Τα αυτόγραφα των τελευταίων σημειωμάτων του Ι. Συκουτρή
(Α΄)
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1937 ο περίφημος Σμυρνιός φιλόλογος Ιωάννης Συκουτρής, που απασχόλησε και παλιότερα συνεργάτες των Μικροφιλολογικών, βρέθηκε νεκρός σ’ ένα ξενοδοχείο της Κορίνθου. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα 36 του χρόνια. Πίσω του άφησε (όπως ξέρουμε τώρα) δύο σημειώματα, τα οποία μαρτυρούσαν πως ο θάνατός του ήταν εκούσιος. Οι γιατροί όμως διέγνωσαν «καρδιακό νόσημα»,1 η κηδεία του έγινε στην Αθήνα χωρίς άλλα σκάνδαλα, και τα σημειώματα έμειναν άγνωστα στους αμύητους ως τον Απρίλιο του 1958, όταν δημοσιεύτηκαν εν μέρει στο περ. Νέα Εστία (τχ. 738, 1958, σσ. 542-543), σε επετειακό αφιέρωμα που επιμελήθηκε κυρίως ο μαθητής του Συκουτρή Νάσος Δετζώρτζης.
Στη σελίδα 542 βρίσκουμε «απόσπασμα από την τελευταία του επιστολή, γραμμένη στον Ακροκόρινθο, στις 21.9.1937, ημέρα του θανάτου του». Δεν δηλώνεται ο παραλήπτης και δημοσιεύονται αποκλειστικά τα εξής: «Η Ποιητική θα εκδοθῄ όσο μέρος ετυπώθηκε. Μένει το σπουδαιότερο της Εισαγωγής, αλλά συνέχεια θα μπῃ το εσώκλειστο χαρτί. Ας μη αναλάβῃ κανείς να την συμπληρώσῃ... Ι. ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ». Απέναντι ακριβώς εκδίδεται χωρίς περικοπές (αλλά όχι και απόλυτα πιστά όπως θα δούμε) «Το τελευταίο χειρόγραφο του Ιωάννου Συκουτρή (Ακροκόρινθος, 21.9.1937)», που αρχίζει με τη φράση «Το υπόλοιπον μέρος της Εισαγωγής δεν εστάθη δυνατόν να γραφῄ» και τελειώνει με τη φοβερή διαπίστωση: «Μα ο έρως θανάτου είναι ισχυρότερος από κάθε έρωτα: έρωτα ανθρώπων, έρωτα παιδείας, έρωτα γης και φωτός...»
Άλλα σχόλια δεν υπάρχουν, ούτε φωτογραφίες των πρωτοτύπων, ούτε στοιχεία για την πηγή και τον κάτοχό τους.
Για να γλυτώσουμε τις ασάφειες, στο εξής το πρώτο κείμενο θα το λέμε «επιστολή» και το δεύτερο «επίλογο».
Παρά τη διακριτικότητα της Νέας Εστίας, ο ενήμερος αναγνώστης θα έπρεπε να συμπεράνει ασφαλώς τα εξής: α) Ο φημισμένος «επίλογος» είναι το ίδιο πράγμα με το «εσώκλειστο χαρτί» που μνημονεύει η «επιστολή»· β) ο Συκουτρής τον προόριζε για τη σελίδα 148* (τελευταία) της εισαγωγής που είχε γράψει για την έκδοση της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη (δεύτερο τόμο της «Ελληνικής Βιβλιοθήκης» της Ακαδημίας Αθηνών), τα ημιτελή δοκίμια της οποίας εκκρεμούσαν ήδη μήνες στο τυπογραφείο· γ) η βούλησή του δεν εισακούστηκε, αφού το βιβλίο2βγήκε σε λίγο χωρίς τον «επίλογο» και μ’ ένα συντομότατο παραπλανητικό του υποκατάστατο: «Το υπόλοιπον μέρος της Εισαγωγής, λόγῳ του αιφνιδίου θανάτου του συγγραφέως, δεν εγένετο δυνατόν να γραφῄ».
Στη βιβλιογραφία ωστόσο βρίσκουμε μόνο αμηχανία και σύγχυση – ίσως να φταίει κι ο Δετζώρτζης γι’ αυτό. Τριάντα χρόνια ύστερα, σε μία γνωστή και συναρπαστική ομιλία, αναπαράγει ο ίδιος ξεκρέμαστο τον «επίλογο», με το σχόλιο «πώς το γράφει, ποιος μπορεί να το πει»· αψηφά την «επιστολή», και τελικά υποβάλλει (εννοώ στοναμύητο) την εντύπωση ότι πρόκειται σχεδόν για επιθανάτιο παραλήρημα. Περίπου τα ίδια θα δούμε πιο πρόσφατα στο Βερονάλ του Θεοδωρόπουλου (2015), που ωστόσο «ξέρει» πώς το γράφει ο Συκουτρής – σε «σημειωματάριο»! Ο Χαρτοκόλλης (2003), μολονότι ο ίδιος στο μεταξύ ανακάλυψε πάλι και δημοσίεψε την «επιστολή», γράφει ότι ο «επίλογος» είναι η ίδια η εισαγωγή της «Ποιητικής», ενώ ο Αλικανιώτης (2008), που γνώριζε βέβαια καλύτερα το βιβλίο, πείστηκε τελικά ότι το «εσώκλειστο» θα περιείχε τη στρεψόδικη κατακλείδα που πλάστηκε στην Ακαδημία· και η εξειδικευμένη εργασία της Καπετανίδου (2018) θα σερβίρει ένα μίγμα όλων αυτών με κάμποσες δευτερογενείς παρανοήσεις.3
Αφήνω όσα γράφτηκαν από πιο αναρμόδιους...
Η σύγχυση μεγαλώνει σαν δούμε το κείμενο της «επιστολής», όπως τελικά το παρουσίασε ο Χαρτοκόλλης στο βιβλίο του.4 Μαθαίνουμε βέβαια για πρώτη φορά πως ο παραλήπτης ήταν ο γνωστός πολιτικός μηχανικός και φίλος του Συκουτρή Άγγελος Καλογεράς (1903-1970), και πως ο «φάκελος με το αποχαιρετιστήριο σημείωμα» βρίσκεται «σήμερα» στα χέρια του γιου του, Νίκου Καλογερά. Ο εκδότης παραθέτει το «σημείωμα» και χωριστά άλλες «δύο οδηγίες» (που τελικά είναι τρεις), εξηγώντας πως τις «περιέχει» ο φάκελος. Σ’ όλα υπάρχουν χάσματα («δυσδιάκριτες λέξεις»), ασυνταξίες, ασάφειες και γλωσσικοί τύποι ξένοι στο Συκουτρή. Την καλύτερη απόδοση τη βρίσκουμε στην τελευταία «οδηγία», η οποία είναι στην πραγματικότητα η πιο «δυσδιάκριτη» απ’ όλες, ταυτίζεται όμως με το απόσπασμα που είχε εκδώσει το 1958 η Νέα Εστία. Αλλά εδώ δεν υπάρχει ούτε παραπομπή στη Νέα Εστία, ούτε και άλλος συσχετισμός με τον «επίλογο» της Ποιητικής.
Όπως μου εξήγησε εντέλει τηλεφωνικά (30.3.2020) ο 85χρονος σήμερα Νίκος Καλογεράς, ο ίδιος δεν είδε ποτέ τον αυτόγραφο φάκελο ή το «σημείωμα»· ο πατέρας του ευθύς το είχε παραδώσει στη χήρα του Συκουτρή Χαρά (1899-1972). Η έκδοση του σημειώματος έγινε στην πραγματικότητα από ένα δυσανάγνωστο φωτοαντίγραφο της εποχής, το οποίο διατηρήθηκε με άλλα σχετικά ενθύμια σ’ έναν κοινό αρχειακό φάκελο. Αυτό φυσικά εξηγεί και τις αστοχίες της.
Στην έκδοση όμως το φταίξιμο για τις αστοχίες ρίχνεται τελικά στον ίδιο το Συκουτρή, που έγραφε τάχατες «βιαστικά, κάτω από ισχυρή συγκίνηση ή την επίδραση πιοτού»· και τα ίδια βεβαιώνει και ο Αλικανιώτης, που ολοφάνερα πήρε απ’ το Χαρτοκόλλη το κείμενο, πρόσθεσε όμως φανταστικές συμπληρώσεις «δυσδιάκριτων λέξεων» με τρόπο που ασφαλώς δε θα έκανε, αν είχε την ευκαιρία να δει το πρωτότυπο· έτσι, η κλασική συκουτρική αποφώνηση «φως και χαρά γύρω σου και μέσα σου» στην έκδοση Αλικανιώτη γίνεται «(φιλώ τη;) μάνα σου με (αγάπη;)»... Όσο για τις «οδηγίες», ο Αλικανιώτης παρεξήγησε την ήδη ασαφή διατύπωση του Χαρτοκόλλη και θεώρησε πως ο Συκουτρής τις «συμπλήρωσε» πάνω στον υποτιθέμενο φάκελο.
Από κει διαδόθηκε η κατακρεουργημένη πια Επιστολή στο Διαδίκτυο για τα περαιτέρω.
Χρειαζότανε μια νέα έκδοση των δύο τεκμηρίων, από τα πρωτότυπα. Αλλά αυτά ήταν άφαντα.
Τον Ιούλιο του 2019 χρειάστηκε ν’ αδειάσει για να πουληθεί η παλιά μονοκατοικία της οδού Ουμπλιανής 9 στα Ιλίσια, όπου έζησαν και πέθαναν η γυναικαδέλφη του Συκουτρή Ελένη Κοκολάκη και οι δυο ανύπαντρες κόρες της. Αρχιτέκτονας του σπιτιού, κατά σύμπτωση γνήσια διαβολική, ήταν ο Άγγελος Καλογεράς.
Ξέραμε ότι μετά το θάνατο της χήρας Συκουτρή (1972) είχαν στεγαστεί εδώ κομμάτια του προσωπικού αρχείου του· και το 2012 είχαμε περιμαζέψει λιγοστά απομεινάρια, που βρίσκονται σήμερα με άλλα πολλά στο «αρχείο Ιωάννου Συκουτρή» του Ιδρύματος Λασκαρίδη.5 Θεωρούσαμε το σπίτι «τελειωμένο» απ’ την άποψη αυτή. Στην ταράτσα του όμως, σε μια ξεχαρβαλωμένη αποθήκη πλάι στο πλυσταριό, μέσα σε σωρούς από καρέκλες, χαλιά, φορέματα και στρωσίδια, βρέθηκε τώρα μία μικρή στοίβα χαρτιά – θα τολμούσα να πω μία «κρύπτη». Περιείχε κυρίως ενθύμια της Χαράς Συκουτρή και των ανηψιών της, αλλά και του ίδιου του Συκουτρή: σχολικά ενδεικτικά από την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης,6 διάφορα διπλώματα και διοριστήρια, αλληλογραφία του ζεύγους πριν και μετά το γάμο τους, αλλά και αντίγραφα υστερότερα κειμένων του ή έγγραφα, αναμνήσεις και άλλα γραψίματα για τον ίδιο, από τα οποία αρκετά δε δημοσιεύτηκαν ποτέ.
Μαζί με αυτά και ο φάκελος που δίνει την αφορμή του κειμένου αυτού. Ανοίγοντάς τον, παρευθύς αντίκρυσα την ανατριχιαστική αρχή των «οδηγιών» του Χαρτοκόλλη, που ο ίδιος την είχα χρησιμοποιήσει το 2017, προλογίζοντας τον κατάλογο του αρχείου του Συκουτρή:
«Τα χειρόγραφά μου όλα και αι σημειώσεις παρακαλώ να καούν...»
Διακριτικά, απ’ τον τάφο του, ο νεκρός μάς επιτιμούσε. Αλλά ήταν αργά.
Ο φάκελος (15,5Χ12,5 εκ.) έχει το λογότυπο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ψυχικού και στη μέση τη διεύθυνση: «Κύριον Άγγελον Καλογεράν, Μηχανικόν, οδός Σκουφά - Ηρακλείτου, ΙΧ.». Πάνω δεξιά: «Τελευταί[ες;]». Όμως, το γράψιμο δεν είναι πουθενά του Συκουτρή· ανήκει στη Χαρά. Είναι άραγε αντίγραφο του πρωτότυπου φακέλου, που ύστερα χάθηκε (άγνωστο πώς); Δεν ξέρουμε, όπως δεν ξέρουμε πού ακριβώς βρέθηκε το πρωτότυπο, και πώς έφτασε στα χέρια του Καλογερά.
Ο φάκελος περιέχει την «επιστολή» και τον «επίλογο». Πρόκειται για ξεχωριστά διπλωμένα ημίφυλλα 21,5x14 εκ., κομμένα με το χέρι από τη δεξιά πλευρά τους – ο «επίλογος» πιο αδέξια, μάλλον σκισμένος παρά κομμένος. Δίχως την παραμικρή αμφιβολία είναι αυτόγραφα του Συκουτρή.
Θα εξετάσω εδώ την «επιστολή», αφήνοντας τον «επίλογο» για το επόμενο τεύχος.
Το κυρίως σημείωμα στον Καλογερά, με την ημερομηνία και υπογραφή του Συκουτρή στο τέλος, γράφτηκε με μελάνι στην πρώτη σελίδα. Δεν είναι καθόλου «βιαστικό» ή δυσανάγνωστο (με τα μέτρα τουλάχιστο των υπόλοιπων χειρογράφων του). Από πίσω (και όχι σε άλλο χαρτί) με μολύβι πρόσθεσε σαν υστερόγραφο ό,τι ως τώρα ονομάστηκε «οδηγίες», πιο δυσανάγνωστες λόγω του μολυβιού, αλλά και γιατί μοιάζουν σα να μη γράφτηκαν σε τραπέζι, αλλά σε καμμία πέτρα ή στο πόδι. Υποθέτω ότι το σημείωμα γράφτηκε αλλού και μόνο οι «οδηγίες» στον Ακροκόρινθο, όπως ρητά σημειώνει στο τέλος. Η στερνή «οδηγία», αυτή για την «Ποιητική», γραμμένη κάπως στριμωχτά, προστέθηκε μάλλον ακόμα πιο ύστερα, όταν θα είχε τελειώσει και τον «επίλογο».
Παραθέτω πιστά το κείμενο, μονάχα μονοτονίζω. Με πλάγια στοιχεία μερικές αναγνώσεις κάπως αβέβαιες. Μέσα σε άγκιστρα ({ }) λέξεις ή γράμματα που έχουν σβηστεί ή διορθωθεί (με παύλες στα δυσανάγνωστα). Στο τέλος της κάθε σελίδας σημειώνω (με αστερίσκο) τις κυριότερες αποκλίσεις της έκδοσης Χαρτοκόλλη (παραβλέποντας λάθη στην ορθογραφία, τη στίξη, τα -ν κλπ.).
[σελ. 1]
Αγαπημένε μου Άγγελε,
Γράφω σ’ εσένα γιατί δεν έχω την δύναμη και την τόλμη να γράψω στην ακριβή μου Χαρούλα – έστω και για να την αποχαιρετίσω. Σε παρακαλώ φρόντισε, μαζί με τον Κώστα Δαμβέργη και τον Κάρολο Beregean, για ό,τι θα {–} χρειαστῄ. Της αξίζει και χωρίς την παράκλησίν μου.
Ιδίως θα ήθελα να μην είχεν ενοχλήσεις εις τα ζητήματα τα οικονομικά. Σχετικώς έχω ένα σημείωμα στο γραφείο μου στην Ακαδημία. Στο πνεύμα εκείνου θα ήθελα να ρυθμισθούν όλα.
Στην Έλλη πολλούς χαιρετισμούς, φιλιά στον Νίκο. Σου σφίγγω το χέρι αγαπητέ μου. Φως και χαρά γύρω σου και μέσα σου.
21/9/37 Ι. Συκουτρής
Χαρούλα: *Χαρά / ό,τι θα: *ό,τι της / Της αξίζει και χωρίς: *Τις αξίζει (δυο δυσδιάκριτες λέξεις) / τα οικονομικά: *(λέξη δυσδιάκριτη) νομικά / ένα σημείωμα: *σε σημειώματα / εκείνου: *εκείνο / ρυθμισθούν όλα: *ρυθμιστεί / Φως ... μέσα σου: *(δυσδιάκριτη λέξη) μάνα σου με (δυσδιάκριτη λέξη) / Ι. Συκουτρής: *Γιάννης
[σελ. 2]
Τα χ/φα μου όλα και αι σημειώσεις παρακαλώ να καούν. Μόνον όπου έχω αντιβολάς χ/φων αρχαίων εις βιβλία ή χαρτιά να δοθούν εις την Εθν. Βιβλιοθήκην, ώστε να χρησιμεύσουν ενδεχομένως εις άλλους.
Το εσώκλειστον δίδεις της Χαράς. (1000 δρ)
Η Ποιητική θα εκδοθή όσο μέρος ετυπώθηκε. Μένει το σπουδαιότερο της Εισαγωγής αλλά {θ} συνέχεια θα μπῃ το εσώκλειστο χαρτί. Ας μην αναλάβῃ κανείς να την συμπληρώση.
Ακροκόρινθος {22}21/9/37 Γιάννης
και αι: *ως και / Μόνον... αντιβολάς: *(λέξη δυσδιάκριτη) / ή: *και / χρησιμεύσουν: *χρησιμοποιηθούν / εις άλλους: *από άλλους / δίδεις της: *δίνεις στης / ετυπώθηκε: *εκτυπώθηκε
Δε θα σταθώ σε γενικότερο σχολιασμό της ήδη πολυσυζητημένης επιστολής. Αρκούμαι σε δύο σημεία που ξεκαθαρίζουν καλύτερα με τη νέα ανάγνωση:
α) Στην Εθνική Βιβλιοθήκη ο Συκουτρής δεν αφήνει μήτε «αρχαία χειρόγραφα» μήτε βιβλία, αλλά μόνο «αντιβολές», δηλαδή σημειώσεις για τις διαφορετικές γραφές που δίνουν σε «αρχαία» κείμενα οι κώδικες που μελέτησε ο ίδιος ή άλλοι σε διάφορες βιβλιοθήκες.7 Ο όρος αυτός δεν τηρήθηκε βέβαια, όπως δεν τηρήθηκαν οι άλλοι δυο που έθεσε μαζί του, δηλαδή να καούν τα άλλα χαρτιά του και να προστεθεί ο «επίλογος» στην εισαγωγή της «Ποιητικής» (αν κι εδώ δεν είναι τόσο απλά τα πράματα, όπως θα δούμε πιο κάτω). Καμμιά δωρεά χειρογράφων του Συκουτρή (και το έχω ελέγξει προσωπικά) δεν καταχωρήθηκε ποτέ στα βιβλία του Τμήματος Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, που εκείνο τον καιρό τα τηρούσε ακόμα με κάποια συνέπεια ο Λίνος Πολίτης.
β) Η επιστολή παραπέμπει σε δύο ακόμη αυτόγραφα του ίδιου του Συκουτρή. Το ένα είναι το γνωστό «εσώκλειστο» που θα μας απασχολήσει παρακάτω· το άλλο είναι «ένα σημείωμα στο γραφείο μου στην Ακαδημία», το οποίο αφορούσε «τα ζητήματα τα οικονομικά», κι είχε στόχο «να μην έχει ενοχλήσεις» η γυναίκα του Χαρά.
Τί σημείωμα ήταν αυτό;
Πιστεύω πως το μαντεύουμε: Μια διαθήκη.
Η διαθήκη του Συκουτρή είναι τελείως άγνωστη στους βιογράφους του και όσους άλλους έγραψαν για τις αιτίες της αυτοκτονίας του. Την ήξεραν όμως η Χαρά και ο κύκλος της, και στις 4.10.1937 ο δικηγόρος της Νίκος Ασκούτσης (μακρινός συγγενής και αργότερα υπουργός του ΕΑΜ) την υπέβαλε στο Πρωτοδικείο Αθηνών, δηλώνοντας πράγματι ότι είχε βρεθεί στην Ακαδημία. Τρεις μάρτυρες – ο Μπερζάν, ο Δετζώρτζης και ο (επίσης υπουργός αργότερα) Κωνσταντίνος Τρυπάνης – βεβαίωσαν πως το γράψιμο είναι του Συκουτρή. Δημοσιεύτηκε με την απόφαση 10616/7.10.1937 (αριθμός διαθήκης 3744), που μαζί με τη δικογραφία της έχει κατατεθεί με το υπόλοιπο αρχείο του Πρωτοδικείου στην Κεντρική Υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Σώζεται ο αρχικός της φάκελος (26,5x18 εκ.) με τα γράμματα του Συκουτρή: «Κυρίαν Χαράν Συκουτρή / Ι.Χ.». Το αυτόγραφο της διαθήκης βρέθηκε εντέλει παρατοποθετημένο στο τέλος του φακέλου.8 Είναι δύο καθαρογραμμένα φύλλα 28,5x21,5 εκ., με μια πιο αχνή κατοπινή προσθήκη. Δύο ταυτόσημα αντίγραφα της διαθήκης (το ένα με το χέρι της Χαράς) εντοπίστηκαν στα έγγραφα της «κρύπτης».
Παραθέτω το πρωτότυπο από φωτογραφία:
Την σήμερον 1 Δεκεμβρίου 1936 ημέραν των γενεθλίων μου αισθάνομαι την ανάγκην, ανασκοπών τα 35 χρόνια που έζησα ώς τώρα, να διαθέσω τα της περιουσίας μου εν περιπτώσει θανάτου μου. Αφήνω λοιπόν διά του παρόντος μοναδικήν και αποκλειστικήν κληρονόμον της περιουσίας μου, κινητής και ακινήτου, την αγαπημένην, την ανεκτίμητον σύζυγόν μου Χαράν, χωρίς {-} κανείς να έχῃ το δικαίωμα εκ {της} των πατρικών μου συγγενών να την ενοχλήσῃ ή να διεκδικήσῃ τίποτε. Η σύζυγός μου θα δικαιούται να διαθέσῃ τα της περιουσίας μου όπως αυτή νομίζει, αδέσμευτος από κάθε περιορισμόν. Θα δικαιούται επίσης να {δια} κανονίσῃ την ζωήν της σύμφωνα προς την κρίσιν της. Ό,τι αποφασίσῃ θα είναι ποτισμένον από αρετήν, σύνεσιν και καλωσύνην. Θα την παρακαλούσα μόνον να δώσῃ εις τα τρία μου παιδιά, την Μαρίαν, την Αγλαΐαν και την Μαριάνθην, [φύλλο 2] ένα μικρόν ενθύμιον είτε εις βιβλία εικονογραφημένα της βιβλιοθήκης μου είτε εις άλλο αντικείμενον. Είναι ολίγον απέναντι της αγάπης που μου έδειξαν εις τα τελευταία χρόνια της μοναξιάς μου.
Ένα παράπονον έχω κατά του εαυτού μου: πως δεν κατώρθωσα να κάνω την Χαράν μου τόσον ευτυχισμένην, όσον ήθελα και της ήξιζε.
Αθήναι 1 Δεκεμβρίου 1936 Ι. Συκουτρής
Υ.Γ. Και τα δικαιώματά μου επί της κατοικίας της οδού Μαυρομματαίων 7, αν τύχῃ και δεν προφθάσω και επισήμως να τα μεταγράψω, ανήκουν δικαιωματικώς εις την σύζυγόν μου. Προέρχονται από τας οικονομίας, που επραγματοποιήσαμεν χάρις εις την εργασίαν της.
Αθήναι 25 Ιουλίου 1937 Ι. Συκουτρής
Οι όροι της διαθήκης δεν ξαφνιάζουν. Η κακή σχέση του Συκουτρή με τη μητέρα του Μαρία και τους αδερφούς του, που εδώ τους αποκληρώνει ρητά, είναι γνωστή. Η έκφραση «τα τρία μου παιδιά» για τις παλιές μαθήτριες και φοιτήτριες που συχνά τον περιστοίχιζαν (Μαρία Κακισοπούλου, Αγλαΐα Φακάλου και Μαριάνθη Σακορράφου), τολμηρή για τέτοιο έγγραφο, δε θα παραξενέψει τους γνώστες της αλληλογραφίας του Συκουτρή. Ούτε η ταυτόχρονη έμφαση στην εσώτερη μοναξιά του.9
Ολοφάνερα η διαθήκη (και προπάντων το υστερόγραφό της) δεν αντιπροσωπεύει ένα φρόνιμο νοικοκύρη που προβλέπει κάθε μέτρο για την εξασφάλιση του οίκου του από μελλοντικά απρόοπτα, αλλά έναν άνθρωπο που ήδη αποφάσισε ή το λιγότερο διαπραγματεύεται με το θάνατο. Γι’ αυτό οι ημερομηνίες έχουν εδώ σημασία. Όταν ο Συκουτρής γιόρταζε τα 35 του χρόνια καταστρώνοντας τη διαθήκη του, έμπαινε ήδη στον τρίτο της μήνα η υστερική συκοφαντική εκστρατεία που λάνσαραν εναντίον του ηθικολόγοι και γλωσσαμύντορες για την έκδοση του «Συμποσίου» του Πλάτωνα (1934). Η καταλαλιά κορυφώθηκε το επόμενο καλοκαίρι, με το λίβελλο που του έγραψε ο συνυφηγητής του Σταματάκος και την παραπομπή του σε δίκη για «δυσφήμηση» των συκοφαντών του. Φαίνεται να είχε πάρει την απόφασή του. Εκκρεμούσε το θέμα του καινούργιου σπιτιού του (του πρώτου ιδιόκτητου της ζωής του), που θα ήταν συνάμα η αποζημίωση και η προίκα του στην «ανεκτίμητη» Χαρά – αλλά ακόμα δεν ήταν έτοιμο. Το Σεπτέμβριο πήρε τα κλειδιά στα χέρια του και τράβηξε αμέσως για την Κόρινθο. Όλα αυτά γίνονται τώρα πιο κατανοητά, και απλοϊκή θα πρέπει να κριθεί κατά τη γνώμη μου η στάση μερικών, οι οποίοι απορούν πώς αυτοκτόνησε ένας άνθρωπος μόλις έλυσε το στεγαστικό του πρόβλημα. Από την άλλη το κείμενο της διαθήκης αποδυναμώνει τον κατοπινό συσχετισμό που έκαναν πολλοί ανάμεσα στο τέλος του και την «απογοήτευση» που ένιωσε ο Συκουτρής τον ίδιο Αύγουστο, όταν με Έλληνες φοιτητές επισκέφτηκε τη ναζιστική Γερμανία, ένα ταξίδι που άρχισε αμέσως μετά την υπογραφή του υστερόγραφου της διαθήκης.
Χωρίς «ενοχλήσεις» δεν έμεινε πάντως η Χαρά Συκουτρή. Οι κοινές τους «οικονομίες» δεν έφταναν και το διαμέρισμα της Μαυρομματαίων είχε υποθηκευτεί για 400.000 δραχμές στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Η ίδια είχε εγγυηθεί και το μερίδιο του συζύγου της. Το Μάρτιο του 1939 επιτέλους της αναγνώρισαν μια σύνταξη χηρείας, 880 δρχ. το μήνα. Ένα ποσό ακόμη μικρότερο δόθηκε στη μητέρα του Συκουτρή. Σημειώνω επίσης την πολύχρονη διένεξη της Ακαδημίας με τη Χαρά για τα εκδοτικά δικαιώματα του πλατωνικού «Συμποσίου», η οποία διευθετήθηκε μ’ έναν απρόθυμο συμβιβασμό τον Απρίλη του ’67...10
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Έχουν γράψει ότι έγινε και νεκροψία, αλλά δεν υπάρχει τέτοια εγγραφή στο αντίστοιχο βιβλίο του αρχείου της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας (σήμερα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους).
2. Αριστοτέλους: Περί ποιητικής. Μετάφρασις υπό Σίμου Μενάρδου. Εισαγωγή, κείμενον και ερμηνεία υπό Ι. Συκουτρή. Αθήνα, Ι. Κολλάρος, 1937. Ο πρόλογος του Συκουτρή έχει ημερομηνία «Μάρτιος 1936».
3. [Δετζώρτζης,] Ιωάννης Συκουτρής. Πενήντα χρόνια από τον θάνατό του, Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, 1988, σσ. 68-69· Τ. Θεοδωρόπουλος, Βερονάλ, Μεταίχμιο, 2015, κεφ. ΙΧ· Π. Χαρτοκόλλης, Ιδανικοί αυτόχειρες. Έλληνες λογοτέχνες που αυτοκτόνησαν, Εστία, 2003, σσ. 99-100· Διον. Αλικανιώτης, Ιωάννης Συκουτρής. Η ζωή του, Κάκτος, 2007, σσ. 468-471· Π. Καπετανίδου, «Το σημείωμα αυτοκτονίας: Μεταξύ λογοτεχνίας και μαρτυρίας» (2018), σσ. 28-33 (http://olympias.lib.uoi.gr/jspui/bitstream/123456789/29128/1/Μ.Ε. ΚΑΠΕΤΑΝΙΔΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ 2018.pdf).
4. Χαρτοκόλλης, ό.π., σ. 136 (36 σελίδες μετά την αντίστοιχη αναφορά στον «επίλογο»).
5. Βλ. http://www.laskaridisfoundation.org/wp-content/uploads/2018/01/ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΑΡΧΕΙΟΥ-ΙΩΑΝΝΟΥ-ΣΥΚΟΥΤΡΗ.pdf· Μιχ. Κοκολάκης, «Αρχείο Ιωάννου Συκουτρή (1901-1937). Κατάλοιπα της συλλογής Μίνωος Κοκολάκη», Ελληνικά 67 (2017) 103-187 (στη σ. 104 για το συγκεκριμένο σπίτι).
6. Έχουν δημοσιευτεί σε φωτογραφίες στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας (τχ. 738, 1958, σσ. 545 και 547) και είχα ο ίδιος σχολιάσει την απουσία τους από το σωζόμενο αρχείο του Συκουτρή (Κοκολάκης, ό.π., σ. 114).
7. Τα περισσότερα βιβλία του Συκουτρή δωρήθηκαν το 1972 στην Εστία Νέας Σμύρνης. Μερικά χειρόγραφα και «αντιβολές» σώζονται σήμερα στο Ίδρυμα Λασκαρίδη.
8. Όλα αυτά βρέθηκαν και φωτογραφήθηκαν χάρη στην εμπειρία και το μεράκι της Υπακοής Χατζημιχαήλ.
9. Βλ. σχετικά το εξαντλητικό Επίμετρο της Ε. Ράμφου στο: «Με φιλίαν παντοτινήν και άδολη». Γράμματα του Ιωάννη Συκουτρή στις μαθήτριές του, εισαγωγή Γ. Α. Χριστοδούλου, ΜΙΕΤ, 2014, σσ. 279-303 (ιδίως σ. 292 κε.).
10. Όλες οι πληροφορίες από έγγραφα της «κρύπτης». Είναι αβάσιμο πως οι κληρονόμοι του Συκουτρή «από σεβασμό προς την Ακαδημία» τής εκχώρησαν και τα πνευματικά τους δικαιώματα (Αλικανιώτης, ό.π., σ. 138).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Μιχάλης Κοκολάκης
Μικροφιλολογικά 48 (Φθινόπωρο 2020) 73-79
Τα αυτόγραφα των τελευταίων σημειωμάτων του Ι. Συκουτρή
Β΄
Στο προηγούμενο τεύχος των «Μικροφιλολογικών» δημοσίευσα ολόκληρη την αποχαιρετιστήρια επιστολή που φέρεται να έγραψε από τον Ακροκόρινθο ο Συκουτρής τη μέρα της αυτοκτονίας του (21/9/1937) στον Άγγελο Καλογερά, με βάση το πρωτότυπο που εντοπίστηκε το 2019 στο σπίτι της γυναικαδέλφης του Συκουτρή Ελένης Πετυχάκη-Κοκολάκη. Απέδειξα επίσης ότι: (α) Οι αστοχίες της πρωτύτερης έκδοσης του κειμένου από τον Π. Χαρτοκόλλη (2003) δεν οφείλονται σε ελαττώματα του πρωτοτύπου, αλλά του κακού φωτοαντιγράφου που μεταχειρίστηκε· (β) η επιστολή φανέρωνε την ύπαρξη της άγνωστης μέχρι τώρα διαθήκης του Συκουτρή, την οποία και δημοσίευσα· (γ) το γνωστό «τελευταίο χειρόγραφο» ή «φιλολογική διαθήκη» ή «επιστολή χωρίς συγκεκριμένο αποδέκτη» (!) που επίσης γράφτηκε στον Ακροκόρινθο, και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία της 1/4/1958, το είχε βάλει ο Συκουτρής εσώκλειστο στο μήνυμά του στον Καλογερά· (δ) το δεύτερο τούτο χειρόγραφο, που προτίμησα να το αποκαλώ «επίλογο», είχε «αποδέκτες» πολύ συγκεκριμένους, αφού ο συγγραφέας του το προόριζε ως υστερόγραφο στη μισοτελειωμένη εισαγωγή της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη, την οποία είχε αναλάβει προ πολλού για λογαριασμό της Ακαδημίας Αθηνών. Υπαινίχθηκα επίσης ότι: (α) Το δημοσιευμένο κείμενο του «επιλόγου», αν και δεν έχει χονδροειδείς αλλοιώσεις ή σφάλματα, δεν είναι ωστόσο απόλυτα πιστό· (β) η παράλειψή του από την τελική μεταθανάτια έκδοση της «Ποιητικής» (1937-1938) δεν είναι τυχαία, μα αποτελεί την αναπόφευκτη συνέπεια της επιθυμίας όλων των ενδιαφερόμενων να κουκουλωθεί το γεγονός πως ο Συκουτρής αυτοκτόνησε.1
Τις δύο αυτές διαπιστώσεις θα τις εκθέσω αναλυτικότερα παρακάτω.
Παραθέτω πρώτα ακριβή μεταγραφή του «επιλόγου» βασισμένος στο πρωτότυπο σημείωμα, το οποίο βρέθηκε το 2019 μαζί με την επιστολή Καλογερά. Όπως κι εκείνη, είναι ένα ημίφυλλο 21,5x14 εκ., γραμμένο με μολύβι κι απ’ τις δυο μεριές, αρκετά δυσανάγνωστο. Εφαρμόζω τους κανόνες που τήρησα και στην επιστολή: Μονοτονικό, διατήρηση στίξης, ορθογραφίας και διαγραμμένων λέξεων (μέσα σε άγκιστρα), πλάγια γράμματα σε αβέβαιες λεξούλες, υπόμνημα με τις λιγοστές στραβές αποδόσεις της Νέας Εστίας (όπου όμως παραλείπω τις πολλές και ενοχλητικές παρεμβολές που τότε έγιναν στη στίξη του κειμένου, όπως εξηγώ με συντομία παρακάτω):
Το υπόλοιπον μέρος της Εισαγωγής δεν εστάθη δυνατόν να γραφῄ{.}· ό,τι υπάρχει δεν είναι δημοσιεύσιμον. Θα εξήταζε το πρόβλημα των τραγικών συναισθημάτων, δηλ. το πρόβλημα του τραγικού ανθρώπου. Αλλά το πρόβλημα αυτό εζούσεν ο συγγραφεύς μέσα του τόσον έντονα, τόσον προσωπικά, ώστε δεν κατώρθωνεν επί πολύ να το {--------} περιλάβῃ εις {αντάξ---} ισότιμον και αποστρογγυλευμένην διατύπωσιν. Είχεν αρχίσει να το κάνῃ τον χειμώνα 1936-37, όταν ανέλυεν εις {τους} τον Φιλολογικόν Κύκλον τας τραγικάς μορφάς του {L} Ρωμαίου και του Lorenzo, του Lear και της Cordelia, του Βρούτου και του Μάκβεθ, και όταν ετοίμαζε την ανάλυσιν του Hamlet. Δυστυχώς δεν κατώρθωσε να {τα} το γράψῃ ούτε την άνοιξιν του 1937, {παρασυρθείς εις} περιπλακείς εις συζητήσεις μικροπρεπείς και ταπεινάς. Και το τραγικόν είναι παραλλαγή του υψηλού πάντοτε. Ευτυχώς εξεκαθάρισεν εφέτος το καλοκαίρι τας ιδέας του, και ημπορούσε να υποσχεθῄ εις αγαπητόν του πρόσωπον, ότι + [σελ. 2] προ της αναλύσεως των έργων του Shakespeare και των Ελλήνων τραγικών, που θα έκαμνεν το έτος 1937-38 εις τον Ασκραίον, θα διέθετε μερικά μαθήματα δια να ομιλήσῃ γενικώς περί του τραγικού ανθρώπου. Εκεί θα ανέπτυσσε και την ιδικήν του θεωρίαν περί καθάρσεως, την οποίαν, {συνέδεε} αυτοτελή και ασύνδετον ως τώρα με το υπόλοιπον της Ποιητικής, συνέδεεν ο συγγραφεύς με τα περί του καθόλου: ήτο η «καθολικοποίησις» των ελεεινών και φοβερών παθημάτων μέσα εις την ψυχήν του θεατού, ο οποίος με τον έλεον και τον φόβον που του προκαλεί ο ποιητής, αισθάνεται τα γινόμενα επί σκηνής ως ιδικήν του υπόθεσιν, ως υπόθεσιν πανανθρώπινον μάλλον. {Έτσι} Έτσι «καθῄρετο» το απλούν συμπτωματικόν μυθικόν γεγονός. Απ’ αυτά θα επροχωρούσεν εις την ψυχολογίαν του τραγικού προσώπου. Ήλπιζε πως θα επρόφθανεν... {Δυστυχώς} Μα ο έρως θανάτου είναι ισχυρότερος από κάθε έρωτα: έρωτα ανθρώπων, έρωτα παιδείας, έρωτα γης και φωτός...
εζούσεν: *εζούσε / 1936-37: *του 1936-1937 / Shakespeare: *Σαίξπηρ / 1937-38: *1937-1938 / έκαμνεν: *έκαμνε / Απ’ αυτά: *Απ’ αυτό (έτσι και σε όλα τα χφ. αντίγραφα)
Διευκρινίζω ότι σώθηκαν και έξι αντίγραφα του «επιλόγου», 3 χειρόγραφα και 3 δακτυλόγραφα. Μερικά ανήκουν στο εύρημα του 2019 και άλλα βρίσκονται από το 2017 στο αρχείο Συκουτρή του Ιδρύματος Λασκαρίδη.2 Δυο απ’ τα χειρόγραφα αντίγραφα είναι πιστότατα (το ένα είναι με το χέρι της Χαράς Συκουτρή) και με βοήθησαν στην ανάγνωση του ξεθωριασμένου πρωτοτύπου.3 Δεν ισχύει το ίδιο για τα δακτυλόγραφα, που είναι και η άμεση πηγή της δημοσίευσης του 1958. Πέρα από τις μικροαλλαγές που ήδη σημείωσα, βρίσκουμε «διορθώσεις» στον τονισμό και στα κόμματα, ανακάτεμα στα εισαγωγικά και τις υπογραμμίσεις, και ιδίως μιαν αυθαίρετη φιλολογίζουσα κατανομή σε παραγράφους, που εξασθενίζει το κείμενο και ενθαρρύνει παρανοήσεις (π.χ. με το σπάσιμο που έγινε μετά τη λέξη «ταπεινάς»). Βαρύνεται, τέλος, η έκδοση του 1958 με την παράλειψη της αναγκαίας επεξήγησης που επίτηδες είχε προσθέσει στο δακτυλόγραφο η χήρα του Συκουτρή: «Το κάτωθι σημείωμα προωρίζετο από τον Ι. Σ. ν’ αποτελέσῃ την κατακλείδα της ημιτελούς εισαγωγής εις τον τόμον Αριστοτέλους Περί Ποιητικής». Έχουμε δει πού οδήγησε αυτή η παράλειψη.
Περισσότερο ενδιαφέρον απ’ αυτές τις λεπτομέρειες έχουν οι απόπειρες που έγιναν να νοθευτεί στην ουσία του το τελευταίο γραφτό του αυτόχειρα Συκουτρή – γιατί και οι δυο επόμενες παραλλαγές του ολοφάνερα γράφτηκαν με σκοπό να δημοσιευτούν:
α) Στο τρίτο αντίγραφο του χειρογράφου έχουν διαγραφεί οι λέξεις «Ευτυχώς»4 και «εις αγαπητόν του πρόσωπον», λείπει το τέλος («Ήλπιζε ... φωτός»), και αντί για την ένδειξη «Ακροκόρινθος 21/9/37» βλέπουμε τη μονογραφή της Χαράς Συκουτρή!
β) Σε αδέσποτο φύλλο αδιόρθωτου τυπογραφικού δοκιμίου της τελευταίας σελίδας (148) της Εισαγωγής του Συκουτρή στην «Ποιητική» διαβάζουμε τα ακόλουθα γνώριμα (με τα τυπογραφικά τους λάθη):
Το υπόλοιπον μέρος της Εισαγωγής, λόγω του παρεμπεσόντος αιφνιδίου θανάτου του συγγραφέως, δεν εγένετο δυνατόν να γραφῄ. Ως εκ των ευρεθέντων σημειωμάτων εξάγεται και έκ τινων άλλων σημείων της Εισαγωγής καθίσταται φανερόν, θα εξήταζε το πρόβλημα των τραγικών συναισθημάτων, δηλαδή το πρόβλημα του τραγικού ανθρώπου. Είχεν αρχίσει να το συνθέτῃ κατά τον χειμώνα 1936-37 ότε ανέλυεν εις φιλολογικόν κύκλον τας τραγικάς μορφάς του Ρωμαίου και του Loren=o, του Lear και της Cordelia, του Βρούτου και του Mánbed και ητοίμαζε την ανάλυσιν του Hamlei. Δεν προέβη δέ εις την σύνταξιν ούτε
Η συνέχεια θά ’ταν στην επόμενη σελίδα, αλλά τέτοια δεν υπάρχει.
Είναι φανερό λοιπόν πως συγγενείς και Ακαδημία ήξεραν την ύπαρξη του «επιλόγου» από την επαύριο του θανάτου του Συκουτρή (δε θα είχε στείλει λογικά και στην Ακαδημία ένα αντίγραφο;)· και πως δεν είχαν ουσιαστική αντίρρηση να εκδοθεί το περιεχόμενό του. Μόνο που έπρεπε να γίνει αυτό χωρίς την υπογραφή του αυτόχειρα και με τις αναγκαίες αλλοιώσεις, για να μην καταρρεύσει η σκηνοθεσία του «τυχαίου» θανάτου. Ο ίδιος ο Συκουτρής τους διευκόλυνε, διατυπώνοντας όλο το κείμενο σε τρίτο πρόσωπο.
Τελικά είναι μάλλον ευτύχημα που ωριμότερη σκέψη απέκλεισε από τη δημοσίευση τα παραπάνω εκτρώματα, επιτρέποντας να δημοσιευτεί υστερότερα ο γνήσιος Επίλογος, έστω και με μία ήπια «επιμέλεια». Στη θέση τους τυπώθηκε το 1937, στο τέλος της Εισαγωγής, μόνο η σιβυλλική κατακλείδα: «Το υπόλοιπον μέρος της Εισαγωγής, λόγῳ του αιφνιδίου θανάτου του συγγραφέως, δεν εγένετο δυνατόν να γραφῄ».
Ίσως να ήταν ειλικρινέστερο και διεισδυτικότερο, αν είχαν γράψει: «Το υπόλοιπον μέρος της Εισαγωγής ήτο αδύνατον να γραφῄ, ο δέ συγγραφεύς λόγῳ και τούτου επιτέλους απέθανε».5
Μέσα στα θύματα του δράματος της Κορίνθου ήταν και η συκουτρική «θεωρία περί καθάρσεως». Αφορούσε φυσικά την ερμηνεία του περίφημου χωρίου από τον αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας στο κεφάλαιο 6 της «Ποιητικής»: «δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Από τον «επίλογο» βγαίνει ότι ο Συκουτρής δεχόταν τη θέση της πλειοψηφίας των φιλολόγων πως «παθήματα» σημαίνει «πάθη και συγκινήσεις που διεγείρονται στην ψυχή των ακροατών μιας τραγωδίας»· απέκρουε όμως, ο παθιασμένος αυτός, την πουριτανική εκδοχή που συνδέεται με το όνομα του Γιάκομπ Μπερνάις (1824-1881) και βλέπει στα πάθη «αρρώστιες» βλαβερές και απόβλητες. «Κάθαρσις» για το Συκουτρή είναι όχι η εξάλειψη των παθών, αλλά ο εξευγενισμός τους – η «καθολικοποίησις». Ανάλογες θέσεις θα προβάλει αργότερα ο περίπου συνομήλικός του Ε. Παπανούτσος, όπως και ο ίδιος παραδέχτηκε το 1958.6
Τις ιδέες του αυτές τις καταγράφει ο Συκουτρής γύρω στο 1935 σε πυκνογραμμένο σχεδίασμα 15 φύλλων, που βρίσκεται σήμερα στο αρχείο του στο Ίδρυμα Λασκαρίδη.7 Κανείς ειδικός – ακόμα κι ο κληρονόμος και κάτοχος του αρχείου για 40 και πάνω χρόνια, ο οποίος έγραψε το 2000 πραγματεία για το ίδιο θέμα ακριβώς!8– δε μοιάζει ώς τώρα να γνώριζε ή να μελέτησε το πολύ δυσανάγνωστο και σχετικά χαοτικό αυτό προσωπικό χειρόγραφο, που δεν ήταν βέβαια «δημοσιεύσιμον» για το συντάκτη του, αλλά ούτε και κάηκε όπως είχε ορίσει στη στερνή του παραγγελία.
Είναι αδύνατο να εκδώσω εδώ ολόκληρο το σχεδίασμα. Δισταχτικά μεταφέρω λίγα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα φύλλα 3α και 9, σαν «testimonia» ας πούμε, ελπίζοντας ότι θα διευκόλυναν κάπως την κατανόηση του πολύπαθου «επιλόγου» της «Ποιητικής».
Εις τί όμως συνίσταται η κάθαρσις αυτή του ελέου και φόβου από τα ταπεινά συναισθήματα και νοσηρά; Ο Αρ. [= Αριστοτέλης] δεν απαντᾴ. <Ούτε και νεώτεροι>. Αναπλάττομεν.
Το δράμα τροποποιεί τα αισθήματ’ αυτά (κατά τον Butcher) όχι τον έλεον. [...] Αλλά τον φόβον. Όχι πλέον ιδιοτελές αίσθημα, ότι κινδυνεύομεν ημείς [...] Αλλά συμπάθεια δι’ ήρωα που μας μοιάζει.
Τέτοιος φόβος δεν είναι κάτι παθητικόν ούτε συνθλίβει όπως η απλή συμφορά. Δεν μας περνᾴ η σκέψις ότι θα βρεθούμε στην θέσιν του ΟΤ [= Οιδίποδος Τυράννου] αλλ’ αόριστος φρίκη 14,1 άμεσον αίσθημα όχι σκέψις. <Αλλά αίσθημα ότι όχι κάτι εξαιρετικόν και μοναδικόν διακυβεύεται εις ΟΤ. αλλά βαθεία ανθρ. μοίρα>.
Πηγή τεραστίας παρεξηγήσεως ότι ταυτίζουν κάθαρσιν με ηδονήν.
Τώρα εξηγείται διατί δεν ορίζει εδώ την κάθαρσιν. Διότι είναι ο σκοπός της ποιήσεως γενικώς όχι της τραγῳδίας ειδικώς. Και της τραγῳδίας τα μέσα διαφορετικά. Διατί ομιλεί περί ελέου και φόβου δια μακρών.
<Ίσα που κάθαρσις γίνεται φυσικά και στον έρωτα, δηλ.[;] με την ερμηνείαν μου>.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Αγνοώ πότε άρχισε «επίσημα» να διαδίδεται η εκδοχή της αυτοκτονίας. Πολλές από τις νεκρολογίες που του έχουν αφιερωθεί είναι χαρακτηριστικά διφορούμενες· ήξεραν μάλλον (ή υποψιάζονταν) οι συντάκτες τους την αλήθεια, αλλά σα να κωλύονταν να το πουν ανοιχτά. Ο αθώος όμως ξένος Μόραβτσικ έγραφε ακόμα, το Σεπτέμβριο του ’38, για «καρδιακή προσβολή» (J. Sycoutris, Philologie et Vie, Βουδαπέστη 1938, σ.7).
2. Μιχ. Κοκολάκης, «Αρχείο Ιωάννου Συκουτρή. Κατάλοιπα της συλλογής Μίνωος Κοκολάκη», Ελληνικά, 67 (2017), σ. 161 (#467).
3. Αποκλίνω μόνο όταν γράφω «Απ’ αυτά» (αντί «Απ’ αυτό») και παραπάνω «τα (αντί «το») περί του καθόλου», όπου προτίμησα την ανάγνωση της Νέας Εστίας.
4. Στη θέση του έγραψαν «Με βαθείαν ικανοποίησίν του».
5. Ήταν (ισχυρίζομαι) αδύνατο λόγω της ομολογημένης δυστοκίας του, μα κι επειδή θα έχαναν πια οι εργοδότες του την υπομονή τους. Υποθέτω πως αργά ή γρήγορα θα έβαζε η Ακαδημία κάποιον τρίτο για να «συμμαζέψει» την Εισαγωγή της «Ποιητικής», όπως ακριβώς σχεδίαζε και για το ήδη τυπωμένο αλλά «αμαρτωλό» πλατωνικό «Συμπόσιο», κι όπως είχε κάνει πρόσφατα ο Γερμανός εκδότης Τόυμπνερ για την επίσης ημιτελή συκουτρική εκδοχή των λόγων του Δημοσθένη. Κατά τ’ άλλα δεν ξέρουμε ίσως όσα θα έπρεπε για τις σχέσεις των ανθρώπων της Ακαδημίας με τον Συκουτρή τον τελευταίο χρόνο (ή και μήνα) της ζωής του, και την ενδεχόμενη αλληλεπίδρασή τους με τα πολλά και γνωστά προσωπικά και υπαρξιακά του αδιέξοδα.
6. Ε. Παπανούτσος, «Η κάθαρση των παθών μέσα στον αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας», Νέα Εστία, τεύχη 614-615 (1953)· «Η κάθαρση των παθών κατά τον Αριστοτέλη», Φιλοσοφία και Παιδεία, 1958, σσ. 279-309· «Έρως θανάτου», επιφυλλίδα του 1958 (Κοκολάκης ό.π., σ. 164, #496). Πβ. «Η εξήγηση της τραγωδίας» (1930), πρόχειρα στο https://pribas.blogspot.com/2017/09/blog-post_30.html.
7. Κοκολάκης ό.π. σσ. 143-144 (#332).
8. Μίνως Μ. Κοκολάκης, «Οι παράγοντες του τραγικού ελέου», ΕΕΦΣΠΑ 32 (1998-2000) 259-296 = Από τον Όμηρο στη Δεύτερη Σοφιστική, Πατάκης, 2004, σσ. 74-112. Στη σ. 268 = 83 διαβάζουμε μόνο ότι «ο Συκουτρής [...] θα πραγματευόταν το προαιώνιο αίνιγμα της καθάρσεως με τη γνώριμη κριτική του οξύνοια και την απαράμιλλη ενημερότητά του στη διεθνή βιβλιογραφία της Ποιητικής», αλλά «δυστυχώς το αδόκητο τέλος του» ματαίωσε και τη συγγραφή του αντίστοιχου κεφαλαίου.
Μιχάλης Κοκολάκης