Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Καβάφης




ΜΙΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ

Ν. Γιοκαρίνης, «Οι περίπατοι ενός γυρολόγου. Φιλολογικαί συνεντεύξεις. Ο κ. Καβάφης ομιλεί και δεν ομιλεί. Πώς θολώνονται τα νερά. Το πράσινον τηλεσκόπιον του ποιητού. Οι Αλεξανδρινοί, οι Αθηναίοι και οι επαρχιώται. “Θα σκάσωμεν αν δεν μιλήσωμε”. Τα κεριά που κρύβουν μίαν μορφήν. Η επανάληψις μιας επιθέσεως. Η τεχνοτροπία του κ. Καβάφη. Εδώ και αιδώ. Ο Βερλαίν και οι ίαμβοι», Ταχυδρόμος, Αλεξάνδρεια, 3.4.1924.

Διά να μάθη κανείς τα σκέψεις και τας γνώμας ενός ανθρώπου, δεν υπάρχει, είμαι βέβαιος, καλλιτέρα στιγμή από το απόγευμα, και καλλίτερος τόπος από την τραπεζαρία, με τα φλυτζάνια γεμάτα και τα ψωμάκια πασαλειμμένα με γλυκό. 
Δεν υπάρχει όμως και τρομερώτερον μαρτύριον διά τον δημοσιογράφον από την Φρόνησιν του ποιητού Καβάφη. Πριν ακόμη ανοίξετε διά να ερωτήσετε κάτι, ο κ. Καβάφης διαβάζει εις το πρόσωπόν σας τα αισθήματα που εγέννησαν την σκέψιν σας. Έτοιμος ο ίδιος να υποστή το μαρτύριον της συνεντεύξεως, οπλίζεται με όλην την Φρόνησιν που απαιτεί η αυθάδειά σας! Και περιμένει με τα μάτια εις την σκοπιάν. Αν αντιληφθή ότι διστάζετε ακόμη από πού ν’ αρχίσετε, δεν σας προσελκύει εις το θέμα που είναι έτοιμος να σας αναλύση, αλλά σας θολώνει περισσότερο τα νερά.
«Πάρε λίγο γλυκό, φίλε!».
Και ενώ κριτσανίζετε το ψωμάκι σας, ο Καβάφης κυττάζει τους μορφασμούς σας από την μικρή τρυπίτσα της πράσινης πίπας, την οποίαν χρησιμοποιεί ως τηλεσκόπιον. Και όταν χορτάση την έκφρασίν σας, όταν νιώση τους σκοπούς σας, ε τότε, ήσυχος πλέον, φυσά μέσα εις την πράσινην πίπα του και είναι έτοιμος να σας ακούση.
«Τα νέα σου, φίλε Γιοκαρίνη».
Και κατεβάζει αμέσως το κεφάλι, κόβει ένα σιγαρέττον εις δύο, βάζει το μισό εις το κουτί, το άλλο μισό εις την άκρην της πίπας και ακούει τα νέα, τα νέα που είναι ίσως παλιά διά την ατμόσφαιραν του δωματίου εκείνου.
«Να σε ειπώ, φίλε. Οι αλεξανδρινοί λόγιοι δεν αποτελούν ελληνικήν επαρχιακήν ομάδα. Δεν ημπορούμεν να τους συνταυτίσωμεν με τους λογοτέχνας των επαρχιών της Ελλάδος, οι οποίοι ευρίσκονται τόσον κοντά εις την πρωτεύουσαν, εις το κέντρον της καλλιτεχνικής κινήσεως, και ημπορούν κάθε τόσο να επικοινωνούν και ζυμώνονται μαζί τους. Τους Αλεξανδρινούς τους ενώνει με την άλλην Ελλάδα η γλώσσα και ο εθνισμός. Αλλά αποτελούν ένα ιδικόν των σύνολον».
«Το οποίον επηρεάζεται από τας Αθήνας;»
«Η αναγνώρισις των Αθηνών λογαριάζεται, αναμφιβόλως, διά την Αλεξανδρινήν λογοτεχνίαν. Δι’ αυτό, πρέπει οι Αλεξανδρινοί να παρακολουθούν την αθηναϊκήν κίνησιν και να είναι εις επαφήν με την πανελλήνιαν εκδήλωσιν της λογοτεχνίας».
«Υπάρχουν, νομίζετε, λογοτέχναι που θέλουν να δημιουργήσουν αλεξανδρινήν ζωήν;»
«Ευκταίον θα ήτο να εγίνετο τοιαύτη σχολή. Και ίσως γίνη εις το μέλλον. Διά το παρόν, δεν ημπορούμε να μιλήσωμε. Ομιλούμεν διά το μέλλον, που δεν ξέρει κανείς. Αν δεν μιλήσωμε και διά το μέλλον, τότε θα σκάσωμε, φίλε».
«Το παρόν όμως είναι η λογοτεχνική παραγωγή των τελευταίων ετών. Ημπορούμε, αν θέλετε, να μιλήσουμε και γι’ αυτήν».
«Πολλή νέα λογοτεχνική παραγωγή υπάρχει εις την Αλεξάνδρειαν. Και παραγωγή την οποίαν εγώ ευρίσκω πολύ καλήν. Μα δεν ημπορεί κανείς να ειπή ορισμένα πράγματα. Μετά δέκα χρόνια θα είναι ευκολώτερον».
«Από την νέαν αυτήν παραγωγήν τί σας έκαμε την μεγαλυτέραν εντύπωσιν;»
Δεν είχε ακόμη βραδιάσει. Ο κ. Καβάφης με εκύτταξε σιωπηλά και εσηκώθηκεν. Επάνω εις ένα έπιπλον, τοποθετημένο πίσω από την θέσιν του, θέσιν που δεν παραχωρεί ποτέ εις τους ξένους, δύο κεριά επερίμεναν την φλόγα. Και ο Καβάφης με εκύτταξεν άλλην μίαν φοράν, εκάθισε και, με την μορφήν βυθισμένην εις την σκιάν, εξήτασε το φωτισμένον μου πρόσωπον.
«Χρειάζεται, φίλε Γιοκαρίνη, να διαβάσω ξανά σαράντα τόμους διά να σε απαντήσω. Πρέπει να με δώσης καιρό».
«Κύριε Καβάφη, το έργον ενός από τους ανθρώπους που έγραψαν σας έκαμεν, αναμφιβόλως, μίαν ζωηράν εντύπωσιν. Δεν είναι δυνατόν να μη το έχετε πρόχειρον εις την μνήμην σας. Ή, επιτέλους, ποίον εκτιμάτε περισσότερον από τους λογοτέχνας της Αλεξανδρείας;»
«Φίλε Γιοκαρίνη, δεν είναι γενικά πράγματα αυτά, δεν είναι γενικά ζητήματα».
«Ώστε εις τον κ. Καβάφην κανένα έργον αλεξανδρινόν δεν έκαμεν εξαιρετικήν εντύπωσιν».
«Όχι, φίλε, όχι. Έκαμαν πολλά μεγάλην εντύπωσιν εις τον Καβάφη, μα δεν ημπορώ τώρα να σε ειπώ ποίον έκαμε την μεγαλυτέραν».
Έτσι, όπως εστράφη διά μίαν στιγμήν προς τας φλόγας των κεριών, είδα το μέτωπον του ποιητού σκεπασμένον με λαμπερούς θρόμβους. 
Τί άθλιοι που είμεθα ημείς οι αιώνιοι περίεργοι! Μικρή ανάπαυλα, και η επίθεσις επαναλήφθη.
«Κύριε Καβάφη, υπάρχουν ποιήματα δημοσιευμένα τόσον εις τας Αθήνας όσον και εδώ, που θα έλεγε κανείς ότι σας ανήκουν, τόσον η τεχνοτροπία των πλησιάζουν [=πλησιάζει] προς την ιδικήν σας».
«Ναι, μοιάζουν αμυδρώς με τους στίχους μου, αλλά ημπορεί να γελαστή κανείς. Δεν είναι ποιήματα του Καβάφη».
«Εγράψατε ποτέ με ομοιοκαταληξίας;»
«Δηλαδή, να σε ειπώ, φίλε. Έγραψα με ρίμα που σπανίζει. Έκαμα ομοιολεξίαν.  Και αν δεν με απατά η μνήμη, πρώτη η Πετρούλα Ψηλορείτη αντελήφθη το πράγμα και το έγραψε. Γράφω εδώ και αιδώ. Τύχη και τείχη. Δεν επεδίωξα όμως την ρίμαν. Την ομοιολεξίαν την έχω αφήσει πριν από χρόνια. Κάποτε όμως έρχεται έτσι αυθόρμητα».
«Πώς θεωρείτε την ομοιοκαταληξίαν εις την ποίησιν;»
«Η ρίμα είναι δεσμός, αλλά είναι και  ευκολία. Η ρίμα φέρνει κάποτε και μίαν ιδέαν. Ξέρετε τί έχει ειπή ο Βερλαίν διά την ρίμαν; / Quel enfant sourd / ou quell nègre fou / nous a forgé / ce bijoux d’un sou / qui sonne faux / et creux / sous la lime. 
»Εγώ δεν εθεώρησα ποτέ την ομοιοκαταληξίαν ως απαραίτητον διά τον ελληνικόν στίχον. Κόσμημα, ναι. Δεν με ελκύει η ωρισμένη στιχουργία. Γράφω δεκατετρασύλλαβον, δεκαπεντασύλλαβον και τον μικρότερον δεκασύλλαβον. Φυλάγω πάντοτε ένα ίαμβον. Η λαϊκή μας ποίησις είναι ιαμβική, όπως λ.χ. Μάνα, με τους εννιά σου γυιους και με τη μια σου κόρη. Το μέτρον πρέπει να είναι σχετικόν πάντοτε με την ιδέαν. Δι’ ένα που τρέχει λ.χ. πρέπει να γράψετε ανάπαιστον».
«Κύριε Καβάφη, μου είπαν ότι ο κ. Παλαμάς, ως ποιητής, δεν έχει την εκτίμησίν σας».
«Ο κ. Παλαμάς, φίλε, είναι μεγάλος λυρικός ποιητής...».
Και μετά μικράν σιωπήν:
«... Μα του Καβάφη δεν του αρέσει η λυρική ποίησις. Η πολλή [=πολύ] λυρική, η ενθουσιώδης ποίησις δεν με ελκύει. Ο Παλαμάς έχει πολλάς εξάρσεις».
«Και διά να έχω την τελευταίαν λέξιν περί της αλεξανδρινής ποιήσεως, ημπορώ να μάθω, κ. Καβάφη, την αντίληψίν σας διά το μέλλον της λογοτεχνίας του τόπου αυτού;»
«Η ποίησις της Αλεξανδρείας, φίλε, αρχίζει μόλις. Η αρχή όμως είναι πολύ καλή».

Υ. Γ. Ανασκαλεύων τας προχείρους μου σημειώσεις ευρίσκω ότι εις την χθεσινήν μου με τον κ. Καβάφην συνομιλίαν και σχετικώς με τα ποιήματα άλλων που πλησιάζουν εις την τεχνοτροπίαν του ποιητού, ο κ. Καβάφης μού απήντησεν επί λέξει:
«Το ζήτημα της επιδράσεως της τεχνοτροπίας μου επί των ποιημάτων άλλων είναι ζήτημα εις το οποίον οι τρίτοι είναι κατάλληλοι να αποφανθούν».