Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Kυπριακό γλωσσικό ιδίωμα



Προβληματισμοί για τη γραπτή απόδοση της κυπριακής ελληνικής


Οποιοσδήποτε έχει εκδώσει έργα που να περιέχουν έστω και λίγες αράδες γραμμένες στην κυπριακή ελληνική έχει αναπόφευκτα έρθει αντιμέτωπος με το πρόβλημα της γραπτής απόδοσης της διαλέκτου. Η κυπριακή ελληνική (από τούδε «κυπριακή»), όντας μια μη επίσημη ποικιλία της νέας ελληνικής, δεν έχει περάσει από τυποποίηση, και ούτε βεβαίως από συστηματική ορθογραφική κωδικοποίηση. Το γεγονός αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι δίνει την ελευθερία στους συγγραφείς να γράφουν στην κυπριακή κατά το δοκούν· εντούτοις, αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι αυτή η έλλειψη κωδικοποίησης του συστήματος γραφής της κυπριακής γεννά περισσότερα προβλήματα παρά λύσεις, καθώς αφήνει τους γράφοντες σε αμηχανία μπροστά σε πολλά και ποικίλα ζητήματα γραφής. Ένα από τα ζητήματα αυτά είναι και η απόδοση φθόγγων της κυπριακής που δεν υπάρχουν στην κοινή νέα ελληνική (στο εξής «ΚΝΕ»), όπως τα μεταφατνιακά σύμφωνα (τα λεγόμενα «παχέα»).
   Για να μπορέσει όμως κανείς να αντιμετωπίσει τα όποια προβλήματα γραφής της κυπριακής, και δη το πολύπλοκο ζήτημα της γραφής των μεταφατνιακών συμφώνων, θα πρέπει πρώτα να εφοδιαστεί με τα κατάλληλα θεωρητικά εργαλεία που προσφέρει η γλωσσολογική έρευνα των συστημάτων γραφής. Ξεκινώντας λοιπόν αυτό το εγχείρημα, θα πρέπει πρώτα να διευκρινιστεί τι εννοείται με τον όρο «σύστημα γραφής». Ένα σύστημα γραφής αποτελείται από δύο συνιστώσες: α) το ρεπερτόριο συμβόλων που χρησιμοποιεί («αλφάβητο» και άλλοι χαρακτήρες) και β) τις ορθογραφικές συμβάσεις που καθορίζουν τις αντιστοιχίες ανάμεσα στη γραφή και στη γλώσσα. Επίσης, κάθε σύστημα γραφής παρουσιάζει εσωτερική οργάνωση καθώς και συστηματικότητα ως προς την αντιστοιχία του με τη γλώσσα. Τέλος, ένα σύστημα γραφής επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, όπως τυπογραφικούς περιορισμούς, επιδράσεις από άλλα συστήματα γραφής, ευκολία ή δυσκολία εκμάθησης, κοινωνιογλωσσολογικές συνθήκες, γλωσσική ποικιλότητα κ.ά.
   Θα εξετάσουμε τις πιο πάνω έννοιες ειδικά ως προς την απόδοση των μεταφατνιακών συμφώνων της κυπριακής. Ο λόγος για τον οποίο εξετάζουμε ειδικά αυτά τα σύμφωνα είναι διότι αποτελούν την κυριότερη διαφορά ανάμεσα στο φωνητικό ρεπερτόριο συμφώνων της κυπριακής σε σχέση με την ΚΝΕ. Κι αυτό διότι η βάση για το σύστημα γραφής της κυπριακής είναι συνήθως το σύστημα γραφής της ΚΝΕ (εκτός από την ηλεκτρονική επικοινωνία όπου χρησιμοποιείται ευρέως το λατινικό αλφάβητο).
   Προτού προχωρήσουμε όμως, θα πρέπει να δούμε ποια είναι αυτά τα σύμφωνα της κυπριακής. Τα μεταφατνιακά (ή ακριβέστερα: ουρανο-φατνιακά) συριστικά σύμφωνα της κυπριακής χωρίζονται σε τριβόμενα και προστριβόμενα. Τα τριβόμενα μεταφατνιακά είναι: α) το άηχο [ʃ], το οποίο απαντά είτε ως απλό (μονό) [ʃ], όπως π.χ. στη λέξη [mɐˈʃe̞ɾin] («μαχαίρι»), είτε ως μακρό (διπλό) [ʃː], όπως π.χ. στη λέξη [ˈʃːilːo̞s] («σκύλλος»)· και β) το ηχηρό μακρό1 [ʒː], όπως π.χ. στη λέξη [mɐxɐˈʒːɐ] («μαχαζιά»). Τα προστριβόμενα μεταφατνιακά είναι: α) το άηχο [ʧ], το οποίο απαντά είτε ως απλό (μονό) [ʧ], όπως π.χ. στη λέξη [fɐˈʧe̞s] («φακές»), είτε ως μακρό (διπλό) και δασύ [ʧʰː], όπως π.χ. στη λέξη [fɐˈʧʰːe̞s] («χτυπήματα»)· και β) το ηχηρό απλό2 [ʤ], όπως π.χ. στη λέξη [ˈnʤizː] («αγγίζω»).
  Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, μία από τις δύο συνιστώσες ενός συστήματος γραφής είναι και το ρεπερτόριο συμβόλων που χρησιμοποιεί. Για έκδοση έργων στην κυπριακή χρησιμοποιείται ως βάση σχεδόν αποκλειστικά το ελληνικό αλφάβητο χωρίς ξένες προσμίξεις. Έτσι, σε αρκετές περιπτώσεις, το ρεπερτόριο συμβόλων για την απόδοση της κυπριακής ταυτίζεται πλήρως με το ελληνικό αλφάβητο. Σε ένα τέτοιο σύστημα γραφής, οι μεταφατνιακοί φθόγγοι, αφού δεν εκπροσωπούνται στο ρεπερτόριο συμβόλων του συστήματος, μπορούν να αποδίδονται χάρη στη δεύτερη συνιστώσα του συστήματος γραφής: τις ορθογραφικές του συμβάσεις. Έτσι υιοθετείται η σύμβαση ότι π.χ. στην ακολουθία σια ο συνδυασμός σι αποδίδει όχι ένα φατνιακό [s(i)], αλλά ένα μεταφατνιακό [ʃ]: π.χ. σιέριν = [ˈʃɾin]. Αυτή η ορθογραφική σύμβαση ισχύει, εκτός από το σ, και για τους χαρακτήρες τσ, τζ, ζ, ξ και ψ. Ένα πρόβλημα που δημιουργεί όμως μια τέτοια σύμβαση είναι ότι λέξεις όπως σιωπή και σιερώννω θα διαβαστούν [ʃˈpi] και [ʃˈɾo̞nː] αντίστοιχα. Ένα άλλο ανυπέρβλητο πρόβλημα αυτού του συστήματος είναι η απόδοση λέξεων όπως [nduʃ] και [kunuˈʃmɐs]· σ’ αυτό το σύστημα θα πρέπει να αποδοθούν ως ντουςι και κουνουσιμάς αντίστοιχα μια λύση που δεν είναι διόλου ικανοποιητική. Επίσης, σ’ αυτό το σύστημα, το [ˈʃɐmiʃi] θα πρέπει να γραφτεί σιάμισιι· για να αποφύγουν όμως τα διαδοχικά ιι, αρκετοί γράφουν σιάμισιη, με αποτέλεσμα ένα ουδέτερο ουσιαστικό να λήγει παραδόξως σε -η. Διαφαίνεται λοιπόν ότι ένα τέτοιο σύστημα δεν είναι κατάλληλο για την απόδοση της κυπριακής.
   Αν θελήσουμε να μην αποκλίνουμε από το αλφάβητο της ΚΝΕ, θα πρέπει να αναζητήσουμε άλλες ορθογραφικές συμβάσεις. Για παράδειγμα, συχνά βλέπουμε να χρησιμοποιείται διπλό σσ για την απόδοση του μεταφατνιακού [ʃ]: π.χ. σσέριν = [ˈʃɾin]. Αυτή όμως η ορθογραφική σύμβαση γεννά το πρόβλημα της απόδοσης του μακρού (διπλού) [ʃː]· π.χ. η λέξη [ˈʃːilːo̞s] θα πρέπει να αποδοθεί ως σσσύλλος; Μια άλλη επιλογή που βλέπουμε να χρησιμοποιείται είναι η χρήση του συνδυασμού σχ για να αποδοθεί το [ʃ]: π.χ. σχέριν = [ˈʃɾin]. Αυτή όμως η σύμβαση θα θέλει τη λέξη σχέση να προφέρεται [ˈʃe̞si]! Τέλος, μια τάση που υπήρχε παλαιότερα ήταν να δηλώνονται οι μεταφατνιακοί φθόγγοι με έντονα ή κεφαλαία γράμματα: π.χ. ίσια ή ίΣια = [ˈiʃɐ].3 Όσο τυπογραφικά απλή κι αν ήταν αυτή η λύση, παρουσιάζει ωστόσο αδυναμίες, αφού σε λέξεις ή φράσεις που πρέπει να τυπωθούν με έντονα ή κεφαλαία γράμματα (π.χ. στους τίτλους ενοτήτων) είναι αδύνατο να αποδοθούν τα μεταφατνιακά σύμφωνα.
   Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι, αν θελήσουμε να αναπαραστήσουμε πιστά τα μεταφατνιακά σύμφωνα της κυπριακής χωρίς να αποκλίνουμε καθόλου από το αλφάβητο της ΚΝΕ, τα αποτελέσματα θα είναι μη ικανοποιητικά. Με τον όρο «απόκλιση» δεν εννοείται η χρήση χαρακτήρων από άλλα αλφάβητα, ούτε η δημιουργία εντελώς νέων χαρακτήρων. Η μικρότερη απόκλιση που μπορεί να γίνει είναι η χρήση διακριτικών πάνω (ή δίπλα) σε συγκεκριμένα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου. Όντως, διακριτικά χρησιμοποιούν διάφοροι συγγραφείς: π.χ. για τη δήλωση του [ʃ] χρησιμοποιείται το γράμμα σίγμα με διάφορα διακριτικά, ως εξής: σ̌ (π.χ. Γιαγκουλλής 2009),4 σ̆ (π.χ. Γεωργίου 1990),5 σ̄ (π.χ. Παπαγγέλου 2001),6 σ̑ (Χατζηιωάννου 2002)7 και σʹ (Ξιούτας 1972).8
Η χρήση της αποστρόφου (π.χ. σʹ) είναι η τυπογραφικά πιο απλή λύση, καθώς δεν χρειάζεται να συνδυαστούν χαρακτήρες με διακριτικά. Παρόλα αυτά, η χρήση της αποστρόφου διακόπτει την οπτική συνοχή της λέξης: π.χ. εκκλησʹιά. Επίσης, όταν πραγματικά χρειάζεται απόστροφος μετά από μεταφατνιακό σύμφωνο, τότε δημιουργείται συνωστισμός χαρακτήρων: π.χ. τζʹʹ εγώ. Επομένως η χρήση της αποστρόφου δεν είναι η ιδανική λύση.
   Όσες δυσκολίες κι αν παρουσιάζει η τυπογραφική απόδοσή τους, διαφαίνεται εντέλει ότι η χρήση συνδυαστικών διακριτικών (π.χ. σ̌) είναι η καλύτερη λύση.9 Έτσι το ρεπερτόριο συμβόλων της κυπριακής μπορεί να εμπλουτιστεί με συγκεκριμένα γραφήματα, τα οποία από μόνα τους ή σε συνδυασμό με άλλα μπορούν να αποδώσουν τα μεταφατνιακά σύμφωνα που περιγράφτηκαν πιο πάνω: [ʃ] → σ̌· [ʃː] → σ̌σ̌· [ʒː] → ζ̌· [ʧ] → τζ̌· [ʧʰː] → τσ̌· [nʤ] → ντζ̌. Επιπλέον χρησιμοποιούνται τα γραφήματα ξ̌ και ψ̌ για να αποδοθούν τα συμφωνικά συμπλέγματα [kʃ] και [pʃ] αντίστοιχα. Τέλος, χρησιμοποιείται το ς̌ ως αλλόγραφο του γραφήματος σ̌ στο τέλος λέξης.
   Ένα τέτοιο σύστημα γραφής σέβεται σε μεγάλο βαθμό τη φωνητική των μεταφατνιακών συμφώνων. Άλλα συστήματα γραφής δίνουν περισσότερη έμφαση στην φωνολογία και ετυμολογία, καθώς έχουν ξεχωριστά σύμβολα για μεταφατνιακά σύμφωνα που προέρχονται από φατνιακά σύμφωνα (π.χ. ίσ̌ια) ή από ραχιαία σύμφωνα (π.χ. 〈χ̌έριν). Για παράδειγμα, στον Παπαγγέλου (2001) ο ήχος [ʃ] αποδίδεται ως σ̄ και χ̄· το [ʧ] αποδίδεται ως τζ̄ και κ̄· το [nʤ] αποδίδεται ως ντζ̄ και γ̄γ̄ κτλ. Το σύστημα αυτό μπορεί να σέβεται τη φωνολογία/ετυμολογία, αλλά είναι πιο δύσκολο να το μάθει ο χρήστης καθώς είναι πιο περίπλοκο. Εξάλλου σχετική έρευνα για τη γραφή της κυπριακής κατέδειξε ότι οι φυσικοί ομιλητές της κυπριακής χρησιμοποιούσαν τους χαρακτήρες χ̄, κ̄ και γ̄ σε πολύ χαμηλά ποσοστά (2% κατά μέσο όρο).10
   Παρόλο που για την απόδοση των μεταφατνιακών συμφώνων η πιστή αντιπροσώπευση της φωνολογίας/ετυμολογίας φαίνεται να μην είναι η πιο οικονομική λύση, αυτό δεν σημαίνει ότι το σύστημα αυτό θα πρέπει να είναι και απολύτως φωνητικό. Σε ένα απολύτως φωνητικό σύστημα, ο άηχος φθόγγος [ʧ] θα πρέπει να αποδίδεται με γραφήματα που συνήθως αντιπροσωπεύουν άηχους φθόγγους: έτσι η επιλογή τζ̌ για να αποδίδει το άηχο [ʧ] είναι φωνητικά ανακριβής. Ο Γιαγκουλλής (2012)11 εντοπίζει αυτό το πρόβλημα, και αποδίδει το [ʧ] ως τσ̌: π.χ. τσ̌αιρός. Αυτή όμως η επιλογή του δεν του επιτρέπει να ξεχωρίσει γραπτώς τις [fɐˈʧe̞s] «φακές» από τις [fɐˈʧʰːe̞s] «χτυπήματα»· και στις δύο περιπτώσεις θα έγραφε φατσ̌ές.
   Οι Κουτσούγερα & Γεωργίου,12 οι οποίοι προτείνουν επίσης ένα άκρως φωνητικό σύστημα γραφής, καταφέρνουν να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στο απλό [ʧ] και το μακρό [ʧʰː] αποδίδοντας το πρώτο ως τσ̌, ενώ το δεύτερο με ένα επιπλέον σημείο (εκείνο της μακρότητας), ήτοι τσ̄̌. Παρόλο που αυτή η επιλογή αναπαριστά με μεγάλη φωνητική ακρίβεια τη διάκριση [ʧ] vs. [ʧʰː], δεν είναι εντούτοις μια τέλεια λύση, διότι ο συνωστισμός διακριτικών προκαλεί προβλήματα ανάγνωσης, τυπογραφικής παραγωγής και εκμάθησης. Το κυριότερο, όμως, έρχεται σε αντίθεση με το οπτικό ίνδαλμα λέξεων (όπως το τζ̌αι), οι οποίες εδώ και δεκαετίες εμφανίζονται σε εκδόσεις, στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, στο διαδίκτυο κτλ. γραμμένες με ταυ-ζήτα (ασχέτως αν παίρνουν διακριτικό ή όχι). Έτσι η διάκριση [ʧ] vs. [ʧʰː] μπορεί να αποδίδεται συμβατικά ως τζ̌ vs. τσ̌. Η γραφή εξάλλου είναι μια σύμβαση: π.χ. και στο σύστημα γραφής της Γερμανικής χρησιμοποιείται το tz για να αποδώσει συμβατικά τον άηχο φθόγγο [ʦ].
   Από την εξέταση λοιπόν μίας μόνο πτυχής του συστήματος γραφής της κυπριακής, του θέματος της απόδοσης των μεταφατνιακών συμφώνων, διαφάνηκε πόσοι πολλοί, διαφορετικοί, σύνθετοι – και ώς ένα σημείο αντιφατικοί μεταξύ τους – παράγοντες παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση ενός λειτουργικού συστήματος γραφής της διαλέκτου. Αν κανείς επεκτείνει την έρευνα και σε άλλες πτυχές του συστήματος γραφής της κυπριακής, όπως π.χ. στην απόδοση της συνίζησης, θα αντιμετωπίσει και πάλι μια πολύπλοκη πρόκληση, η οποία μπορεί και να απαιτεί διαφορετική ιεράρχηση των παραγόντων που μπορεί να παίζουν ρόλο. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι διάφορες πτυχές του συστήματος γραφής της διαλέκτου μπορούν να αντιμετωπιστούν επαρκώς με τα μεθοδολογικά εργαλεία που προσφέρει η γλωσσολογική έρευνα των συστημάτων γραφής, όπως εκτέθηκαν και στο άρθρο αυτό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το [ʒː] είναι εγγενώς μακρό στην κυπριακή.
2. Το [ʤ] δεν υπάρχει ως μακρό στην κυπριακή, ενώ συνοδεύεται πάντα από το έρρινο [n], δηλαδή εμφανίζεται ως [nʤ].
3. Σίμος  Μενάρδος, «Φωνητική της διαλέκτου των σημερινών Κυπρίων», Αθηνά 6 (1884) 145-173.
4. Κ. Γ. Γιαγκουλλής, Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου, Λευκωσία ³2009.
5. Ηλίας Γεωργίου, Γελόκλαμαν, Λευκωσία, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, 1990.
6. Ρόης Παπαγγέλου, Το κυπριακό ιδίωμα: μέγα κυπρο-ελληνο-αγγλικό (και με λατινική ορολογία) λεξικό: ερμηνευτικό-ετυμολογικό-προφοράς-ορθής γραφής, Αθήνα, Ιωλκός, 2001.
7. Κυριάκος Χατζηιωάννου, Περί των εν τῃ μεσαιωνικῄ και νεωτέρᾳ κυπριακῄ ξένων γλωσσικών στοιχείων, Λευκωσία, Επιφανίου, ³2002.
8. Βασίλης Μιχαηλίδης, Ποιήματα, επιμ. Νικόλαος Ξιούτας, Κύπρος ²1972.
9. Δεν αναλύουμε εδώ τη χρήση του «υφέν» για την απόδοση της συνίζησης: π.χ. γι̮α, γι̯α, γι̬α κτλ.
10. Σπύρος Αρμοστή, Μαριάννα Κατσογιάννου, Κυριακή Χριστοδούλου, Χαράλαμπος Θεμιστοκλέους, «Τάσεις των Κυπρίων ως προς τη γραπτή απόδοση των μεταφατνιακών συμφώνων της κυπριακής», στο Ζ. Γαβριηλίδου, Α. Ευθυμίου, Ε. Θωμαδάκη, Π. Καμπάκη-Βουγιουκλή (επιμ.), Selected papers of the 10th International Conference of Greek Linguistics, Κομοτηνή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, 2012, σσ. 663-678.
11. Κ. Γ. Γιαγκουλλής, Corpus κυπριακών διαλεκτικών ποιητικών κειμένων, τ. Στʹ1 (Ποιητάρικα ερωτικά τραγούδια από φυλλάδες: Δίστιχα, ολιγόστιχα και πολύστιχα), Λευκωσία 2012.
12. Photini Coutsougera, Giorgos V. Georgiou, «An Orthographic System for Cypriot Greek», Proceedings of the XXX Colloque International de Linguistique Fonctionnelle, Paris, LHarmattan (υπό έκδοση).

                                                                                                                                                     Σπύρος Αρμοστή

  Πρώτη δημοσίευση: Mικροφιλολογικά 34 (Φθινόπωρο 2013) 55-59. 

   Σημείωση MΦ: Δυστυχώς οι διαθέσιμες γραμματοσειρές του ιστολογίου δεν μας βοηθούν ώστε να αποδοθούν σωστά  τα γλωσσολογικά σύμβολα του κειμένου. 
   Θα ήταν ευχής έργο αν τέτοιες επιστημονικές προσεγγίσεις, όπως του Σπύρου Aρμοστή, οδηγούσαν σε γόνιμο διάλογο γύρω από τη μελέτη του κυπριακού ιδιώματος. Eυχαρίστως δημοσιεύουμε στο ιστολόγιο των Mικροφιλολογικών κείμενα που συμβάλλουν στη μελέτη του κυπριακού γλωσσικού ιδιώματος. Eννοείται ότι δεν μας ενδιαφέρουν οι λογής εθνικολάγνες σειρήνες και οι ιδεοληπτικές αγκυλώσεις της «παραπλανητικής επιστήμης», που εξυπηρετούν αλλότριους σκοπούς, όχι την επιστημονική έρευνα.


1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Ταπεινά νομίζω πως ή τυπογραφική απόδοση με μια απλή ή διπλή απόστροφο μετά το σ καθώς και απλή μετά το ζ είναι ακριβής και σαφής. Η κυπρική φωνητική διαφέρει από την κοινή αττική ως προς την προφορά (α)διπλών ήχων των συμφώνων [θθ (έθθελω), λλ, μμ (ελλίομμου), νν (έννενι),κκ, ττ,(κκεραττάς), ππ (ππαλουζές), σσ (έσσω μου), φφ )έφφελα, χχ (όχχω σου)] και (β) δασέων συφώνων σ', ζ' και ζ''. Οι λέξεις του άνω κειμένου αποδίδονται έτσι σε όλες τις γραμματοσειρές - (δεν νομίζω ότι διακόπτεται η ροή της ανάγνωσης με μια οξιούδα!). Έτσι μασ'αίρι, σ''ύλλος, μαχαζ΄ιά, φατζ'ές, ντζ'ίζω, σιωπή, σιερώννω (σιδερώννω - στα Περατίτικα), σ'άμισ'η, ίσ'α, τζ'εγιώ, τζ'ερός, τζ'αί