Καταχρήσεις – και μια έκκληση
Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που έχει τη σπάνια τύχη να κατέχει από χρόνια τα κατάλοιπα ορισμένων συγγραφέων. Δυστυχώς αυτά τα ντοκουμέντα παραμένουν απρόσιτα, ακόμη και για τον πιο καλοπροαίρετο μελετητή, για τον απλούστατο λόγο ότι οι κατέχοντες είναι άσχετοι και καχύποπτοι. Αλλά είτε είναι πρώτος αυτός ο συγγραφέας είτε τέταρτος τῃ τάξει, τα χαρτιά δεν παύουν να είναι το «αίμα της καρδίας» του, που περιμένουν την ταξινόμηση ενός καλού επιμελητή για να δοθούν στη δημοσιότητα. […] Αυτή τη στιγμή υπάρχουν συγγραφείς, που ολόκληρες δεκαετίες μετά το θάνατό τους ζητάνε τη δικαίωση και την αποκατάστασή τους. Τα χαρτιά τους όμως είναι άφαντα. Άραγε με ποιο δικαίωμα και στο όνομα ποιας αγάπης τα κατακρατούν άνθρωποι καθώς πρέπει, αλλά που δεν έχουν καμιά έφεση προς τη λογοτεχνία; Ποιος νόμος προστατεύει αυτό το στραγγαλισμό, την ψύχωση και την υστερία και ποια δικαιοσύνη τούς αφήνει ελεύθερους; Είναι αλήθεια από τις σπάνιες φορές που για την επέμβαση ενός εισαγγελέα μπορούμε να επικαλεστούμε την «εθνική ανάγκη».
Αυτά έγραφε, προ 25ετίας και πλέον, σε βραχύ σημείωμά του υπό τον τίτλο «Καταχρήσεις» δημοσιευμένο στην αθηναϊκή εφημερίδα Τα Νέα,1 ο ποιητής και πεζογράφος Μάνος Ελευθερίου αποτυπώνοντας με εύγλωττο τρόπο το παλαιόθεν γνωστό και επιστημονικώς και ηθικώς αξιοκατάκριτο έθος όσων έχουν στην κατοχή τους γραπτά τεκμήρια ενός λογίου, να μη φροντίζουν (είτε από άγνοια είτε για άλλους λόγους) να τα δημοσιεύσουν οι ίδιοι ούτε και σε άλλους να το επιτρέπουν, αλλά να τα κατακρατούν ζηλότυπα φυλαγμένα και απρόσιτα, με συνέπεια, όχι σπάνια, να καταλήγουν αυτά στα σκουπίδια. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση αυτογράφων του Παπαδιαμάντη που βρέθηκαν το 2000 πεταγμένα σε σκουπίδια αθηναϊκού δρόμου.2
Αφορμή για την παρούσα έκκληση παρέχει η είδηση ότι πρόκειται προσεχώς να κυκλοφορήσει από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.) φιλολογική έκδοση σαράντα περίπου επιστολών του Ιωάννη Συκουτρή, προερχόμενων από τις συλλογές του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.) και παραχωρημένων σε αυτό από δωρεές φιλομούσων. Από το ίδιο Ίδρυμα, όπως είναι γνωστό, εκδόθηκαν το 2008 σε τόμο τα Γράμματα του Ιωάννη Συκουτρή από την Κύπρο (1922-1924) με φιλολογική επιμέλεια του καθηγητή Φάνη Ι. Κακριδή: τα Γράμματα αποτελούσαν την πρώτη μεθοδική προσπάθεια έκδοσης σε τόμο μέρους από τη σωζόμενη αλληλογραφία του Συκουτρή, όταν στο παρελθόν η συνήθεια ήταν να δημοσιεύονται σε διάφορα έντυπα, Ελλάδας και Κύπρου, μεμονωμένες συκουτρικές επιστολές (συχνά όμως με λάθη, παραναγνώσεις, απαράδεκτες περικοπές και άλλες εκδοτικές ελλείψεις). Το αίσθημα πάντως ικανοποίησης που φυσικό είναι να δημιουργείται από το άκουσμα της επικείμενης έκδοσης αμβλύνεται, δυστυχώς, σημαντικά όταν σκεφτεί κανείς ότι γνωστή αρχειακή πηγή των Αθηνών, η οποία βεβαιωμένως περιέχει ανέκδοτες επιστολές από και προς τον Συκουτρή, παραμένει, εβδομηνταπέντε χρόνια μετά τον τραγικό θάνατο εκείνου (1937), απρόσιτη στην φιλολογική έρευνα. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για την αλληλογραφία του Συκουτρή με τον Νικόλαο Β. Τωμαδάκη (1907-1993), διαπρεπή ιστορικό και φιλολογικό ερευνητή του νεότερου ελληνισμού και επί μακρόν (1949-1972) καθηγητή της Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η εν προκειμένω μαρτυρία του Τωμαδάκη, σε μελέτη του δημοσιευμένη το 1978, είναι κατηγορηματική: «Ἔζησα ἀπὸ πολύ κοντὰ τὴν ὑπόθεσιν Συκουτρῆ καὶ ἔγραψα ἐπανειλημμένως δι’ αὐτὸν καὶ εἰς περιοδικὰ καὶ εἰς βιβλία. Ἐσιώπησα καὶ σιωπῶ ἔτι δι’ ὡρισμένα σχετικὰ μὲ αὐτὸν θέματα (καὶ τηρῶ ἀνέκδοτον τὴν ἀλληλογραφίαν μας)».3 Σε άλλο, ακόμα παλαιότερο, δημοσίευμά του είχε γράψει: «Ἔχω τὰ σχετικὰ γράμματα, τὰ ὁποῖα θὰ δημοσιευθοῦν ὅταν θὰ ἐκλείψουν τὰ πρόσωπα διὰ τὰ ὁποῖα ὁμιλοῦν».4
Και το ερώτημα είναι: Γιατί οι σημερινοί κάτοχοι του Αρχείου Τωμαδάκη (στο οποίο περιλαμβάνονται, κατά ρητή ομολογία του μακ. καθηγητή, γράμματα και άλλων λογίων, όπως του Γιώργου Θεοτοκά)5 – γιατί λοιπόν, είκοσι ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού του, παρά την εκπεφρασμένη βούλησή του και παρά τις επανειλημμένες, προφορικές και γραπτές, εκκλήσεις αρνούνται να επιτελέσουν το επιβαλλόμενο καθήκον τους, το άνοιγμα δηλαδή του Αρχείου στην έρευνα και τη δημοσίευσή του; Ή μήπως (για να ξαναθυμηθούμε τον Μάνο Ελευθερίου) θα πρέπει να επικαλεστούμε την «εθνική ανάγκη» για την επέμβαση ενός εισαγγελέα;
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μ. Ελευθερίου, «Καταχρήσεις», Τα Νέα, 6.8.1986, σ. 29
2. Βλ. Σ. Μπόρα, «Απροσδόκητα παπαδιαμαντικά ευρήματα», Τα Νέα του Ε.Λ.Ι.Α. 57 (2000) 17-33.
3. Ν. Β. Τωμαδάκης, «Ὁ Ἰωάννης Συκουτρῆς ὡς βυζαντινολόγος», Νέα Εστία 104 (1978) 1566, σημ. 2 [αναδημοσίευση: Ν. Β. Τωμαδάκης, Νεοελληνικά, δοκίμια καὶ μελέται, 2, Αθήνα 1983, σ. 296]. Η έμφαση σε τούτο και στο επόμενο παράθεμα είναι δική μου.
4. Ν. Β. Τωμαδάκης, «Στὴ Βιβλιοθήκη τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν», Νέα Εστία 63 (1958) 556.
5. Ό.π. (σημ. 3), 1567, σημ. 3 [αναδημ.: σ. 297].
Γεώργιος Α. Χριστοδούλου
Υ. Γ. Μεταφέρουμε από το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Μικροφιλολογικά (τχ. 33, Άνοιξη 2013, σσ. 67-68) ένα σύντομο δημοσίευμα του πανεπιστημιακού καθηγητή Γ. Α. Χριστοδούλου. Θα ήταν καλά το παραπάνω κείμενο να διαβαστεί με προσοχή όχι μόνο από πνευματικούς κληρονόμους συγγραφέων, αλλά και από άτομα (λ.χ. από τους άρχοντες της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών) ή και από μεγαλόσχημους «ερευνητές», που είτε κρατούν καταχωνιασμένο και απρόσιτο πολύτιμο αρχειακό υλικό, είτε παρεμποδίζουν την έγκαιρη αξιοποίησή του από άλλους ερευνητές προβάλλοντας λογής προσκόμματα. Θα ήταν ευχής έργο αν τα όσα αναφέρουν ο κλασικός φιλόλογος Γ. Α. Χριστοδούλου και ο γνωστός συγγραφέας Μάνος Ελευθερίου προβλημάτιζαν αυτούς που διαχειρίζονται τις τύχες πολύτιμων αρχείων και ειδικά όσους παρεμποδίζουν την αξιοποίησή τους. Ταιριαστά για την περίσταση είναι και τα λόγια του αείμνηστου Φοίβου Σταυρίδη (από συνέντευξή του στον Χρ. Χρυσάνθου, Ο Φιλελεύθερος, 18.1.2008): «Πρέπει να καταλάβουμε ότι, όταν διασώζουμε κάποιο τεκμήριο που βοηθά να γνωρίσουμε πτυχές της ιστορίας ή της ζωής του τόπου, είναι αδικαιολόγητο να το κρύβουμε, σχεδόν τόσο κατακριτέο όσο και η πράξη καταστροφής του».