Μία επιστολή του Σωτήρη Τριβιζά
για τα σατιρικά του Ν. Λαπαθιώτη
Αθήνα,
29.10.2014
Φίλε
κ. Παπαλεοντίου,
έπειτα
από αποτυχημένες προσπάθειες πέντε ετών, κρατώ επιτέλους στα χέρια μου τους
«Σατιρικούς στίχους» του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη. Μόλις έμαθα ότι κυκλοφόρησαν,
με τη δική σας επιμέλεια, το 2009, τους αναζήτησα στα ελληνικά βιβλιοπωλεία επί
ματαίω. Έπειτα παρακάλεσα φίλο εκδότη, ο οποίος επρόκειτο να ταξιδέψει για
επαγγελματικούς λόγους στην Κύπρο, να μου φέρει το συγκεκριμένο τεύχος των
«μικροφιλολογικών», αλλά εκείνος επέστρεψε κομίζοντας τα «Ποιήματα» του
Λαπαθιώτη στην έκδοση του Ζήτρου. Τέλος, παρακάλεσα έτερον φίλο, μόνιμο κάτοικο
Κύπρου, να μου αποστείλει το εν λόγω τεύχος, αλλά δυστυχώς ακόμη το περιμένω.
Έπειτα σκέφτηκα τον Ευριπίδη Κλεόπα και, επιτέλους, οι προσπάθειές μου
στέφτηκαν με επιτυχία. Καθώς μάλιστα ο Ευριπίδης μού παρέδωσε το τεύχος μαζί με
τον φάκελο αποστολής, επωφελούμαι από το γεγονός ότι βρήκα σημειωμένη επάνω τη
διεύθυνσή σας και σας απευθύνω αυτή την επιστολή, με μερικές μπαγιάτικες ίσως,
αλλά οπωσδήποτε φιλικές και πιθανώς χρήσιμες παρατηρήσεις.
Τη
διετία 1994-1995 υπήρξα καθημερινός επισκέπτης (τρόφιμος, μάλλον) του
αναγνωστηρίου του ΕΛΙΑ για τις ανάγκες της έρευνας η οποία αργότερα
μορφοποιήθηκε σε βιβλίο υπό τον τίτλο «Το σουρρεαλιστικό σκάνδαλο». Παρά το
γεγονός ότι είχα αναλάβει να φέρω εις πέρας μια έρευνα σχετικά με την πρόσληψη
του ελληνικού υπερρεαλισμού (η ιδέα ήταν του επιβλέποντος τη μεταπτυχιακή μου
εργασία καθηγητή Γιώργου Κεχαγιόγλου), οι δικές μου αναγνωστικές και
φιλολογικές προτιμήσεις ανέκαθεν έτειναν προς τη λεγόμενη νεορομαντική και
νεοσυμβολιστική Σχολή του Μεσοπολέμου. Άδραξα λοιπόν την ευκαιρία και,
ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής, κρατούσα επίσης
σημειώσεις για οτιδήποτε υπέπιπτε στην αντίληψή μου και θεωρούσα ότι με
ενδιαφέρει ως φιλόλογο και αναγνώστη. Κάπως έτσι «ανακαλύφθηκαν» οι μιμήσεις
του Λαπαθιώτη που είχαν δημοσιευτεί στην «Πνευματική Ζωή» και κάπως έτσι
προέκυψε η παρουσίασή τους στον «Πόρφυρα». (Ανοίγω παρένθεση: βεβαίως και δεν
αμφισβητώ ότι η παρωδία δεν αποσκοπεί αποκλειστικά στη διακωμώδηση ενός
κειμένου, όπως πολύ σωστά ισχυρίζεται η αρχαία φίλη και συμφοιτήτριά μου Κατερίνα
Κωστίου, ειδική άλλωστε επί του θέματος. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, θα
μου επιτρέψετε να επιμείνω στην διατύπωσή μου. Γνωρίζοντας από πλήθος μαρτυριών
τις απόψεις του Λαπαθιώτη για τη «μοντέρνα ποίηση», που τον οδήγησαν μάλιστα σε
ρήξη ακόμα και με τον αδελφικό του φίλο Μήτσο Παπανικολάου, επιμένω πως οι
τρεις συγκεκριμένες «μιμήσεις», του Εμπειρίκου, του Καββαδία και του Δρίβα,
αποσκοπούν αποκλειστικά στη διακωμώδηση του ύφους των τριών ποιητών. Μια ματιά
στον «σεβασμό» με τον οποίο συλλαμβάνονται και εκτελούνται οι μιμήσεις του
Καβάφη, λόγου χάριν, ή του Σικελιανού, θα μπορούσε να πείσει και τον πιο
δύσπιστο αναγνώστη).
Κλείνω
την παρένθεση και επανέρχομαι σε πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Εκείνη την εποχή
ήμουν ερωτευμένος με την ποίηση του Λαπαθιώτη (και τώρα είμαι, αλλά με
περισσότερη σύνεση και λιγότερο πάθος), επομένως δεν άφησα να πάει χαμένη η
ευκαιρία να ξεφυλλίσω το Αρχείο του, που έφτασε στα χέρια μου με την ευγενική
μεσολάβηση της Σοφίας Μπόρα. Το Αρχείο Λαπαθιώτη ήταν τότε αταξινόμητο και σε
μάλλον πρωτόγονη κατάσταση: πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμένοι. Τότε διάβασα
για πρώτη φορά τα σατιρικά ποιήματα του Λαπαθιώτη, ορισμένα μάλιστα τα
αντέγραψα με το χέρι μου. Ήταν η εποχή που απαγορευόταν η φωτοτύπηση, ακόμα και
η φωτογράφηση των κειμένων. Χρησιμοποιώντας τις σημειώσεις αυτές, δημοσίευσα
αυτολεξεί το σατιρικό ποίημα «Προϋποθέσεις ή τα μετά θάνατον» στον τόμο
«Ναπολέων Λαπαθιώτης: μια παρουσίαση» που κυκλοφόρησε στη σειρά «εκ νέου» των
εκδόσεων Γαβριηλίδης. Παρέλειψα μόνο την στερνή αράδα («Νύχτα, κρεββάτι –
πρεζαρισμένος») όχι για λόγους πουριτανικής ηθικής, αλλά γιατί έκρινα ότι αν το
δημοσίευα έτσι, ξεκάρφωτο και ατεκμηρίωτο, χωρίς τον απαραίτητο σχολιασμό,
υπήρχε κίνδυνος να στρέψω σε άλλα μονοπάτια την προσοχή του αναγνώστη. Το ποίημα
αυτό, ως γνωστόν, έχει δημοσιευτεί σε δύο παραλλαγές: τη δική μου (και δική
σας), που προέρχεται από το χειρόγραφο του Αρχείου, και την παραλλαγή του
Δικταίου που πρωτοφάνηκε στην έκδοση του Φέξη, ο οποίος (Δικταίος) την
ερανίζεται από τη «Διαγώνιο» του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Η έκδοση του Ζήτρου
δεν μετράει, καθώς αποτελεί φωτογραφική αναπαραγωγή της έκδοσης του Φέξη, αναπαράγοντας
αναπόφευκτα και τα τυπογραφικά λάθη της τελευταίας.
Η
πλέον αξιοσημείωτη διαφορά των δυο παραλλαγών εντοπίζεται στα ονόματα: στην
παραλλαγή του Αρχείου (που ισχυρίζομαι ότι είναι η αρχαιότερη) εμφανίζονται τα
ονόματα του Μήτσου Παπανικολάου, του Χάρη Σταματίου, του σκιτσογράφου Γρηγόρη,
του Γιώργου Μυλωνογιάννη, του Κώστα Γκίκα, του Αναστάσιου Δρίβα και του Μάριου
Βαγιάνου. Στη δεύτερη παραλλαγή, τη δημοσιευμένη από τον Δικταίο, τα ονόματα
των Παπανικολάου, Γρηγόρη, Γκίκα, Χάρη Σταματίου και Δρίβα εξαφανίζονται,
διασώζονται τα ονόματα των Μυλωνογιάννη και Βαγιάνου και εμφανίζονται τα
ονόματα των Άγγελου Σικελιανού, Κλέωνος Παράσχου, Τάκη Παπατσώνη, Λιλής
Ιακωβίδου και Πέτρου Χάρη. Προφανώς, το δεύτερο στιχούργημα είναι
μεταγενέστερο, έχει μεσολαβήσει η ρήξη με τον Μήτσο Παπανικολάου και τον κύκλο
του «Μπουκέτου» (θυμάστε στο Αρχείο την επιστολή τη σχετική με όσους
«παπανικολαΐζουν»;) και ο Λαπαθιώτης «διορθώνει» το στιχούργημα απαλείφοντας
όσους θεωρεί ότι τον «πρόδωσαν» (περνώντας στο στρατόπεδο της μοντέρνας
ποίησης) και αντικαθιστώντας τα ονόματά τους με ονόματα ανθρώπων που θεωρεί ότι
έμειναν φίλοι του (και φίλοι της ποίησής του) μέχρι την τελευταία στιγμή.
Ειδική μνεία για τον Κώστα Γκίκα: δεν ήταν «ένας αγαπημένος φίλος» του
Λαπαθιώτη, όπως το θέτει κομψά ο Δικταίος, αλλά ο εραστής και, δυστυχώς, ο
κληρονόμος του ποιητή. Αυτός ο άξεστος χωριάτης από το Μενίδι εμπόδισε τον
Πέτρο Χάρη να παραλάβει, σύμφωνα με την εκπεφρασμένη επιθυμία του Λαπαθιώτη,
τις χάρτινες κούτες με τα ανέκδοτα χειρόγραφα του ποιητή, μεταξύ των οποίων
ήταν και οι μουσικές συνθέσεις του, και κατόπιν πλημμύρισε την αγορά των
διαφόρων «συλλεκτών» με ανέκδοτα ποιήματα του Λαπαθιώτη. Θυμάμαι ότι στις αρχές
της δεκαετίας του 1990 (δηλαδή, μισόν αιώνα αργότερα!) διάβασα στη «Χρυσή
ευκαιρία» αγγελία μέσω της οποίας πουλούσαν «δύο ανέκδοτα λυρικά ποιήματα» του
Λαπαθιώτη. Επικοινώνησα αμέσως με το τηλέφωνο της αγγελίας και μίλησα με
κάποιον ο οποίος αρνήθηκε να μου δηλώσει το όνομά του και μου ζήτησε για τα δύο
ποιήματα «μισό εκατομμύριο δραχμές». Όταν κατάλαβε ότι το ενδιαφέρον μου ήταν
καθαρά φιλολογικό (ήμουν τότε πρωτοδιόριστος καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση και
ο μισθός μου δεν υπερέβαινε τις εκατό χιλιάδες δραχμές) αγνόησε τα παρακάλια
μου να με αφήσει να αντιγράψω τα ποιήματα και μου έκλεισε το τηλέφωνο! Αυτά τα
εγκλήματα διέπραξαν ο Κωτσο-Γκίκας και οι απόγονοί του!
Σχετικά
τώρα με τα «ποιήματα του Αντωνάκη». Το 1994 που είδα το Αρχείο Λαπαθιώτη, η
σειρά με τα αθυρόστομα αυτά ποιήματα βρισκόταν εκεί. Δυο-τρία μάλιστα αντέγραψα
με το χέρι μου, και θα πρέπει να υπάρχουν στα τετράδια με τις σημειώσεις μου
(τα οποία τετράδια, ωστόσο, δεν ξέρω πού βρίσκονται πια μέσα στο χάος της
βιβλιοθήκης μου). Ώστε η πληροφορία του Σαραντάκου είναι ακριβής (η σειρά
υπήρχε στο Αρχείο Λαπαθιώτη) και ο Ψαραδάκης θα μπορούσε κάλλιστα να την έχει
αντιγράψει – εξαρτάται από τη χρονική στιγμή κατά την οποία είδε το Αρχείο.
Γεγονός είναι ότι το Αρχείο Λαπαθιώτη, αταξινόμητο και αχαρτογράφητο για μεγάλο
χρονικό διάστημα, λεηλατήθηκε από διάφορους επίδοξους ερευνητές. Θα πρέπει
ασφαλώς να γνωρίζετε ότι αυτή τη στιγμή έχουν εξαφανιστεί από το Αρχείο όλα (!)
τα σατιρικά ποιήματα του Λαπαθιώτη. Η Σοφία Μπόρα μού μετέφερε αυτή τη θλιβερή
είδηση πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια. Είμαι βέβαιος ότι αυτή τη στιγμή κοσμούν
ιδιωτικές συλλογές!
Φοβάμαι
ότι σας κούρασα. Θεώρησα όμως ότι αυτά τα λίγα στοιχεία που είχα στη διάθεσή
μου θα ήταν καλό να τα γνωρίζετε, εφόσον ασχοληθήκατε επισταμένως με το θέμα.
Σας ευχαριστώ που μου δώσατε την ευκαιρία να δω τυπωμένα τα σατιρικά ποιήματα
του Λαπαθιώτη. Ο συγκεκριμένος ποιητής υπήρξε νεανική μου αγάπη. Και τις
νεανικές αγάπες δεν τις ξεχνάμε ποτέ.
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Σωτήρης
Τριβιζάς