυτό, όσο και αν δύσκολα ελκύει τον μέσο αναγνώστη, που μάταια θα αναζητήσει σ’ αυτό μια κανονική πλοκή και ιστορία, με αρχή μέση και τέλος· όσο και αν ένας υπομονετικός και υποψιασμένος αναγνώστης θα πρέπει να εργαστεί εντατικά για να βάλει σε τάξη τις άφθονες λεπτομέρειες και τους παραληρηματικούς μονόλογους, τα χάσματα της αφήγησης και το χάος μιας αέναης ψυχολογικής ρευστότητας, τις εναλλαγές της εστίασης και τις διαρκείς χρονικές παλινδρομήσεις ή να αναγνωρίσει και να ερμηνεύσει τις φευγαλέες αναφορές, τις αποσιωπήσεις, τους σκοτεινούς υπαινιγμούς και τις αμφισημίες, τελικά η Ανατολική Μεσόγειος φαίνεται να κερδίζει το στοίχημα με τον χρόνο και να μας προσκαλεί σε νέες αναγνώσεις. Πάντως, το μυθιστόρημα αυτό θα μπορούσε να διδάξει πολλά σε νέους συγγραφείς, που πειραματίζονται με τη μυθοπλασία.
Λευτέρης Παπαλεοντίου
Αποσπάσματα από την Εισαγωγή στην έκδοση: Ήβης Μελεάγρου, Ανατολική Μεσόγειος, επιμ. Λ. Παπαλεοντίου, Λευκωσία, Αρμίδα, 2011. Ο τόμος παρουσιάζεται απο τους Γιάννη Ιωάννου και Μυρτώ Αζίνα σε εκδήλωση την οποία διοργανώνει η Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου (Πολιτιστικό Κέντρο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Λευκωσία, 2 Μαΐου 2012).