Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

Για τη βιβλιοθήκη του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού

 


Ἡ προσωπικὴ βιβλιοθήκη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανοῦ

 

Τοῦ θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Λήδρας κ. Ἐπιφανίου

Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μαχαιρᾶ


 

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός[1], ὁ Μάρτυρας τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος, ἕλκει τὴν πνευματική του καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Μονὴν Μαχαιρᾶ. Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Μαχαιρᾶ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καὶ ἰδιαίτερα κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 18ου αἰῶνος περιέπεσε σὲ οἰκονομικὴ ἀνέχεια καὶ περιῆλθε σὲ οἰκοδομικὴ ἐξαθλίωση. Ἡ ἀνάγκη ὁδήγησε τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς πατέρες τῆς Μονῆς νὰ κατευωδόσουν τοὺς συγγενεῖς Χαράλαμπο οἰκονόμο καὶ Κυπριανὸ ἱεροδιάκονο ἐκτὸς Κύπρου τὸ 1783[2], στὰ ξένα, μὲ σκοπὸ τὴν ἐξασφάλιση οἰκονομικῶν πόρων. Μέσα ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ[3] ὁδηγήθηκαν στὴν Μολδοβλαχία. Ἡ παραμονὴ τοῦ Κυπριανοῦ γιὰ δεκαεννέα καὶ τοῦ Χαράλαμπου γιὰ εἴκοσι καὶ πλέον χρόνια στὰ ξένα, τοὺς ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ ὁλοκληρώσουν τὴν ἀποστολή τους ἐπιτυχῶς σὲ ποικίλα πεδία καὶ ἐπίπεδα[4]. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ἡ ἀγορὰ διαφόρων βιβλίων.

 

Στὸ Σκευοφυλάκιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μαχαιρᾶ φυλάσσονται τριάντα δύο βιβλία, ἔντυπα ἢ παλαίτυπα ἢ χειρόγραφα, καθὼς ἐπίσης ἄλλα δύο μουσικὰ χειρόγραφα ποὺ βρίσκονται στὸ Ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς[5] καὶ τὰ ὁποῖα προσκόμισαν ἀπὸ τὴν Μολδοβλαχία στὴν Κύπρο οἱ Χαράλαμπος καὶ Κυπριανός. Αὐτὰ τὰ δύο τελευταῖα χειρόγραφα κατὰ πάσαν πιθανότητα θὰ τὰ εἶχε πάρει μαζί του ὁ Κυπριανὸς ὅταν ἀνέλαβε χρέη Μεγάλου Οἰκονόμου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς μετὰ τὰ δραματικὰ γεγονότα τοῦ 1804 καὶ παρέμεναν στὸ Ἀρχεῖο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς μετὰ τὸν μαρτυρικό του θάνατο.

 

Ὅλα αὐτὰ τὰ τριάντα τέσσερα βιβλία μποροῦμε νὰ τὰ διαχωρίσουμε σὲ τρεῖς κατηγορίες: τὰ μουσικά, ποὺ εἶναι χειρόγραφα· τὰ λειτουργικά, ποὺ εἶναι ἔντυπα καὶ παλαίτυπα· καὶ τὰ πατερικά, ποὺ εἶναι κυρίως παλαίτυπα. 

Ἡ πρώτη κατηγορία, τὰ μουσικά, εἶναι ὅλα χειρόγραφα καὶ ἀριθμοῦνται σὲ δώδεκα δέκα τῆς Μονῆς Μαχαιρᾶ καὶ τὰ δύο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς. Κάποια ἐξ αὐτῶν φέρουν τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Χαραλάμπους, σὲ ἄλλα ἡ ὑπογραφὴ τοῦ προαναφερθέντος συνοδεύεται καὶ ἀπὸ τὴν σφραγίδα του, καὶ ἕτερα φέρουν τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Κυπριανοῦ[6]. Τὸ περιεχόμενο τῶν χειρόγραφων κωδίκων ἀπαρτίζεται ἀπὸ μελοποιημένα κείμενα λειτουργικῶν ἀκολουθιῶν ὅλου τοῦ ἐνιαύσιου ἐκκλησιαστικοῦ κύκλου καὶ ἀποτελοῦνται ἀπὸ δοξαστικὰ καὶ ἰδιόμελα ἀργὰ μαθήματα τονισμένα κατὰ τὸ σύστημα τῆς παλαιᾶς Παρασημαντικῆς.

Ἡ δεύτερη κατηγορία, τὰ λειτουργικά, περιλαμβάνει ἑπτὰ ἔντυπα Μηναῖα, τοὺς μῆνες Ἰανουάριον, Φεβρουάριον, Ἀπρίλιον, Ἰούλιον, Σεπτέμβριον, Νοέμβριον, Δεκέμβριο, καὶ ἕνα σύρραμα ἀκολουθιῶν διαφόρων ἅγιων, παλαίτυπο. Ἡ κολοβὴ σειρὰ τῶν Μηναίων μπορεῖ νὰ προέκυψε εἴτε ἀπὸ τὴν ἔλλειψη πρὸς διάθεση τῶν συγκεκριμένων μηνῶν εἴτε διότι καταστράφηκαν κατὰ τὴν πυρκαϊὰ τοῦ 1892. Τὰ ἐνυπάρχοντα Μηναῖα δὲν φέρουν ὅλα τὴν ἴδια χρονολογία ἔκδοσης, ἀλλὰ κάποια ἐξ αὐτῶν ἐκδόθηκαν τὸ 1803, ἕνα τὸ 1804, ἕνα τὸ 1806 καὶ ἕνα τὸ 1815. Ὅλα ὅμως τὰ Μηναῖα προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐκδοτικὴ δραστηριότητα ἐν Βενετία τοῦ Νικολάου Γλυκὺ ἐξ Ἰωαννίνων, καὶ φέρουν τὴν ἰδιόχειρη ὑπογραφὴ τοῦ Χαραλάμπους συνοδευομένην ἀπὸ τὴν προσωπικήν του σφραγίδα. Ἡ συρραφὴ περιλαμβάνει ἕξι ἔντυπες παλαίτυπες ἀκολουθίες[7], πλεῖστες τῆς τυπογραφικῆς δραστηριότητας τοῦ Νικαολάου Γλυκὺ καὶ ἑτέρων δύο τυπογράφων, ποὺ δραστηριο-ποιοῦνταν στὴν Βενετία.

Ἡ τρίτη κατηγορία, τὰ πατερικά, περιλαμβάνει κυρίως ἔργα ἅγιων Πατέρων: τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας, τὰ εὑρισκόμενα σὲ τρεῖς τόμους· τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ τὰ εὑρισκόμενα ἅπαντα σὲ δύο τόμους· τοῦ Ἁγίου Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας – ἑρμηνεία στὰ τέσσερα Εὐαγγέλια, ἕνας τόμος. Περιλαμβάνονται ἐπίσης ἔργα ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων· τοῦ μοναχοῦ Ἀγαπίου Λάνδου Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία· τοῦ Θεοδωρίτου ἐπισκόπου Κύρου  Ἅπαντα, ὑπάρχουν οἱ τρεῖς τελευταῖοι τόμοι καὶ λείπουν οἱ δύο πρῶτοι· τοῦ μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε, Ἐξήγησις τῆς Θείας Λειτουργίας, τόμος Α΄ μόνον· τοῦ Νικηφόρου πρώην Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχανίου καὶ Σταυρου-πόλεως Κυριακοδρόμιον, τόμος Β΄ μόνον· τὸ βιβλίον τοῦ σοφωτάτου καὶ ἐξοχωτάτου ἰατροφιλοσόφου κυρίου Θωμὰ Μανδακάση Καστοριανοῦ Περὶ τῶν ἀοράτων διὰ τῶν ὁρατῶν ἐννοουμένων πραγμάτων· καὶ τελευταῖον τὸ Glossarium Tueodoreteum ad usus exegeticos et criticos - separatim edidit Carolus Ludovicus Bauerus, (μόνον  Ζ΄ τόμος). Τὰ παραπάνω ἔντυπα ἀριθμοῦνται σὲ δεκατέσσερα, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ δεκατρία φέρουσι τὴν ἰδιόχειρη ὑπογραφὴ τοῦ Χαραλάμπους καὶ συνοδεύονται ἀπὸ τὴν προσωπικὴν αὐτοῦ σφραγίδα. Μόνον ἡ Ἐξήγησις τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε φέρει δὶς τὴν προσωπικὴ σφραγίδα τοῦ Κυπριανοῦ. Μέχρι στιγμῆς εἶναι τὸ μοναδικὸ βιβλίο ποὺ ἐντοπίσαμε, τὸ ὁποῖο  φέρει τὴν σφραγίδα τοῦ Κυπριανοῦ. Κατὰ πάσαν πιθανότητα τὰ ἐλλείποντα ἐκ τῶν σειρῶν τῶν ἔργων ποὺ προεγράφησαν νὰ καταστράφηκαν στὴν πυρκαϊὰ τοῦ 1892 ὅταν  ἀποτεφρώθηκε πλήρως ἡ Μονή.

Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Κυπριανοῦ περὶ τῶν βιβλίων δὲν ἐξαντλήθηκε στὴν παραπάνω καταγραφεῖσαν ἀγορὰ καὶ συλλογὴ κατὰ τὴν παραμονή του στὴν Μολδοβλαχία. Ὑπάρχει στὸ Σκευοφυλάκιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μαχαιρᾶ ἕνα Μηναῖο τοῦ Μαΐου[8], ἀφιερωθὲν ὑπὸ τοῦ Κυπριανοῦ ὡς Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀποστόλου Βαρνάβα. Ἐπισκεπτόμενος ὁ ρχιεπίσκοπος Κυπριανὸς τὴν Μονὴ Ἀποστόλου Βαρνάβα τὴν 1ην Φεβρουαρίου τοῦ 1816, ἀφιερώνει σὲ αὐτὴν τὸ δωδεκάμηνον (ὅλα τὰ Μηναῖα τῶν δώδεκα μηνῶν) μαζὶ μὲ τὸ Τριώδιο, τὸ Πεντηκοστάριο καὶ τὴν Παρακλητική, σημειώνοντας ἐντός του κάθε βιβλίου καὶ τὴν προσωπικὴν ἰδιόχειρην ἀφιέρωση μὲ τὴν ὑπογραφή του. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος, ἐμπλουτίζοντας τὴν προσωπική του βιβλιοθήκη ἀγοράζει τὸ 1820 τὸ Πηδάλιον[9]. Τὸ τελευταῖο αὐτὸ βιβλίο βρίσκεται στὸ Ἵδρυμα Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄. Ὑπάρχει ἀκόμη ἕνα βιβλίο[10], στὸ ὁποῖο ὁ Κυπριανὸς ὑπογράφει: «Κυπριανοῦ Μ<αχαι-ριώτου> ἱερομονάχου ἐκ κώμης Στροβύλου» καὶ αὐτὸ φυλάσσεται στὴν βιβλιοθήκη τοῦ Ἱδρύματος Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ´.

Νὰ σημειώσουμε ὅτι τὸ βιβλίο ποὺ φέρει τὴν ὑπογραφὴ «Ἱεροψάλτης Κυπριανός»[11] δὲν εἶναι κτῆμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἀλλὰ ἄλλου συνωνύμου του, καὶ ἐκείνου Μαχαιριώτου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸν κώδικα ἀρ. 1 τῶν χειρογράφων τῆς ρχιεπισκοπῆς[12]. Ὁδηγηθήκαμε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ὑπογραφὴ δὲν ἀνήκει στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κυπριανὸ  γιὰ τρεῖς λόγους: α) Ὁ γραφικὸς χαρακτήρας στὴν ἐν λόγῳ ὑπογραφὴ δὲν προσομοιάζει καθόλου μὲ τὸν δικό του ὅπως ὑπέθεσαν κάποιοι ἐρευνητὲς (βλ. Γ. Χριστοδουλου, «Ἡ συμβολὴ τοῦ ἀρχιεπι-σκόπου Κυπριανοῦ εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Κυπριακοῦ 1821», Κυπριακαὶ Σπουδαί, ΞΖ΄-ΞΗ΄ [2003-2004] 320. Χριστιανασ Δημητριου, «Ἡ ἀνανέωση καὶ ἀναμόρφωση τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς παράδοσης στὴν Κύπρο ἀπὸ τὸν ἐθνομάρτυρα Κυπριανό», ὅ.π., σ. 437). Αὐτὸ μπορεῖ εὔκολα κανεὶς νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ, ἀντιπαραβάλλοντας τὶς φωτογραφίες τῶν σσ. 444 καὶ 445 στὸ ἄρθρο τῆς Χριστιάνας Δημητρίου. β) Τὸ ἴδιο πρόσωπο, δηλαδὴ ὁ ἱεροψάλτης Κυπριανός, ἀναγράφει ἰδιόχειρη σημείωση σὲ χειρόγραφο μουσικὸ κώδικα ποὺ βρίσκεται στὸν Πανάγιο Τάφο. Συγκεκριμένα στὴν σ. 137 τοῦ χειρογράφου ὑπ᾽ ἀριθμὸν 396, πρὶν τὸ μουσικὸ κείμενο ἀναγράφεται ἡ ἑξῆς φράση: «χερουβικὰ κὺρ πέτρου πελοπονισίου ἅτινα εὑρέθησαν μετὰ τὴν θανὴν αὐτοῦ, ἐξηγίθησαν ἀπὸ τὸ παλαιὸν εἰς τὴν νέαν γραμμὴν παρ᾽ ἐμοῦ ἱεροψάλτου Κυπριανοῦ καὶ Ἰεζεκιὴλ τῶν κυπρίων». Ὁ γραφικὸς χαρακτήρας εἶναι ὅμοιος μὲ τῆς ὑπογραφῆς τοῦ ἱεροψάλτου Κυπριανοῦ στὸ παλαίτυπο τοῦ 1768 (ἐλάχιστοι χαρακτῆρες διαφέρουν, ἀλλὰ αὐτὸ δικαιολογεῖται ἀπὸ τὴν μεγάλη χρονικὴ ἀπόσταση). Ἔχοντας ὑπόψιν ὅτι ὁ Ἰεζεκιὴλ ἄρχισε νὰ διδάσκεται τὴν νέα παρασημαντικὴ τὸ 1818, καὶ ἑπομένως πολὺ ἀργότερα θὰ ἦταν σὲ θέση νὰ ἐξηγεῖ κείμενα ἀπὸ τὴν παλαιὰ στὴν νέα, συνάγεται ὅτι ὁ ἱεροψάλτης Κυπριανὸς ποὺ ἀνέγραψε τὴν σημείωση ἐπ᾽ οὐδενὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος (ἐκτὸς τοῦ ὅτι σὲ καμμία περίπτωση ἕνας Ἀρχιεπίσκοπος δὲν θὰ εὕρισκε χρόνο νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ μεταφράσεις μουσικῶν κειμένων, ἀλλὰ καὶ ἂν τὸ ἔκανε, δὲν θὰ ὑπέγραφε ὡς  «εροψάλτης Κυπριανός» ἀλλὰὡς «Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός»). γ) Ἡ φράση «Ἱεροψάλτης Κυπριανὸς τοῦ Μακαριωτάτου ἁγίου Κύπρου» ἀνευρίσκεται, αὐτὴ τὴν φορὰ σὲ ἔντυπη μορφή, καὶ στὸν κατάλογο συνδρομητῶν ναστασιματαρίου τοῦ 1832 (Ἀναστασιμα-τάριον Νέον, παρὰ τοῦ διδασκάλου Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος, ἐν τῇ βρεταννικῇ τυπογραφίᾳ Ἰσὰκ δὲ Κάστρο, εἰς Γαλατᾶν τῆς Κωνσταντι-νουπόλεως 1832, σ. 379). Προφανῶς εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο ποὺ ὑπογράφει καὶ στὸ παλαίτυπο τοῦ 1768 καὶ στὸ χειρόγραφο τοῦ Παναγίου Τάφου. Ἡ μεγάλη χρονικὴ ἀπόσταση μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1768 καὶ 1832 δὲν ἀποτελεῖ πρόβλημα, καθὼς τὸ 1768 εἶναι ἡ χρονολογία ἐκδόσεως τοῦ βιβλίου, ἡ ὑπογραφὴ ὅμως «Ἱεροψάλτης Κυπριανὸς» θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε ἀναγραφεῖ πολὺ ἀργότερα.

Ἐὰν καὶ μόνον «ἡ ὄψις τῶν βιβλίων ὀκνηροτέρους ποιεῖ ἡμᾶς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν», κατὰ τὸν λόγον τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου[13], ἄρα καὶ μόνον ἡ ὄψις τῶν βιβλίων μᾶς παρακινεῖ πρὸς τὴν ἀρετήν, πόσῳ μᾶλλον ἡ μελέτη αὐτῶν δύναται νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀρετήν, ἐὰν μετ’ ἐπιμελείας μελετῶμεν καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ἐφαρμόζωμεν τὰ μελετώμενα. Ἴσως αὐτὴ ἡ μελέτη καὶ αὐτὴ ἡ ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ τῶν μελετηθέντων νὰ εἶναι μία ἐκ τῶν πηγῶν τῆς εὐλαβείας καὶ ἔμπνευσης γιὰ τὴν πρόσκτηση τῆς μεγάλης ἀρετῆς τῆς ἀγάπης τοῦ Κυπριανοῦ, ἡ ὁποία τελικὰ τὸν ὁδήγησε στὸν ἔνδοξο θάνατο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς μαρτυρίας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ χάρισε τὸν καλλίνικο στέφανο ἁγιότητος τοῦ Ἱερομάρτυρος.



[1] Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, ὁ μάρτυρας τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος (φωτογραφικὸν λεύκωμα), ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Μαχαιρᾶ, Κύπρος 2008. Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, ὁ μάρτυρας τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος, Ἀρχεῖον κειμένων, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Μαχαιρᾶ, Κύπρος 2009. Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, ὁ μάρτυρας τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος, Ἐπιστημονικὸς Τόμος, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Μαχαιρᾶ, Κύπρος 2012.

[2] Φιλιππου ΓεωργίουΕἰδήσεις ἱστορικαὶ περὶ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, Ἀθήνα 1875 (φωτοτ. ἀνατ., Λευκωσία 1975, Κυπρολογικὴ Βιβλιοθήκη 4), σ. 117.

[3] Επισκοπου Ληδρας Επιφανιου Ηγουμενου Μαχαιρα, «Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανὸς καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος», Πεμπτουσίαhttps://www.pemptousia.gr/2014/07/o-archiepiskopos-kiprou-kiprianos-ke/.

[4] Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, ὁ μάρτυρας τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος (φωτογραφικὸν λεύκωμα), ὅ.π., σσ. 153-178, 290-291.

[5] Ανδρεου ΓιακοβλεβιτσΚατάλογος Χειρογράφων Κωδίκων Βυζαντινῆς Μουσικῆς Ἱερᾶς Άρχιεπισκοπῆς Κύπρου, ἔκδ. Ἱερᾶς Άρχιεπισκοπῆς Κύπρου, Λευκωσία 2019: α) Κώδ. 29 - στιχηράριο μὲ παλαιὰ βυζ. μουσικὴ γραφή, σσ. 110-126. β) Κώδ. 38 - στιχηράριο μὲ παλαιὰ βυζ. μουσικὴ γραφή, σσ. 158-164.

[6] Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, ὁ μάρτυρας τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος (φωτογραφικὸν λεύκωμα), ὅ.π., σσ. 166-174.

[7] α) Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, τυπογράφος Σόμμερ, Λειψία 1784. β) Ἀκολουθίαι τῶν ὁσίων Χαρίτωνος καὶ Αὐξεντίου, τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, τοῦ ἁγίου Δημητριανοῦ Κυθήρης, τῶν ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ καὶ Κωνσταντίνου μάρτυρος, τυπογράφος Νικόλαος Γλυκύς, Βενετία 1779. γ) Ἀκολουθίαι τοῦ προφήτου Μωϋσῆ καὶ τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, τυπογράφος Νικόλαος Γλυκύς, Βενετία 1778. δ) Ἀκολουθία ὁσίου Χριστοδούλου τοῦ ἐν Πάτμῳ, τυπογράφος Ἀντώνιος Τζατάς, Βενετία 1755. ε) Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ἐνδόξου βασιλέως Ἰωάννου τοῦ Βλαδιμήρου + Ἐγκώμια + Παρακλητικὸς Κανών, τυπογράφος Νικόλαος Γλυκύς, Βενετία 1774. στ) Ἀκολουθία τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, τυπογράφος Ἀντώνιος Βόρτολης, Βενετία 1756.

[8] Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, ὁ μάρτυρας τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος (φωτογραφικὸν λεύκωμα), ὅ.π., σσ. 190-191.

[9] Αγαπιου Ιερομοναχου και Νικοδημου ΜοναχουΠηδάλιον τῆς νοητῆς νηός, τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς, καὶ ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅπαντες οἱ ἱεροὶ καὶ θεῖοι κανόνες, ἐν Λειψίᾳ τῆς Σαξωνίας, ἐν τῇ τυπογραφίᾳ τοῦ Βραϊτκὸπφ καὶ Ἅιρτελ, 1800 (ὑπογραφὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ μὲ χρονολογία 1820 στὴν εἰσαγωγικὴ σελίδα μὲ τὰ στοιχεῖα τοῦ βιβλίου).

[10] Τοῦ μακαρίου Συμεὼν ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τὰ Ἅπαντα, παλαίτυπο τοῦ 1791.

[11] «Περὶ τῶν διχονοιῶν τῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Πολονίας. Δοκίμιον Ἱστορικὸν καὶ Κριτικόν, ἐκ τῆς γαλλικῆς εἰς τὴν κοινοτέραν τῶν καθ’ ἡμᾶς ἑλλήνων διάλεκτον μεταφρασθὲν μετὰ καὶ σημειωμάτων τινῶν ἱστορικῶν καὶ κριτικῶν οἷς ἐν τέλει προσετέθη καὶ σχεδίασμα περὶ τῆς Ἀνεξιθρησκείας», παλαίτυπο τοῦ 1768.

[12] Ανδρεου ΓιακοβλεβιτσΚατάλογος Χειρογράφων Κωδίκων Βυζαντινῆς Μουσικῆς Ἱερᾶς Άρχιεπισκοπῆς Κύπρου, ὅ.π., κώδ. 1, σσ. 3-4.

[13] Ἀποφθέγματα Γερόντων, σειρὰ Φιλοκαλία τῶν νηπτικῶν καὶ ἀσκητικῶν 1, πατερικαὶ ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», σ. 214.